Του Σπύρου Κακουριώτη.
Η συνεχιζόμενη δικαστική έρευνα για τη Χρυσή Αυγή και τις εγκληματικές πράξεις τις οποίες διέτασσε και εκτελούσε ο ενδεδυμένος την «προβιά» πολιτικού κόμματος μηχανισμός της αποτελεί μια ακόμη ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Η συνάντηση με το απόλυτο κακό, τον ναζισμό και τους ακολούθους του, προσφέρει την ιστορική ευκαιρία για μια ενδοσκόπηση, ακριβώς όπως συνέβη, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, στις μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η παραπομπή στη δικαιοσύνη του ηγετικού πυρήνα του ναζιστικού αυτού μορφώματος μπορεί, πολιτικά, να δημιουργεί μια «υγειονομική ζώνη» γύρω από τη Χ.Α., θέτοντάς την εκτός πολιτικού συστήματος, όμως όσοι δηλώνουν βιαστικά «αθώοι του αίματος» δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αποφεύγουν την απαραίτητη ενδοσκόπηση.
Γιατί το πραγματικό ερώτημα που αναζητά εναγωνίως απάντηση αφορά τις συνθήκες που επέτρεψαν την εκτόξευση του ναζιστικού γκρουπούσκουλου στη θέση του πέμπτου σε δύναμη κόμματος (και δημοσκοπικά, πριν την παρέμβαση της δικαιοσύνης, τρίτου), σε επιλογή 440.000 συμπολιτών μας.
Αυτές τις συνθήκες αναζητά στη μελέτη της Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς η καθηγήτρια Άννα Φραγκουδάκη, επιχειρώντας να πάει πέρα από το προφανές, δηλαδή την οικονομική κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, πηγαίνει τη συζήτηση, που εντελώς αποπροσανατολιστικά διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα με αιχμή τη, μη λειτουργική πλέον, «θεωρία των δύο άκρων», ένα βήμα παραπέρα, επικεντρώνοντας στο ευνοϊκό υπόστρωμα που δημιουργούσε και δημιουργεί ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός.
Αρχικά, η συγγραφέας παρουσιάζει συνοπτικά το λόγο των δύο κομμάτων της ακροδεξιάς, του ΛΑΟΣ και της Χ.Α., κυρίως μέσα από τα ίδια τα κείμενά τους. Κατά τη γνώμη μου, ενώ ορθά αναλύονται, π.χ., ο διπλός λόγος του ΛΑΟΣ (άλλος προς το εσωτερικό του κόμματος άλλος προς το κοινό) ή ο παραληρηματικός της Χ.Α. που βρίθει θεωριών συνωμοσίας «ενάντια στους Έλληνες» κ.λπ., η «εξαιρετικότητα» που χαρακτηρίζει τη ναζιστική Χ.Α. και την διαφοροποιεί από την υπόλοιπη ακροδεξιά δεν αναδεικνύεται, όπως παράλληλα υποβαθμίζεται η «νομιμοποίηση» που προσέφερε στο κόμμα του Καρατζαφέρη η συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου, κάτι που άνοιξε το δρόμο για την εν συνεχεία «νομιμοποίηση» στα μάτια των ακροδεξιών ψηφοφόρων της απείρως ριζοσπαστικότερης Χ.Α.
Αναζητώντας, στη συνέχεια, τα αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς, η Α. Φραγκουδάκη τα εντοπίζει στην παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και, τέλος, το μεταναστευτικό.
Ως προς αυτό το τελευταίο, παρατηρεί πως δεν συνδέεται ευθέως με την εκλογική αύξηση της ακροδεξιάς, δημιουργεί όμως ένα εύφορο ιδεολογικό υπόστρωμα. Ορθά επισημαίνει τόσο την ανορθολογική (και υποκριτική) στάση της ελληνικής κοινωνίας, που εκμεταλλεύεται από τη μια τη φτηνή εργατική δύναμη των μεταναστών, από την άλλη, όμως, δεν τους θέλει στις γειτονιές της και στις πόλεις της, όπως επίσης και την έλλειψη κρατικής πολιτικής ενσωμάτωσης των μεταναστών. Όπως όμως πολλοί στο χώρο της Αριστεράς, παραβλέπει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος αυτής της μετανάστευσης είναι παράνομη και, συνεπώς, πλάι στις πολιτικές ενσωμάτωσης είναι απαραίτητες πολιτικές αποτροπής και ελέγχου, καθώς και ότι η Ελλάδα δέχεται ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των μεταναστευτικών ρευμάτων που κατευθύνονται προς τις ευρωπαϊκές χώρες (ελέω Δουβλίνου ΙΙ), κάτι που θα όφειλε να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μόνο μια κρατική πολιτική για το μεταναστευτικό με τέτοιο ανάπτυγμα (και ενσωμάτωση και αποτροπή) θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας για όλους, γηγενείς και επήλυδες, αφαιρώντας, ταυτόχρονα, ένα προπαγανδιστικό όπλο από τη φαρέτρα της ακροδεξιάς –πολιτική, ασφαλώς, αδιανόητη όταν το κοινωνικό κράτος ξεχαρβαλώνεται συστηματικά…
Στη συνέχεια η Α. Φραγκουδάκη εξετάζει το ιδεολογικό υπόστρωμα της ακροδεξιάς ανόδου: εδώ συνωστίζονται ρεύματα ιδεών (και «ιδεών») από τους «νεοορθόδοξους» μέχρι τους γλωσσαμύντορες, τους πολέμιους του βιβλίου Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, αλλά και σοβαρές περιπτώσεις «ιδιωτικοποίησης» της κρατικής πολιτικής, όπως, π.χ., η υπόθεση Οτζαλάν.
