Η αθωότητα της Νίκης

0
561

Της Βαρβάρας Ρούσσου.

Ο Edmund Keeley και η Νίκη Τρουλλινού συνέπεσαν στον τίτλο τους και άφησαν να συμπαρασυρθεί μαζί του κάθε είδους συνδήλωση: από αισθηματικές ταινίες με φόντο το καλοκαίρι αλλά και «Τα χρόνια της αθωότητας» του Σκορτσέζε (όπου προβάλλεται η σχέση παρελθόντος-παρόντος σε μια νέα χώρα) έως μυθιστορήματα ενηλικίωσης (bildungsroman).

Όπως σύσσωμη η κριτική τόνισε, τα εικοσιένα διηγήματα συνέχει η μνήμη και αρδεύουν οι ποικίλες αναμνήσεις ηρώων που προ πολλού έχουν ενηλικιωθεί. Οι εξομολογητικές αφηγήσεις που έρχονται στο φως (όπως η αφήγηση ονείρων ή αναμνήσεων-στιγμών) ξορκίζουν φαντάσματα ιστορικά-πολιτικά-προσωπικά αλλά δεν κατανικούν την αόριστη μελαγχολία του τετελεσμένου ή του ημιτελούς, όπως αυτή που σταδιακά σχηματίζεται στο τελευταίο διήγημα («Οι εκδοχές του ποταμού»). Ωστόσο, η ωριμότητα που συνεπάγεται τη συμφιλίωση με το παρελθόν θέτει στους ήρωες το καίριο διακύβευμα: τη διαχείριση του παρόντος.

Η αφήγηση, συχνά ως ροή της συνείδησης, παρέχει πρόσφορο έδαφος για τεχνικά εύστοχα και φυσικά περάσματα του λόγου στη διαπλοκή παρελθόντος-παρόντος.    Αξιοποιείται η τεχνική του εσωτερικού μονόλογου και το «εσύ» είναι ταυτόχρονα λόγος εις εαυτόν και προς τον ιδεώδη –και μη- αναγνώστη. Άλλοτε ο εσωτερικός μονόλογος μεταπίπτει σε είδος δραματικού μονολόγου με υποθετικό ακροατήριο («Το κινητό δεν το σήκωσα εκείνο το βράδυ, αν θέλετε να μάθετε τη συνέχεια» στο «Οι εκδοχές του ποταμού»).

Παρότι σε πολλά διηγήματα φωτογραφίζονται σκηνές καθημερινότητας η απεικόνιση αυτή δεν δημιουργεί τους όρους ώστε να καταλήξει σε νέο-ηθογραφία: οι χώροι της Κρήτης (που ενισχύουν στον αναγνώστη την αίσθηση του αυτοβιογραφικού) εναλλάσσονται με σκηνικά Αθήνας και όλες οι τοπικές αναφορές τροφοδοτούν την κυκλική τροχιά από το έξω στο μέσα, από την συγκεκριμένη εικόνα στο στοχασμό και την εξομολόγηση. Ακόμα κι όταν η συγγραφέας τιτλοφορεί το διήγημά της «Ηθογραφία της οδού Αιόλου» δεν πρόκειται παρά για μια εσωτερική ηθογράφηση, όπου ο χώρος αποτελεί την αφορμή. Τα κοινωνικά «νέα ήθη» κινούν συχνά τα νήματα των αφηγήσεων (οικονομικοί μετανάστες και πρόσφυγες σε διάφορους ρόλους, ηττημένοι και απογοητευμένοι επαναστάτες εν μέσω κοσμοϊστορικών αλλαγών). Στα θετικά της συγγραφέως προσμετράται και η αποφυγή της διολίσθησης στη λογοτεχνία της κρίσης, συνήθη συγγραφική πρακτική το τελευταίο διάστημα.

Δύο επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία τεχνικής αποτελούν η ειρωνεία και οι ποιητικές εκφορές, οι δεύτερες σοφά περιορισμένες έτσι ώστε οι λυρικοί θύλακες που δημιουργούν να μην συστήσουν έναν στερεότυπα ρηχό μελοδραματισμό, στον οποίον εύκολα μπορεί να εκπέσει η πραγμάτευση θεματικών, όπως αυτές της Τρουλλινού. Η ειρωνεία, ως κριτική των κοινωνικών συμβάσεων που οικοδομήθηκαν από την μεταπολίτευση και εξής («Έχετε μείνει στο Κεμπίνσκι;») προσεγμένα και κριτικά χρησιμοποιείται και ενίοτε μεταμορφώνεται σε πικρή αυτοειρωνεία.

Η Τρουλλινού συνεχίζει επιτυχώς την τεχνική του υπαινιγμού, διαπλέκοντας στο δίχτυ της αφήγησης υπαινικτικές αναφορές και συχνά προσημάνσεις που καθοδηγούν συστηματικά τη ροή και οικοδομούν το τέλος. Οι υπαινιγμοί αφήνουν ελεύθερο υλικό για την αναγνωστική φαντασία και προσθέτουν ένα είδος «ανοιχτότητας» στο κείμενο («Ηθογραφία της οδού Αιόλου», «Η φωτογραφία»). Τα πλέον «κλειστά» διηγήματα της συλλογής, εκεί όπου η πλοκή εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο πασιφανές, καλλιεργούν την συναισθηματική φόρτιση και οδηγούν στην άμεση συγκίνηση («Χριστουγεννιάτικο τσάι»).

Η σταδιακή άνοδος της θερμοκρασίας των διηγημάτων κορυφώνεται στο τέλος, όπως στο «Βαλίτσα απ’ τη Βαστίλη», όπου η εν λόγω βαλίτσα μεταφέρει τόμους του Ηροδότου και ωθεί τον ξένο μεταφορέα να ρωτά: « Εγκώ βιάζεται έχεις άντροπο μέσα;» ∙ φράση που αναδεικνύει ποιητικά το βάρος των αναμνήσεων που κλείνει και η βαλίτσα του διηγήματος αλλά και αυτή του εξωφύλλου και παραπέμπει τη βαρύνουσα παρουσία της Ιστορίας, η οποία, ως τόμοι του Ηροδότου, του πατέρα της, κλείνεται κι αυτή στη βαλίτσα.

Έμπειρη και άξια διηγηματογράφος η Τρουλλινού, γνωρίζει πώς να παιδεύει το υλικό της στο παιχνίδι της γραφής (γράφω σημαίνει σβήνω) και άλλοτε ρητά άλλοτε υπόρρητα αρδεύει τα κείμενά της από την αναγνωστική της εμπειρία. Με αυτοβιογραφικό ή εν γένει βιωματικό υλικό, με υπαινιγμούς, με κατάλληλα διαμορφωμένο κλίμα και ήρωες μέτοχους ή θύματα της Ιστορίας αλλά και θλιμμένους απολογητές της προσωπικής τους ιστορίας, η Τρουλλινού στήνει τεχνικότατα το γοητευτικό αφηγηματικό ιστό των διηγημάτων της.

INFO:   Νίκη Τρουλλινού, Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας, βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2014

Προηγούμενο άρθροΟ δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη
Επόμενο άρθροΗ Άχνα του λόγου και της γραφής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