της Μαρίζας Ντεκάστρο.

Kοιτάζω στα ράφια της βιβλιοθήκης την παραγωγή του 2016 και μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017. Ξεφυλλίζω τα βιβλία για να τα θυμηθώ, εντοπίζω και σχολιάζω:

Bάζω μεταφρασμένα εικονογραφημένα βιβλία δίπλα -δίπλα με αντίστοιχα ελληνικής παραγωγής, και μου χτυπά – πλην εξαιρέσεων, εννοείται- η διαφορά των μεν από τα δε στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά: στην ποιότητα του χαρτιού, τη βιβλιοδεσία, το μέγεθος. Εξαιρουμένων των μεταφρασμένων που ακολουθούν τις προδιαγραφές της αρχικής τους έκδοσης, στην πολυπληθέστατη κατηγορία του εικονογραφημένου βιβλίου, λίγα εικονογραφημένα βιβλία ελληνικής παραγωγής έχουν ποιοτικό χαρτί (π.χ. χαρτί γραφής κάποιου βάρους), δέσιμο που δεν σπάει όταν ανοίγεις πολλές φορές το βιβλίο και που δεν κόβει τις εικόνες στις ραφές, μεγάλο μέγεθος ώστε το κείμενο να είναι καθαρό, να απλώνεται στις σελίδες και να διαβάζεται χωρίς δυσκολία. Όλα τα παραπάνω τα προσέχουν οι ξένοι εκδότες.

Στην εικονογράφηση, διαπιστώνουμε να κερδίζουν έδαφος

– το ‘ασπρόμαυρο’, αναμφίβολα για λόγους αισθητικής και ίσως οικονομίας-, αλλά και το ‘πολύχρωμο’, που θεωρείται χαρούμενο, πλούσιο και παιδικό, αλλά ζαλίζει μην αφήνοντας ούτε ένα χιλιοστό κενού στις σελίδες

– το ‘μόνο με μολύβι’, μια παλιά αξία η οποία επανέρχεται, ενδεχομένως και ως αντίδραση στη συνεχή χρήση του υπολογιστή στην εικονογράφηση, που έχει δημιουργήσει στο σύνολό της μια παρόμοια και πολλές φορές μη αναγνωρίσιμη καλλιτεχνική γραφή

-το ‘κόμικ’, ένα στιλ μοντέρνο και ζωηρό που πιθανόν αρέσει στα παιδιά

– την ‘εικονογράφηση από ζωγράφους’.

Σημειώνω πρώτες σκέψεις για ένα θέμα που πρέπει να μελετηθεί. Σε τι λοιπόν διαφέρει η εικονογράφηση   του εικονογράφου από αυτή που κάνει ο ζωγράφος; Θα λέγαμε πως οι ζωγράφοι αντιμετωπίζουν το μέρος του κειμένου που θα εικονογραφήσουν, αν και αποσπασματικό, ως νοηματικά πλήρες. Έτσι, επικεντρώνονται σ’ αυτό και δημιουργούν ολοκληρωμένους πίνακες για κάθε μέρος του κειμένου, δηλαδή αυτόνομα έργα τέχνης, τα οποία μπορούν να αποσυνδεθούν από το συγκεκριμένο βιβλίο και παράγουν, όλα τους και κάθε φορά, ένα συμπυκνωμένο νόημα είτε μέσα, είτε έξω απ’ αυτό. Οι εικονογράφοι έχουν διαφορετική αντίληψη: συχνά, δουλεύουν τις εικόνες τονίζοντας αποσπασματικά κάποια στοιχεία που πατούν σε σημεία του κειμένου ώστε να τα επισημάνουν, να τα προεκτείνουν ή τα διαφοροποιούν προτείνοντας νέα ανάγνωσή τους.

(Για όποιον ενδιαφέρεται ειδικότερα για τις τάσεις στην εικονογράφηση, στην ιστοσελίδα της έκθεσης εικονογράφησης στη Μπολόνια).Όσον αφορά στις μεταφράσεις προς τα ελληνικά, ξεχωρίζουν κατά κοινή ομολογία τα μεταφρασμένα βιβλία, οποιασδήποτε ηλικίας.

