Τασούλα Τσιλιμένη[1]
«Άνω τελεία»! Που τη θυμήθηκε τώρα αυτή τη φράση και μάλιστα τη χρήση της σε προφορικό λόγο! Στα γραπτά, ως σημείο στίξης, πάνε κάτι χρόνια που ακόμη και οι φιλόλογοι δεν τη χρησιμοποιούσαν, παρά μόνο όταν έπρεπε να διδάξουν τα σημεία στίξης. Δεν ήταν μόνο δική της τάση να μη τη χρησιμοποιεί…Διευκόλυνε προς την λήθη της και η χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, αφού ήταν ένας μπελάς στο πληκτρολόγιο.
«Μια άνω τελεία», της είπε και έκλεισε κάπως βιαστικά, γιατί είχε καθυστερήσει αρκετά στο επαγγελματικό του ραντεβού. Από τη στιγμή που τελείωσε η τηλεφωνική τους συνομιλία, αυτή έμεινε να τη σκέφτεται και να την κλωθογυρίζει στη γλώσσα της σαν μια κάψουλα για το βήχα, από κείνες που έχουν απαίσια γεύση, αλλά λες θα την υποστώ γιατί υπόσχεται ανακούφιση. «Μια άνω τελεία, μια άνω τελεία…». Όμως όσο και να την επεξεργάζονταν κάθε άλλο παρά ανακούφιση ένιωθε. Αντίθετα κάτι προβληματικό της φαίνονταν εδώ, αν όχι και αρνητικό.
Την έσπρωξε κάτω από τη γλώσσα, τη έστειλε αριστερά μετά δεξιά για λίγο, όσο για το βάθος…» ούτε συζήτηση! «Με τίποτα δεν πρέπει να την καταπιείς!», είπε και άνοιξε το I pad. «η χρήση της άνω τελείας» πληκτρολόγησε στη μηχανή αναζήτησης και ένας μικρός ιδρώτας ήρθε και απλώθηκε στο πάνω χείλος της. Τον σκούπισε νευρικά, όχι τόσο γιατί την ενοχλούσε, όσο γιατί τα αποτελέσματα αναζήτησης αργούσαν. Έπρεπε να το περιμένει. Καιρό τώρα το Ipad κολλούσε. Κλίκαρε στην επιλογή που της φάνηκε πιο αξιόπιστη, όχι Wikipedia και τέτοια…Λεξικό, «λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα». «Αυτό! Εδώ είμαστε σίγουροι», σκέφτηκε πατώντας με ένταση το ποντίκι.
Άνω / επάνω ~, σημείο στίξης (·), που χρησιμεύει για να δηλώσουμε μικρότερη διακοπή από ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη διακοπή από ό,τι με το κόμμα: Ύστερα από άνω ~ αρχίζου με μικρό γράμμα.
Διάβασε και ξαναδιάβασε τη φράση. Όχι ότι δυσκολεύονταν να καταλάβει το νόημα της, αλλά προσπαθούσε να εντάξει την επεξήγηση στην περίπτωσή τους: «…ας βάλουμε μια άνω τελεία, για δέκα μέρες…» της είπε.
«Μικρότερη διακοπή απ΄την τελεία και μεγαλύτερη από το κόμμα», είπε πολλές φορές και σηκώθηκε αφήνοντας το Ipad στο τραπέζι, αλλά παίρνοντας τη φράση μαζί της. Περπάτησαν μαζί πάνω κάτω πολλές φορές κι όργωσαν το σαλόνι. Δεν είχε στρώσει ακόμη χαλιά. Αρχές του Οκτώβρη βλέπεις. Ήταν συνήθεια απ΄τη μάνα της να στρώνουν δυο μέρες πριν του Αγίου Δημητρίου. Τότε που ανθίζανε και τα χρυσάνθεμα στην αυλή τους. Τότε….Τότε που όλα ήταν γεμάτα χρώματα. Τα χρώματα της ζωής, της εφηβείας…Τώρα όμως; Στα πενήντα της…Και …ερωτευμένη!!! Όπως στην εφηβεία!!!Ποιος να το φανταζόταν! Στοίχημα έβαζε πως αυτά δε γίνονται! Όχι τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο, με αυτή την ένταση…όχι εφηβικά! Είναι αλήθεια ότι όταν το διαπίστωσε, σαν κουβάς που κρέμεται σε μια σάπια αλυσίδα που στάζει σκουριά και τρίζει καθώς ανεβαίνει απ΄το ξεχασμένο για χρόνια πηγάδι, ανασύρθηκε μέσα της εκείνη η ευχή. Είκοσι χρόνια πριν.
