του Κώστα Παπαγιάννη.
Είναι επιταγή, όπως είναι και ανάγκη για κάθε γενιά να αναψηλαφήσει τον «Τύπον των ήλων», δηλαδή, την εθνική μνήμη η οποία είναι άλλωστε και η μήτρα για την εθνική ιστορία. Η Ιστορία, μέσα από την απόσταση ασφαλείας που της εξασφαλίζει ο χρόνος, μπορεί να εξετάσει με κριτικό τρόπο τη μνήμη, δίχως όμως να απεμπλακεί ούτε για μια στιγμή από τη σχέση αλληλόδρασης που έχει μαζί της. Σε αντιπαράθεση στέκεται η λήθη. Είτε η μερική μονάχα λήθη, είτε συνολική κι απόλυτη, φαίνεται πως είναι χρήσιμη και αυτή στο να σπρώχνει κατά τρόπο παράδοξο προς μια νέα ιστοριογραφία και προς μια νέα αν κι όχι απαραιτήτως αναθεωρητική ανάγνωση της προσωπικής, δηλαδή της οικογενειακής και της λεγόμενης συλλογικής μνήμης. (*)
Είναι επιταγή επίσης, όπως είναι και ανάγκη για κάθε λογοτέχνη να φιλοδοξεί να προσθέσει έστω κι ένα μικρό πετραδάκι στην αλήθεια για την ύπαρξή μας. Η Βίκυ Τσελεπίδου στην «Αλεπού» καταπιάνεται με κάτι τρομακτικά δύσκολο. Καταπιάνεται με το έργο της συγγραφής μέσα στο ασφυκτικό ηθικό μα και πολιτικό πλέγμα της προσωπικής μνήμης. Εδώ, της μνήμης ως καθήκον που αποσκοπεί στη δικαίωση των θυμάτων του ιστορικού και εθνικού τραύματος και είναι δύσκολο το έργο της επειδή οι ιστορικοί άξονες της γραφής της αποτελούν πολύ δημοφιλές πεδίο δράσης για την ελληνική ιντελιγκέντσια αφ ενός και αφ ετέρου διότι το βάρος του συναισθήματος που αυτό συνεπάγεται και το οποίο πηγάζει από τα γεγονότα τα ίδια, γίνεται συχνά αφόρητο και η συγγραφέας οφείλει να το χειριστεί με εξαιρετική μαεστρία προκειμένου να το ισορροπήσει ανάμεσα στην ψυχρή λογική της μετανεωτερικής γενιάς της και το συλλογικό τραύμα. Η Τσελεπίδου το καταφέρνει κρατώντας απόσταση από το προσωπικό-οικογενειακό βίωμα που είναι απωθημένο μεν, αλλά, επανέρχεται συνεχώς ανένδοτο για να διεκδικήσει τη θέση του στον κύκλο του αίματος, της φρίκης και της βίας.