Δεν συμβαίνει όμως το αντίστροφο! Κι ερχόμαστε σ’ εκείνο που ταλανίζει όλους: τι συμβαίνει και τα βιβλία της εγχώριας παραγωγής δεν μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες; Φταίει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι χώρα της περιφέρειας, ο ανταγωνισμός, γλωσσικός και εμπορικός, ανελέητος ή μήπως η εμβέλεια της θεματολογίας των ελληνικών παιδικών βιβλίων είναι περιορισμένη, δηλαδή πολύ ‘ελληνική’ – για παράδειγμα με πολλές αναφορές στην ελληνική Ιστορία ή, όσο κι αν θεωρούμε πως έχουν γίνει βήματα εξακολουθεί να μας τρώει ο διδακτισμός-; Ασφαλώς/ δυστυχώς και αυτά εν μέρει ισχύουν ακόμη.

Από την άλλη όμως, οι Έλληνες συγγραφείς ασχολούνται με «διεθνή» θέματα, πάντα επίκαιρα, όπως τα κοινωνικά θέματα- νεολαία, σχέσεις, οικογένεια, διαφορετικότητα, κλπ. Με εξαίρεση ‘γερούς’ συγγραφείς νεανικών κυρίως βιβλίων, οι οποίοι για άγνωστο λόγο δεν μεταφράζονται, η πλειοψηφία των συγγραφέων που απευθύνεται ιδιαίτερα σε μικρότερες ηλικίες, δεν παιδεύεται και γράφει συμβατικά, χωρίς πρωτοτυπία, γλυκερά, αυτάρεσκα, ανέμπνευστα. Το βλέπουμε στο περιεχόμενο: οι ιστορίες αφορούν τυπικές ελληνικές οικογένειες, ή κατά την άποψή τους μοντέρνες αστικές, το σχολείο, τις διακοπές όπου συμβαίνουν όλα τα θαυμαστά και απίθανα σε χωριά, βουνά και θάλασσες, ενώ, συχνά, όλο και εμφανίζεται κάποιος μπαμπάς που έχει χάσει τη δουλειά του λόγω της οικονομικής κρίσης. Πώς λοιπόν να βγουν εκτός Ελλάδος, όταν οι αλλοδαποί συνάδελφοί τους γράφουν για τα ίδια θέματα, αλλά με τρόπο που ξαφνιάζει και διεγείρει τον αναγνώστη; Πολλοί γράφουν με την πρόθεση να προβληματίσουν τον αναγνώστη και η φαντασία… πάει περίπατο!

Οι  προσωπικές ‘σειρές’ συγγραφέων καλά κρατούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα βιβλία αυτών των σειρών είναι αδιάφορα. Ωστόσο, οι συγγραφείς αντί να εξελίσσονται δοκιμάζοντας, εξακολουθούν να ‘παράγουν’ αυτό που θεωρούν ότι το ξέρουν καλά, επαναλαμβάνοντας εντέλει κάποια επιτυχημένη συνταγή.

Πάντα στο χώρο των ‘σειρών’, έχει ήδη επισημανθεί σε παλαιότερο άρθρο του Αναγνώστη ότι συγγραφείς του ενός ή των δύο συμπαθητικών βιβλίων σχεδιάζουν προσωπικές σειρές. Θα προτείναμε να έχουν κατά νου όχι μόνο το προφανές και απαραίτητο, δηλαδή να ακολουθούν με συνέπεια το κειμενικό είδος στο οποίο έχουν επιλέξει να γράψουν, αλλά να δουλεύουν τους χαρακτήρες των ηρώων τους από βιβλίο σε βιβλίο ώστε να μην είναι στατικοί και οι αντιδράσεις τους προβλέψιμες, να δημιουργούν ιστορίες εξίσου ενδιαφέρουσες ώστε να δικαιολογείται η ίδια η ύπαρξη της σειράς και, το σπουδαιότερο, να μη βιάζονται, κολακευμένοι από προτάσεις που τους γίνονται ή τις καλές κριτικές! Γιατί είναι δυστυχώς γνωστό ότι τα sequel είναι συνήθως κατώτερα του πρώτου.

