του Στρατή Χαβιαρά
Κάθε άγγελος τρομερός είναι (Ρ.Μ. Ρίλκε)
Πάτησε από τη βάρκα στη στεριά πρωί μια Κυριακή τέλη Σεπτέμβρη κι έζησε λένε ως πρόσφατα ευτυχώς στο νησί που κατέφυγε – Κίμωλος ήταν; Ικαρία; στις προτιμήσεις του δεύτερη και τρίτη επιλογή αντίστοιχα μετά το Αμμόχωστο μας.
Πάτησε στη στεριά και τα μέλη του ιρίδιζαν ημιδιάφανα στο απλόχερο Ωσαννά της αυγής και ήταν αυτός με την κατάξανθη σαν μπατανόβουρτσα κόμη και τα υγρά ολοστρόγγυλα μάτια που όπως μας ορκιζόταν ακόμα και στον ύπνο δεν έκλεινε. Είχε κι άλλα παράξενα. Ένα-ένα τα βλέπαμε όταν η γοητεία των λόγων του σε μετάφραση του Νεκτάριου άρχισε να φθίνει.
Όσο για μας πώς και πώς τον περιμέναμε στο Αμμόχωστο – τον θαλασσάγγελο από της ξαστεριάς το βάθος να προβάλει όπως μας μήνησε απ’ το εγγύτερο μέλλον και τη Βόρια Θάλασσα: Κυριακή κοντή γιορτή σε άλλη γλώσσα: Ο υπερβόρειος. Ο Αμφίβιος ή Άμφι – στη δική του ξένη γλώσσα Ambi for short όπως πρόσθεσε ο ίδιος. Για να γίνει ο γείτονας ο μεγαλύτερος μας αδερφός ο πατέρας μας. Και αν όλα πήγαιναν καλά ο Πρωτάρχης μας.
Γιο Ποσειδώνα καβαλάρη στα κύματα τον τραγούδησε η Θεώνη μας – ο Ευρωπαίος που δαμάζει την αψάδα της θάλασσας να μας φέρει ευημερία και πρόοδο επιπλέον σαν ανώτερο στέλεχος της πολυεθνικής που εκμεταλλεύεται την ορυκτή μαρμαράμμο μας.
Είσαστε όλοι χρεωμένοι μεταφράζει ο Νεκτάριος της Χριστίνας χρειάζεστε καινούργια δάνεια να ξεπληρώσετε τα παλιά και οι τράπεζες μπορεί να έχουν πτωχεύσει αλλά η μητρική μας έχει τους πόρους να επενδύσει στο μέλλον του νησιού τριπλασιάζοντας την παραγωγή και τις πωλήσεις του φυσικού αγαθού σας.
Ήξερε αρκετά για τις θεραπευτικές ιδιότητες της μαρμαράμμου μας στις παθήσεις των κάτω άκρων – πιο ευεργετική κι απ’ το Αμερικάνικο Έπσομ Σολτ –εννοείται αφού χωρίσουμε από την πρώτη ύλη τις σταχτιές της προσμίξεις. Αλλά όταν αρχίσαμε να του εξηγούμε το πολύπλοκο της κοσκίνισμα μας αποπήρε ευγενικά: Easy does it my good men. One thing at a time. Please.
Και μας ευλόγησε στέλνοντας μας φιλιά. Μια χαρά εκ πρώτης όψεως μπορεί και λίγο παραπάνω αν μιλούσε τη γλώσσα μας. Κι εμείς που σκάβαμε στο ορυχείο και μόνο Κυριακές διαβάζαμε κανένα βιβλίο χειροκροτήσαμε το πρώτο του κήρυγμα Better life through partnerships που δυσκολεύτηκε να μεταφράσει ο Νεκτάριος γιατί δεν το ’πιασε αμέσως ότι από ιδιοκτήτες μας έκανε συνεταίρους.