Ζευγάρια όλοι τους, σε ένα δείπνο οικογενειακό. Με χαρές, γέλια, αγκαλιές, πειράγματα…Και η κουβέντα ξεστράτισε στα ερωτικά. Όλοι δήλωναν ερωτευμένοι και κυρίως παντρεμένοι, που σημαίνει ούτε λόγος για έρωτες του μέλλοντος. Ο έρωτας γιαυτούς είχε τραβήξει φρένο. Η αμαξοστοιχία είχε πιάσει τον τελικό της σταθμό. Μετά από δω…τίποτα. Τέρμα. Αυτός ήταν ο Έρωτας της ζωής τους. Όλοι και κυρίως όλες έδειχναν ευτυχισμένες με τις δηλώσεις κυρίως των συζύγων. Αυτό δήλωσε και η ίδια, και στα αλήθεια ένιωθε ερωτευμένη με τον σύντροφό της. Και λίγο πριν η κουβέντα πάρει άλλη ρότα, χωρίς να το καταλάβει, μια φωνούλα λεπτή σαν κλωστίτσα του Μάρτη, ξέφυγε από το στόμα της. «Βέβαια θα ήθελα πολύ να ερωτευτώ ανεπανόρθωτα μετά τα πενήντα μου», είπε. Τα πενήντα τότε ήταν πολύ…μακριά στον ορίζοντα. Η κουβέντα πυρπολήθηκε…κι έκανε νέο γύρο με πειράγματα και αστεία και άλλα τέτοια. Κι όλοι γέλασαν και η βραδιά θεωρήθηκε πολύ επιτυχημένη. Αυτή η φράση ξεχάστηκε…κυρίως από την ίδια.
Και κοίτα να δεις! Η τύχη τα έφερε έτσι που να τώρα στα μέσα των πενήντα, ήρθε φάτσα κάρτα, όχι με τη φράση, αλλά με τον ίδιο τον έρωτα. Δε θυμόταν αν πονούσε τόσο και όταν ήταν έφηβη…Χαρά και λύπη μαζί… «πώς γίνεται;» αναρωτιόταν.
«Άει σιχτίρ κι αυτός ο Πάουλο Κοέλιο!», είπε και ξαναγύρισε στο I pad. «Πετάει μια φράση έτσι και άντε τώρα εσύ να πείσεις ποιόν και πώς ότι δεν ήταν το σύμπαν, αλλά εσύ η ίδια που έκανες αυτή την ευχή. Πώς εσύ η ίδια είσαι το σύμπαν κάποιες στιγμές…». Αυτά σκέφτονταν γιατί ούτε μια στιγμή στη ζωή της δεν πίστεψε σε τίποτα άλλο εκτός από την ίδια τη ζωή και τη δύναμή της. Ό,τι κι αν της έφερε. Και έτσι πορεύτηκε και έφτασε στα πενήντα και…Τα ζήτησε όλα, τα έζησε όλα…
«Όλα;» ξανά εκείνη η φωνή απ΄τα παλιά ακούστηκε. Μόνο που τώρα ήταν μόνη και έκοβε βόλτες στο σαλόνι αγκαλιά με μια άνω τελεία.
«Μικρότερη διακοπή απ΄την τελεία και μεγαλύτερη από το κόμμα», είπε για ακόμη μια φορά, και βγαίνοντας στο μπαλκόνι της, έψαξε στον ορίζοντα και απευθυνόμενη στο σύμπαν ψιθύρισε «ας είναι μικρότερη από την τελεία και μεγαλύτερη από το κόμμα. Αρκεί να μην γίνει τελεία».
[1] Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι καθηγήτρια στο Παν. Θεσσαλίας και συγγραφέας. Η τελευταία της συλλογή διηγημάτων Το κουμπί κυκλοφορεί στις εκδόσεις Καστανιώτη.