Η Ιστορία μιας οικογένειας για κοντά έναν αιώνα, μεταλλάσσεται στην Ιστορία ενός ολόκληρου έθνους. Η «Αλεπού» καταφέρνει να πλέει με μεγάλη ευκολία και ελάχιστες μόνον απώλειες μέσα σε ένα Υπέρ-Ρεαλιστικό χρονικό ρευστό επιστρατεύοντας μια πληθώρα ντοκουμέντων και μια γλώσσα εξόχως ιδιωματική. Το χρονικό ρευστό εναλλάσσεται με τη σουρεαλιστική διάθεση της απόρριψης όλων όσων συμβαίνουν γύρω και πριν από το μυθιστορηματικό παρών και κρατάει μόνον αυτά που η Ιστορία η ίδια αγνόησε. Η «Αλεπού» καταφέρνει να χαράξει με τρόπο ανεξίτηλο πάνω στο παρών εκείνες τις ουλές, χωρίς τις οποίες, όλοι εμείς καθώς και η ίδια η εποχή μας θα εξαφανιζόμασταν μέσα στα σκοτάδια του χρόνου. Η Τσελεπίδου κινείται με άνεση ανάμεσα σε δύο –κυρίως- ιστορικούς άξονες, αυτόν της ηρωίδας της, αλλά, κι αυτόν του γενεαλογικού βιώματος και στο μεσοδιάστημα επιχειρεί να ανατμήσει την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, εγχείρημα αρκούντως απαιτητικό κι επίπονο. Είναι όμως κι ένα εγχείρημα αντάξιο της διάχυτης συνάφειας με τους μαιτρ του ελληνικού αφηγήματος. Θαρρώ πως η μυθοπλαστική της διαδικασία που είναι συγχρόνως κι ερμηνευτική διαδικασία, επιστρατεύει σύνεργα γραφής από το χώρο της ψυχανάλυσης όπως η απώθηση του τραύματος, ο ψυχαναγκασμός και η ψύχωση προκειμένου να μας παρουσιάσει μια δική της, ολόδική της φρέσκια προσέγγιση στην παθολογία και της προσωπικής, αλλά, και της ευρύτερης εθνικής μνήμης προκειμένου να ξορκίσει, να αναπαύσει εν ειρήνη και σε τελική ανάλυση να υπερβεί έτσι την τυραννική αυτή παθολογία. Με αυτόν τον τρόπο, το ιδιωτικό περνά στη δημόσια σφαίρα και χωρίς να αναιρεί το τραύμα, παλεύει να μετουσιώσει το πένθος σε νέα συνείδηση και νέα κατάφαση της ζωής, ενώ η γλώσσα της συγγραφής η ίδια, διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη.
Η σκιαγράφηση μιας νέας λογοτεχνικής ιστοριογραφίας ενδεχομένως να μην είναι πλήρης. Το κείμενο της «Αλεπούς» όμως, παρά το μέγεθός του θεμελιώνει ένα νόμιμο δικαίωμα της μνήμης ως νόημα που φιλτράρεται μέσα από τη μυθοπλασία και παράγει μια νέα, «σχεδόν» πραγματική πραγματικότητα. Παράγει δηλαδή περισσότερο νόημα του εθνικού τραύματος για τον αναγνώστη του 2017 και διεκδικεί μια θέση στο να απευθύνεται όχι μόνο στον Έλληνα, αλλά, στο μέσο αναγνώστη του κόσμου, αυτόν που βιώνει συνειδητά την ανθρώπινη κατάσταση.
Η Βίκυ Τσελεπίδου καταφέρνει στην ίδια διαδικασία, να λυτρώσει τη ζώσα μνήμη του άμεσου οικογενειακού περίγυρου από το τέλμα της προφορικής Ιστορίας, ή και του φολκλόρ ακόμη και να την ανυψώσει στη σφαίρα της ψυχολογικής ανατομής και του αέναου δυστοπικού χώρου μιας σκληρής -όσο ποτέ- σύγχρονης εποχής.
Μας στοιχειώνει ακόμη η γενιά της Μικρασίας και η νοσταλγία για το χτεσινό σώμα που πέρασε κι έφυγε φορτωμένο με τις δικές του μνήμες. Το σώμα του παππού ή της γιαγιάς, το σώμα της πατρίδας με τις πληγές που κακοφορμίσανε.
*Εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση της Δυναμικής της Μνήμης και της Λήθης αποτελεί η συμμετοχή του Γ. Κόκκινου στο συλλογικό έργο «Το Τραύμα και οι Πολιτικές της Μνήμης», Εκδόσεις ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ 2010.
info: Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; Μυθιστόρημα, Βίκυ Τσελεπίδου, ΝΕΦΕΛΗ 2017.
Ο Κωνσταντίνος Παπαγιάννης είναι καθηγητής της αγγλικής γλώσσας. Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά. Είναι εκδότης του free press-τετραδίου ερωτικής ποίησης και τέχνης ΙΣΗΜΕΡΙΑ.