Έχω ακουστά πως αδιαφορείτε και αφήνετε τις πιο σπουδαίες υποθέσεις σας στη τύχη, συνέχισε. Αδιαφορία; Κόπωση; Στις εκλογές οι πιο πολλοί δεν ψηφίζετε. Ούτε στην εκκλησία πατάτε. Ποδόσφαιρο και καθισιό, κάθε μέρα γιορτάσι. Έχω ακούσει ότι καταναλώνετε πολύ κόκκινο κρέας. Αληθεύει; Ανθυγιεινό. Εκτός από λεφτά τι σας λείπει; Ο φωτισμένος ηγέτης; Ο αγαθός τύραννος;
Περίμενε περίμενε τι είναι τούτος ρε φίλε; πήγε ν’ αναφωνήσει ένας δικός μας αλλά ακούστηκε ψίθυρος.
Κοιτάξτε με. Αγγίξτε με. Από τη θάλασσα έρχομαι. Στο νησί σας απ’ την άλλη της άκρη με πόδισε συνέχισε να μεταφράζει ο Νεκτάριος. Ξυπνήστε. Βάλτε πλάτη. Εμπιστευθείτε με. Το παρελθόν παρελθόν και το παρόν πάντα αμφίβολο. Το παρόν δεν έρχεται ποτέ πριν αναγκάσεις το μέλλον.
Μάλιστα. Ύστερα επιμένει ότι επιβάλλεται να αλλάξουμε τρόπο ζωής και την ίδια στιγμή μια παράξενη μεθυστική με το αεράκι ευωδιά κι ένας ήχος απαλός απ’ τα βρόχια του σαν θρόισμα φύλλων ησυχάζουν τα πνεύματα. Καλά. Τι έχουμε να χάσουμε; Δεν αποκλείεται η άφιξη του να μη συνέπεσε εντελώς τυχαία με τη γιορτή του Κρασοστάφυλου Σεπτέμβρη αλλά η πρωτόγνωρη κάπως πρωτόγονη ελπίδα που μας κόλλησε η αύρα του ήταν εντυπωσιακή.
Την πρώτη μέρα δεν είχε σηκωθεί ένα μπόι ο ήλιος και ο Ambi ανοιγόκλεισε τα βρόχια πίσω από τ’ αυτιά του σαν μικρά φυσερά επίσης τα πτερύγια στους ώμους ως κάτω στις φτέρνες του και τέλος τις μεμβράνες στις μασχάλες και στα δάχτυλα ανάμεσα. Έπειτα μίλησε για μια περίοδο προσαρμογής που θεωρούσε απαραίτητη αν ήτανε να δούμε τα οφέλη που υποσχόταν. Άφησε μάλιστα να εννοηθεί ότι τα κεντρικά γραφεία στο Αμβούργο τον πιέζουν να προσλάβει Ρομά και Ασιάτες πρόσφυγες αλλά εκείνος προτιμάει εμάς τους καθαρόαιμους ντόπιους κι ας είναι το ωρομίσθιο μας σχεδόν Ευρωπαϊκό.
Και να οι μεγάλες γυναίκες αρχίζουν πάλι να πηγαίνουν στην εκκλησία ενώ οι νέες στήνουν αυτί και χαμηλώνουν το βλέμμα για να μη διαβάζονται οι σκέψεις τους. Όσο για εμάς την εργατιά χειροκροτούμε και βήχουμε.
Η φωνή του Ambi απόκοσμη σαν μέσα απ’ το νερό – αν μιλούσαν τα ψάρια κάπως έτσι θα ακούγονταν – λίγο βραχνή σαν από φύκια που φυσάνε τα παιδιά στις παλάμες ανάμεσα για μουσική. Όμως όταν φωνάζει τα παιδιά ανοίγοντας πτερύγια και μπράτσα για να τ’ αγκαλιάσει λέγοντας στη γλώσσα που μιλάνε όλοι εκτός από εμάς Let the children come to me and do not hinder them τα μικρά κρύβονται πίσω από τις μανάδες τους σαν να φοβούνται τις μεμβράνες τα πτερύγια τα βρόχια. Εκείνος όμως Χα χα χα και καλά το διασκεδάζει αφήνοντας τα μικρά για ν’ αγκαλιάσει τα κορίτσια του γυμνασίου και μάλιστα μ’ ένα επίμονο σφίξιμο επάνω του – Χα χα!