Αναμφίβολα, ο εθνικισμός αποτελεί τον μίτο που ενώνει όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε πολλές από τις οποίες πρωταγωνίστησαν τάσεις της λεγόμενης «πατριωτικής Αριστεράς». Όμως σε μεγάλο βαθμό το «τσουβάλιασμα» που επιχειρείται λειτουργεί ισοπεδωτικά: για παράδειγμα, στο «νεοορθόδοξο» ρεύμα δεν θα συναντήσει κανείς μόνο τον Χρ. Γιανναρά, τον οποίον κυρίως περιλαμβάνει η Α. Φραγκουδάκη, αλλά επίσης τον Στέλιο Ράμφο ή τον μακαρίτη Κωστή Μοσκώφ, διανοητές που δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς επί εθνικισμώ…
Επιχειρώντας μια απάντηση στο ερμηνευτικό κενό που διαπιστώνει σχετικά με «την υπερβολή και το πάθος που επιδεικνύουν διανοούμενοι όλη την περίοδο από τη δεκαετία του 1980 στην ιδεολογική μάχη υπεράσπισης του “έθνους” από την εξαφάνιση», η συγγραφέας αποδίδει την βαθιά κρίση ταυτότητας (που οξύνθηκε μετά το 1989) στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. Διατυπώνει έτσι ένα γόνιμο σχήμα, όπου η κρίση ταυτότητας εδράζεται στην αποδοχή του στερεότυπου του ευρωκεντρικού ρατσισμού, που αποδίδει «ανωτερότητα» στον πολιτισμό του βιομηχανικού Βορρά και «κατωτερότητα» σε εκείνον του Νότου. Η εθνική ιδεολογία, έτσι όπως αναπαράγεται μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, υιοθετεί άρρητα αλλά σαφώς το στερεότυπο αυτό, γι’ αυτό και εμμένει όχι μόνο στην «τρισχιλιετή συνέχεια» αλλά και στην παρθενογένεση του ελληνικού πολιτισμού, απορρίπτοντας κάθε «ανατολική» επίδραση. Όπως τονίζει η συγγραφέας, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. έθεσε τους έλληνες διανοούμενους μπροστά στην εικόνα των Ευρωπαίων για την «καθυστερημένη» και «ανατολίτικη» Ελλάδα (στερεότυπο που η κρίση παρόξυνε). Ως αποτέλεσμα, πολλοί ήσαν εκείνοι που, προκειμένου να αντιπαρατεθούν σε αυτήν την εικόνα κατέφυγαν στη μόνη καθολικά αποδεκτή διάσταση της ελληνικότητας, αυτήν του αρχαίου πολιτισμού, υιοθετώντας, ουσιαστικά, το δυτικοευρωπαϊκό ρατσιστικό στερεότυπο. Από εκεί μέχρι, π.χ., τη «σωτηρία της ελληνικής γλώσσας» διά της διδασκαλίας των αρχαίων από το Δημοτικό η απόσταση δεν είναι μεγάλη…
Τέλος, η Α. Φραγκουδάκη αφιερώνει την κατακλείδα της μελέτης της στην πολιτική χιονοστιβάδα που επέφερε η οικονομική κρίση, αλλά και στις συνέπειες της αντιμνημονιακής πολιτικής. Πρόκειται για έναν συνδυασμό που δημιουργεί και αναπαράγει εκτεταμένους θυλάκους ανομίας –φαινόμενο που, όπως ορθά παρατηρεί, παροξύνει η οικονομική κρίση, δεν γεννιέται όμως από αυτήν: κομβική για τη γιγάντωσή του υπήρξε η «εξέγερση» του Δεκέμβρη του 2008… Σε αυτούς τους θυλάκους βρίσκει εύφορο έδαφος η ναζιστική ακροδεξιά, που στη συνέχεια αρδεύτηκε στην «πάνω πλατεία» των αγανακτισμένων του Συντάγματος.
Αν οι «αγανακτισμένοι» ή οι κινήσεις τύπου «Δεν πληρώνω» κατηγοριοποιούνται, δικαιολογημένα, ως εκφάνσεις του λαϊκισμού, η υπέρμετρη χρήση του όρου για τον χαρακτηρισμό κάθε αντίδρασης στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, ιδίως εκτός κοινοβουλίου, έχει ως αποτέλεσμα τον εξοβελισμό από τη δημόσια σφαίρα του ίδιου του λαϊκού, όχι του λαϊκισμού. Την αποδοχή, εν τέλει, της εφαρμοζόμενης πολιτικής ως μονόδρομου, τον εξοβελισμό κάθε εναλλακτικής λύσης και την απαξίωση, σε επίπεδο δημόσιου λόγου, κάθε κινητοποίησης και κάθε λαϊκής διαμαρτυρίας. Την καθ’ ημάς, δηλαδή, εκδοχή τού There Is No Alternative…
Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013
σελ. 278