της Βαρβάρας Ρούσσου
Όπως το έθεσε ο Ίταλο Καλβίνο «Από μια πόλη δεν απολαμβάνεις τα εφτά ή τα τριανταεφτά θαύματα, αλλά την απάντηση που δίνει σε κάποιο ερώτημά σου». Από μια άποψη, η σχέση με μια πόλη δεν εδράζεται (μόνο) στο θαυμασμό για το παρελθόν ή το παρόν της μέσα από τα αντίστοιχα τεκμήριά τους αλλά περισσότερο στη μεταβαλλόμενη, και προσωπική κάθε φορά, δυνατότητα της πόλης να θέτει, και, ταυτόχρονα, να απαντά σε διαφορετικής φύσης ερωτήματα: προσωπικά (που σχετίζονται με το βαθμό κάθε είδους βιωματικής σύνδεσης με την πόλη), επιστημονικά (ιστορικά, αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, πολιτικά, κοινωνικά κ.λ.π.), καλλιτεχνικά (οι αναπαραστάσεις της πόλης αλληλοσυμπληρούμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες ως προς το πραγματολογικό και το αναπαραστατικό έρεισμά τους, και πάντως πολλαπλές, ιδίως σε διακαλλιτεχνικές συνομιλίες).
Νομίζω λοιπόν ότι το βιβλίο της Μαρίας Μοίρα συμπίπτει ακριβώς με την παραπάνω θέση του Καλβίνο καθώς κινείται σε ομόκεντρους κύκλους στο κέντρο των οποίων βρίσκεται η πόλη του Ηρακλείου γύρω από την οποίαν εξακτινώνονται αλλά ταυτόχρονα και συμπλέκονται η τέχνη (φωτογραφία, λογοτεχνία) και η επιστήμη (θεωρητικές μεθοδολογίες από τη φιλοσοφία έως την αρχιτεκτονική). Παράλληλα, τον πυρήνα «τόπος» τέμνει ο παράγοντας του χρόνου, καθώς είναι καίρια η σημασία της χρονικής στιγμής: το χρονικό άνυσμα στο οποίο αναζητούνται οι ψηφίδες του Ηρακλείου είναι η μεταιχμιακή εποχή της μετάβασης στη νεωτερική αστική πορεία της πόλης, όταν το οθωμανικό παρελθόν απομακρύνεται με έκτυπα όμως τα υλικά και μη ίχνη του. Οι συντεταγμένες τόπου και χρόνου συνάπτονται με τη λογοτεχνική αναπαράσταση όπου πραγματικότητα, βιωμένες καταστάσεις και μύθος είναι καίριοι συντελεστές αποτύπωσης του Ηρακλείου. Έτσι, το βιβλίο αναπτύσσεται ως σύνθετος ιστός χωρίς να αφήνει εκτός τους συσχετισμούς της πόλης με άλλους παράγοντες όπως ο κοινωνικός/ταξικός, ο έμφυλος κλπ. Μέσα από τις πολλαπλές λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της πόλης που παρουσιάζουν τα επιλεγμένα λογοτεχνικά κείμενα, η Μοίρα διερευνά και αποκαλύπτει τη γκάμα σχέσεων που ο λογοτεχνικός χαρακτήρας/κάτοικος, ατομικά και συλλογικά, αναπτύσσει με το αστικό δίκτυο: ταξικές διαστρωματώσεις, διαπερατότητα των κάθε είδους ορίων -υλικών, χρονικών και χωρικών-, όπως ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος συνυφασμένος μάλιστα με τα έμφυλα όρια, η μετατόπιση μεταξύ παρελθόντος -παρόντος και η εγγραφή του πρώτου στο δεύτερο ή η επανανάγνωση του δεύτερου μέσω του πρώτου κλπ. Όμως, δεν παραβλέπεται η πραγματικότητα, η πραγματική, ιστορική διάσταση της πόλης στην οποία αφιερώνεται ιδιαίτερο κεφάλαιο. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του κειμενικού σώματος επαυξάνουν οι λογοτέχνες που επιλέγονται: Αλεξίου, Γαλανάκη, Ζωγράφου, Καζαντζάκη, Καζαντζάκης, Μιτσοτάκη, όλοι γηγενείς, επομένως με υψηλού βαθμού βιωματικό υπόστρωμα να διαρρέει τις αναπαραστάσεις καθενός/καθεμιάς για την πόλη και επομένως παράγοντας διαφορετικού επιπέδου και υφής συναισθηματική φόρτιση αλλά και παρέχοντας διαφορετικές όψεις του Ηρακλείου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση των νοηματικών χαρτών (ιστορικός/φυσικός, αφηγηματικών χωρικών εγγραφών και νεωτερικής νοηματοδότησης) το περιεχόμενο και τη λειτουργία των οποίων εξηγεί η Μοίρα στην εισαγωγή της. Προς το τέλος του βιβλίου συμπυκνωμένα ανακεφαλαιώνεται η διπλή ανάγνωση, τόσο του ανά χείρας βιβλίου όσο και των λογοτεχνικών κειμένων: οι λογοτεχνικοί χάρτες απεικονίζουν ευκρινέστατα τις μορφές που λαμβάνει η αφηγημένη πόλη (π.χ. πόλη-μήτρα της πρώτης αφήγησης έως πόλη-μνημονικό θραύσμα της όγδοης αφήγησης) και οδηγούν στην κατάρτιση των νοηματικών χαρτών. Οι διαφορετικές αφηγηματικές εστιάσεις στην πόλη παράγουν «πόλεις», κείμενα πολλαπλά που εγγράφονται στο σώμα της πόλης αλλά και παράγουν μια διαφορετική πόλη κάθε φορά. Η ίδια η πόλη πάλι ενσωματώνοντας τις ποικίλες σταδιακές νεωτερικές αλλαγές της παρέχει διαφοροποιημένο υλικό για διαφορετικές αναπαραστάσεις.
Το βιβλίο προωθεί μια δυνητική αντίστροφη (και αμφιμονοσήμαντη) αναγνωστική πορεία: από αυτό μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε εκείνα τα κείμενα που το «σχηματίζουν», δηλαδή που το τροφοδοτούν επιστρέφοντας πάλι πίσω στο έργο της Μοίρα για μια δεύτερη ματιά. Η ανάγνωση, με οποιαδήποτε εντούτοις φορά, εμπλουτίζεται από τις οπτικές που προσφέρονται και επειδή, σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύεται η έννοια της αδιόρατης πόλης, πολυδιάστατης, γνώριμης αλλά και άγνωστης ακόμη.
Συντάσσοντας μια διεπιστημονική έρευνα η Μοίρα διέφυγε από την εργαλειακή χρήση στεγανών επιστημονικών μεθόδων και επιδίωξε να ερμηνεύσει με αρχιτεκτονικά εργαλεία όσα αποκαλύπτει η λογοτεχνική αναπαράσταση και το βαθμό στον οποίον μια τέτοια έρευνα συνεπικουρείται από άλλες τέχνες. Ακριβώς η οπτική της επιχείρησε να αναδείξει τα αδιόρατα σημεία, τις διαδικασίες που μεταβάλλουν το χωρικό νόημα και αποτυπώνονται στη λογοτεχνία.
Το Ηράκλειο η αδιόρατη πόλη δεν μένει ως λεύκωμα για θαυμασμό και ξεφύλλισμα στο coffee table των σύγχρονων καθιστικών αλλά έχει κερδίσει επάξια τη θέση του στη βιβλιοθήκη όχι μόνο των φιλολόγων ή των αρχιτεκτόνων μα και του κάθε αναγνώστη που επιδιώκει να μάθει τι είδους ερωτήματα θέτει και απαντά μια πόλη. Τροφή για σκέψη, ανοιχτό παράθυρο.
info: Μαρία Μοίρα, Ηράκλειο η αδιόρατη πόλη, Βικελαία Δημοτική βιβλιοθήκη Ηρακλείου 2018
Εύγε εύγε εύγε….. Υπέροχες προτάσεις λογοτεχνικές.. Μας ανοίξατε μια υπέροχη αναγνωστική Βεντάλια… Σας ευχαριστώ……. Καλημέρα σας…..