Τελευταίους αφήνει τους γέρους φυσικά που όμως φιλάει στο στόμα όπως φιλιούνται οι άντρες στις ρωσικές ταινίες – και τα μάτια τους γεμίζουνε δάκρυα με την ελπίδα ο ερχομός του στο Αμμόχωστο να σημάνει καλύτερες ή περισσότερες μέρες και για εκείνους.
Θα μας οργάνωνε σε ομάδες δουλειάς και χαράς. Θα τριπλασίαζε εξαγωγές μαρμαράμμου θα επένδυε τις οικονομίες μας στην τράπεζα του μέλλοντος. Και θα θέσπιζε ένα φεστιβάλ γης και θάλασσας να γιορτάζουμε την επέτειο της σωτήριας άφιξης του. Τέλος είχε τη γνώμη πως οι γάμοι όλοι στο νησί καλό θα ήταν να τελούνται τον Αύγουστο – μήνα διακοπών.
Ψίθυρος από κυνικό ογδοντάρη που μόλις ακούγεται: Κι εγώ αμμορύχος είμαι αλλά δουλεύω στα μετόπισθεν γιατί έχω χάσει κάτι μπροστινά και δε μασάω από τέτοια.
Ο Ambi αναδίνει ευωδερές μελωδίες μέσα απ’ τα βρόχια του ιδιαίτερα ευχάριστες στα πρωινά του κηρύγματα. Κορίτσια ξεθαρρεύουν τότε ψιθυρίζουν μεταξύ τους και είναι όλο γελάκια ή ντροπαλότητες. Οι μεγάλες πάλι μαζεύονται στις γειτονιές σαν να μην ξέρουν τι – να κάνουν το σημείο του σταυρού ή να φτύσουν στον κόρφο τους – κι ας ορκίζεται εκείνος ότι έκανε γιόγκα τρία ημερόνυχτα για την ψυχική τους γαλήνη.
Τώρα όμως πλησίαζε η ώρα να γευτεί μαζί μας ένα δείπνο καλό Because food sustains us in both work and pleasure and there’s much work to be done and pleasure to be relished in the days and nights to come. Γλώσσα ροδάνι κι ας μην είναι η μητρική του. Όσο για εμάς αναρωτιόμαστε λες και είμαστε αργόσχολοι πόσο άβολα θα νιώθει με αυτά τα πτερύγια έξω απ’ το νερό καθισμένος στο ωμέγα του. Όμως ο Ambi δοκιμάζει καραβίδες στο τηγάνι πίνει κρασί με το κανάτι γλου γλου γλου και τεντώνεται φταρνίζεται ρεύεται κλάνει χασμουριέται κι οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται για να χωρέσουνε τις κόρες που κοιτάζονται όλο και πιο φιλάρεσκα μέσα τους.
Ύστερα μουρμουρίζει So far so good for this is Day One of your new Amphibian calendar of work work work – και ο Νεκτάριος μεταφράζει: αλλά είναι αργά παρακαλώ συμπαθάτε με – και ζητάει τις διζυγωτικές παρθένες που είχαμε στείλει πρώτες και καλύτερες να του κρεμάσουν γιρλάντες την ώρα που πατούσε στο Αμμόχωστο: τη Χριστίνα λογοδοσμένη στον αμμορύχο και διερμηνέα Νεκτάριο – και τη Θεώνη δασκαλίτσα και ποιήτρια να του κάνουν ποδόλουτρο στην ιαματική μας άμμο γιατί ο Ambi υποφέρει στη στεριά ιδιαίτερα τώρα που έχει την ευθύνη για όλους μας. Τέλος ζητάει να στρώσουν στο ψηλό δεντρόσπιτο που μένουν τα κορίτσια να περάσει τη νύχτα εκεί για να μη λέει ο κόσμος ότι δεν καταδέχεται να συμμετέχει σε κάποια από τα ήθη και τα έθιμα του Αμμόχωστου.
Έλα όμως που η Χριστίνα κι η Θεώνη κοκκινίζουνε σαν τα ροδάκινα που ωριμάζουν αλλά είναι ακόμα σκληρά – και ταραγμένες ψιθυρίζουν Όχι όχι όχι No no no σε μετάφραση και είναι αυτό που εμπνέει τον Ambi να τους δώσει τα υποκοριστικά Shenono και Nonoshe.
Επίσης κάνει τις μεγάλες να μαγκώνονται και να κουνούν το κεφάλι – Δεν κάνει δεν είναι σωστό και ν’ απλώνουν τα χέρια ένα γύρο απ’ τα κορίτσια αλλά δεν – μια ματιά απ’ τον Ambi και μαραίνονται. Οι γριές πάλι τι να πουν μόλις που ακούγεται η φωνή τους: Βλέπεις; βλέπεις; Ο κόσμος τους αλλού αν και ακόμα ορατός.
Οπότε ο Ambi τανύζει τις μεμβράνες του και λέει What is wrong? What is right? I myself am beyond right or wrong beyond good or evil and in fact beyond sex – so in essence I am a virgin too – ha hα ha. Κι εκεί μπροστά σε όλους μισοανοίγει μια έξτρα στρώση επιδερμίδας στο στέρνο του να δούμε δυο άτριχα και κάπως φουσκωμένα στήθια – ε και; Όμως εκείνος τίποτα: See? My kingdom is not of this planet but of a planet still in the making, σχεδόν το κομπάζει.
Προσέχουμε ωστόσο ότι δεν παραμερίζει την έξτρα επιδερμίδα του πιο χαμηλά στον βουβώνα για να δούμε τι κρύβει εκεί και να ησυχάσουν τα κορίτσια μόνο λέει Rest assured the question now is: will I be safe from them? – ha ha hα. Και μερικοί δικοί μας κάνουνε πως γελάνε μαζί του όμως τα γέλια τους ακούγονται ίδιοι λυγμοί.
Με τα πολλά η Χριστίνα Shenono κι η Θεώνη Nonoshe χαμηλώνουν το βλέμμα συνοδεύουν τον Ambi στο δεντρόσπιτο τους – ένα ένα τα εξήντα ένα πατήματα της σχοινένιας ανεμόσκαλας ως την κορφή της πιο ψηλής συκομουριάς με τη μικρή καλύβα στα κλαδιά της. Όπου η μια ανάβει τη λάμπα και στη στιγμή η άλλη μαζεύει κάτι εσώρουχα ξεχασμένα απ’ το πρωί στο κρεβάτι στο πάτωμα. Σε λίγο θα του τρίψουν τις πατούσες με άμμο – στέγνωμα όπως στα παραμύθια με τα ξέπλεκα μεταξένια μαλλιά τους.
Στο αμυδρό φως της λάμπας ο Ambi βυθίζει τα πόδια στην πήλινη λεκάνη και Ah what a pleasure με το ένα χέρι να χαϊδεύει τις μπούκλες τον αυχένα της Nonoshe Θεώνης να ζηλέψει η Shenono Χριστίνα – το άλλο χέρι στ’ αχαμνά του που επιμελώς αποφεύγει ν’ αερίσει ακόμα και τη νύχτα.
Πώς τα μάθαμε όλα αυτά; Απ’ τη Θεώνη την ίδια φυσικά λίγο πριν η ιστορία με τον Ambi πάρει τέλος ή ξαναρχίσει απ’ την αρχή πιο σωστά – και ότι απ’ τα σαρκώδη χείλη του έβγαιναν νότες βογκητών ουρανισκόφωνων και από τα βρόχια του θροΐσματα πλήκτρων ένα σούσουρο σαν τη φυλλοβολία της συκομουριάς ή σαν ψιλόβροχο που όλο δυναμώνει ενώ φυσάει από τις χαραμάδες να σβήσει τη λάμπα και ό,τι άλλο απειλεί να βάλει φωτιά στο δεντρόσπιτο με τα πουλιά που κουρνιάζουν στη στέγη του.
Ο Ambi χαλαρώνει στα καθαρά σεντόνια ανάμεσα Nonoshe και Shenono τα μάτια του ανοιχτά όλη νύχτα. Μοιάζει να προτιμάει τη Θεώνη κι αυτή διστακτικά στην αρχή αφήνεται στα χάδια του ενώ η Χριστίνα κοιμάται ή κάνει τον ψόφιο κοριό.
Έτσι κυλούν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα του νέου ημερολογίου που έφερε στο Αμμόχωστο ο Ambi και σύντομα θα ξεμείνει από μέρες και νύχτες όπως ανησυχούν οι υπερήλικες –ιδιαίτερα για τα μετρημένα δικά τους μερόνυχτα.
Το επόμενο κήρυγμα του Ambi δεν είναι κήρυγμα αλλά σκέψεις για το ορυχείο: Trust me. With me on your side you have now earned the right to mine and export more and more fossil – φόσιλ ονόμαζε την πρώτη ύλη που περιέχει την ιαματική μαρμαράμμο. Κι ανοιγοκλείνοντας τα βρόχια να πάρει μέσα του οξυγόνο αναφέρεται στο αναφαίρετο δικαίωμα των νέων για εργασία και προτείνει μια πρόσθετη βάρδια. Ανυποψίαστοι οι άλλοι δεν προλαβαίνουν ν’ αντιδράσουνε και τους μαντρώνει στo ορυχείο για σκάψιμο αφού πρώτα διόρισε τους πιο γεροδεμένους σεκιουριτάδες.
Μουδιάζουμε. Κοιταζόμαστε σαν βλάκες. Κάτι πρέπει να κάνουμε αλλά τι; Απεργία; Πορεία διαμαρτυρίας κάτω από τη συκομουριά; Στέλνουμε πρόεδρο παπά και δικηγόρο να τον συνετίσουν αλλά δεν τους δέχεται έχει δουλειά. Arbeit macht frei εξηγεί με τέλεια προφορά – και ο Νεκτάριος μεταφράζει: η δουλειά σε κάνει ελεύθερο και σ’ αυτό ένα καλό παράδειγμα είναι λέει ο παππούς του στο Μάκλενμπουργκ-Βόρπομερν Δυτικής Πομερανίας στη Βόρεια Θάλασσα όταν μετά τον πόλεμο δούλευε διπλή βάρδια για να τα βγάλει πέρα. Αλλά στο μυθιστόρημα του The Death of my Brother Abel ο Γκρέγκορ Φον Ρεζόρι έκανε χρήση δραματικής υπερβολής όταν έγραψε ότι η γενιά των παππούδων του Ambi το παράκανε με το δουλειά δουλειά δουλειά και τους θαλάμους αερίων για Εβραίους. Όμως ως τώρα κανείς δεν έχει αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα του Arbeit macht frei.
Δουλειά χαρά λέμε εμείς στο Αμμόχωστο όταν δεν γίνεται με το στανιό – όμως ο Ambi δεν ξέρει ακόμα πως αν δεν κοσκινίσεις τις γκρίζες προσμίξεις από την πρώτη ύλη και προσθέσεις νερό σε περιμένει η πιο δυσάρεστη έκπληξη.
Τρίτο πρωί στη σειρά η Θεώνη δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της αλλά λάμπει. Και όταν ο άλλος κατεβαίνει απ’ το δεντρόσπιτο και κοιτάζει ένα γύρο – τι καθρεφτίζεται στα στρογγυλά του μάτια; Suspense suspense όπως καγχάζει ο ίδιος πριν σκοτεινιάσει. Suspense suspense.
Κοπρίτης που κυλιέται στο χώμα σφαδάζοντας με φόλα στο στομάχι ξυπνάει μέσα του αρχέγονους φόβους: οι γέροι που τους έχει στρώσει κι αυτούς στο arbeit σε μια τρίτη βάρδια στο ορυχείο τι μουρμουρίζουν ο ένας στον άλλο; Οι μεσαίοι για τι διαπληκτίζονται με τους πιο νέους; Η μαμή του νησιού που εξετάζει τη Χριστίνα και τη βρίσκει ακόμα παρθένα τι τη δασκαλεύει να κάνει; Τέλος γιατί σκιές από την πιο άναστρη νύχτα ξεχύνονται στους δρόμους ντάλα μεσημέρι ουρλιάζοντας με τη φωνή της Θεώνης Όχι όχι όχι ή No no no σε μετάφραση όταν καταλαβαίνει τι σχεδιάζει η Χριστίνα με τις πλάτες του Νεκτάριου που αγκομαχώντας ανεβαίνει τη σκάλα μ’ ένα σακί γεμάτο τι για το τρίτο ποδόλουτρο του Ambi; Suspense suspense.
Στο χαμηλό discreet lighting που ζήτησε ο Ambi αφού κατάπιε μια τηγανιά αθερίνα και γλουγλούκισε μισό λαγήνι μοσχοφίλερο γέρνει στις μαξιλάρες και γλαρώνει – τα μαυρισμένα απ’ το περπάτημα πόδια του τώρα βυθισμένα στην άμμο απ’ τη Χριστίνα με νερό που θερμαίνεται μόνο του – What a relief. Όμως οι σκέψεις της ταράζουν τον ύπνο του ενώ η Θεώνη με απαλές δοξαριές στις χορδές των μαλλιών του κλείνει τα μάτια απολαμβάνοντας το κι ίδια.
Στην αγκαλιά της ο Ambi ονειρεύεται τι απ’ τα παιδικά του χρόνια στον Βορά; Θαλάσσια παιχνίδια; Βαρκαρόλες; Σπουδές; Ξιφασκίες; Πρώτους έρωτες; Σε τι μολυβένια νερά πλατσούριζε μικρός στη Βόρεια Θάλασσα στη μακρινή Πομερανία στην πάλε ποτέ Γερμανία; Ό,τι μαθαίνει η Θεώνη ζήτημα χρόνου να φτάσει στα αυτιά μας.
Κοντά μεσάνυχτα ο Ambi πετάγεται απ’ τον ύπνο του αλλά δεν μπορεί να κουνήσει τα κάτω του άκρα το ποδόλουτρο έχει πήξει σκληρό σαν τσιμέντο. Πουζολάνα φωνάζει αγριεμένη η Θεώνη. Χριστίνα τι έχεις κάνει εδώ; Άφαντη η Χριστίνα έχει ήδη κατέβει και η άλλη για κάθε ενδεχόμενο μαζεύει τα σχοινιά της ανεμόσκαλας σωριάζοντας τα και κάθεται να σκεφτεί.
Ha ha ξεσπάει ο Ambi και What have we here? Surprise surprise φωνάζει και κλωτσάει την πήλινη λεκάνη στον κορμό του δέντρου θρυμματίζοντας την μαζί με το νωπό ακόμα μπετόν – Frei καγχάζει τόσο τρανταχτά που τα πτερύγια στην κοιλιά του κροταλίζουν πλαστικά παλαμάκια.
Όμως αυτό δεν διαρκεί πιο πολύ από ακόμα ένα φευγαλέο επεισόδιο που ονειρεύεται ο Ambi και ξυπνάει στ’ αλήθεια ετούτη τη φορά ακούγοντας τα παλαμάκια στην κοιλιά του – τα κάτω άκρα του πάντα στο μπετόν.
Surprise surprise – αλλά η Θεώνη θα τον διακόψει: έχει κιόλας μαζέψει τη σκάλα δεν μπορεί κανείς ν’ ανέβει ως εκεί να τον βλάψει και τον πληροφορεί ότι ήταν έτοιμη να τον ακολουθήσει ως τη Βόρεια Θάλασσα και το βόρειο σέλας Όμως εσύ ονειρεύεσαι κέρδη στο Αμμόχωστο και αν σε αφήσουμε θα φέρεις μαύρους και υπομέλανες να σκάβουνε για φόσιλ τρεις βάρδιες τη μέρα κι εμείς θα κοιτάζουμε.
Ο άλλος απαντάει χωρίς να έχει καταλάβει τα λόγια της: Whatever you’re saying the answer is no. Και με σπασμωδικές κινήσεις αγωνίζεται να ελευθερώσει τα πόδια του αλλά δεν.
H Θεώνη σηκώνει τους ώμους και αρχίζει να κατεβαίνει τη σκάλα. Πάω να φέρω σφυρί και καλέμι του δίνει να καταλάβει με τα χέρια της.
Ambi: Hurry back!
Θεώνη: Ο κόσμος όλος μοιάζει με μια σκάλα./Κάθε σκαλί της όταν τ’ ανεβαίνεις χαλιέται πέφτει./Στο τελευταίο της σκαλί η σκάλα δεν κρατιέται. Καρούζος αν θυμάμαι.
Περνάει ώρα ο Ambi ακούει φωνές. Σκύβει και βλέπει άντρες άλλοι κουνάνε τα σχοινιά άλλοι δείχνουν γροθιές. Γυρίζει όσο μπορεί πάει να σηκώσει να μαζέψει τη σκάλα που όμως του φαίνεται ασήκωτη. Από τα τελευταία της πατήματα κρέμονται νέοι σαν να προσπαθούν να τ’ ανέβουν. Πανικόβλητος ξεθηλυκώνει τις άκρες των σχοινιών απ’ το δέντρο αφήνει τη σκάλα να πέσει στο έδαφος μαζί με όσους κρέμονται απ’ τα σχοινιά. Ο Ambi σφυρίζει με ανακούφιση. Γελάει σκοτεινιάζει φτύνει: Shit shit shit.
Κοντεύει μεσημέρι. Κατάκοπος λαγοκοιμάται με τα μάτια ορθάνοιχτα σαν ν’ απολαμβάνει ανοιχτά πελάγη ή παραθαλάσσιες εξοχές με πρωινή ομίχλη όταν ξάφνου ένα σύγκορμο σοκ ένα σούσουρο φύλλων στα κλαδιά και χτύποι απανωτοί από τσεκούρι χαμηλά στον κορμό της συκομουριάς τον ξυπνάνε.
Scheisse φωνάζει. Λέξη που σίγουρα θα έμαθε απ’ τον παππού του στη Βόρεια Θάλασσα στη Δυτική Πομερανία στην πρώην Γερμανία. Scheisse scheisse – shit shit shit.
Καταφτάνει η Θεώνη: Σταματήστε. Πηγαίνετε σπίτια σας. Θα σας τον φέρω εγώ και οι άντρες διστάζουν μα σε λίγο την αφήνουνε μόνη. Όταν όμως εκείνη σκαρφαλώνει αγκαλιάζοντας το δέντρο με χέρια και ξυπόλυτα πόδια βρίσκει το δεντρόσπιτο άδειο. Έτσι μας είπε. Βρήκε το δεντρόσπιτο άδειο.
Περνάει καιρός. Η άνοιξη εντοπίζει τον Ambi στη Σέριφο να σκάβει για φόσιλ στα μεταλλεία που άφησε να ρημάξουν εκεί ο Γερμανός του προπερασμένου αιώνα Εμίλ Γκρόμαν. Σε μια υπόγεια στοά στο Μεγάλο Λιβάδι συνέβη και το θανατηφόρο ατύχημα με πρόωρη ανάφλεξη ΤΝΤ. Πάει ο Ambi. Όταν οι αρχές ρώτησαν τη σύντροφο του πού θα γίνει γίνει η ταφή η Θεώνη απάντησε Όχι μακριά απ’ το Αμμόχωστο. Η Θεώνη που όπως μάθαμε δεν μας τα έλεγε πάντοτε όλα.
Ο Ambi δεύτερη και τελευταία φορά στου νησιού μας το απλόχερο Ωσαννά καβαλάρης στα κύματα ο θαλασσάγγελος με την κατάξανθη αχυρένια κόμη και τα ολοστρόγγυλα μάτια που ούτε στον ύπνο δεν έκλεινε. Του τα σκεπάσαμε μ’ ένα Ευρώ το καθένα και τον στείλαμε βαρκάρη κι επιβάτη στ’ ανοιχτά στα βαθιά – ρυθμιστή υποθαλάσσιων ρευμάτων και ορυχείων απόμαχο στο πιο εξαίσιο μεταλλείο των ψυχών τού επίσης Γερμανού Ράινερ Μαρία Ρίλκε – δια στόματος Θεώνης – Αμήν.