Η κατηγορία ‘συμπαθητικά βιβλία’, η πολυπληθέστερη ομάδα των λεγόμενων βιβλίων μικρής και μέσης ηλικίας. Εδώ παρατηρούμε επανάληψη γνωστών θεμάτων και τελικά πλήξη και καθήλωση: αν διαβάσεις Χ αριθμό βιβλίων είναι σαν να διάβασες Χ εις την νιοστή. Είναι βιβλία παρεμφερή (εικονογράφηση, χαρακτήρες, περιεχόμενο), που τα ξεχνάς γιατί είναι μέτρια, καλούτσικα έως και αδιάφορα. Θεωρούμε ότι ο λόγος που εκδίδονται δεν είναι σε καμιά περίπτωση η λογοτεχνική τους αξία. Τα επιβάλουν λόγοι, όπως ο ανταγωνισμός των εκδοτών-εκμετάλλευση της καλής ιδέας του ενός από έναν άλλο, η ανάπτυξη κάποιας υπάρχουσας σειράς, οι παραγγελίες, οι διαφόρων ειδών δεσμεύσεις προς και από τους συγγραφείς και η προσωπική φιλοδοξία πολλών να βρίσκονται στις προθήκες.

Συνακόλουθο με τα παραπάνω, είναι το σύστημα της συγγραφής ‘όπως διδαχτήκαμε στο σεμινάριο δημιουργικής γραφής’. Πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι, απόφοιτοι σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, κάθε άλλο παρά δημιουργικά γράφουν εφόσον έχουν εκπαιδευτεί να γράφουν με βάση ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο δίνει στο κοντινό μέλλον μια θέση σε κάποια ΄λογοτεχνική’ σειρά, με βιβλία κυρίως βραχείας φόρμας.

Ως προς τη θεματολογία: ναι, κάθε βιβλίο είναι κατά βάθος και βιβλίο γνώσεων.

Όμως, τα αμιγή βιβλία γνώσεων εξακολουθούν να μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εκτός του ότι είναι βιβλία ακριβά στην παραγωγή τους, προϋποθέτουν ομάδα εργασίας, την εμπλοκή δηλαδή ειδικών επιστημόνων κατά τη συγγραφή.  Αντ’ αυτού τείνουν να αντικατασταθούν από τα λεγόμενα ‘λογοτεχνικά βιβλία γνώσεων’ (λογοτεχνικό κείμενο+ γνώσεις), μια κατηγορία που αναπτύσσεται ραγδαία. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι στα περισσότερα εξ αυτών το κομμάτι των γνώσεων σχετίζεται συνήθως με την ελληνική Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, τους ποιητές μας, τους τραγουδοποιούς, τους αρχαίους, με δυο λόγια, ασχολούνται πάντα με τα δικά μας.

Η τάση  να αντιμετωπίζονται και με τη βοήθεια των ‘λογοτεχνικών’ βιβλίων τα ψυχολογικά των μικρότερων παιδιών συνεχίζει ακάθεκτη: οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν και γράφουν (βλ. κατηγορία ‘συμπαθητικών’ βιβλίων).

Η ‘Μυθολογία σε τεύχη’: γραμμένη έτσι, αλλιώς κι αλλιώτικα …

Επιβεβαίωσα επίσης ότι, εκτός των άλλων που μας χαρακτηρίζουν ως λαό (αντιρατσιστές, φιλόξενοι, κ.ά,), είμαστε χώρα ποδοσφαιρόφιλων, και μπαλαδόρων. Δεν γνώριζα όμως πως είμαστε και φεμινιστές μέχρι το κόκαλο, αφού τα κορίτσια μας σαρώνουν στα γκολ. Πολλά τα βιβλία με κοριτσάκια ποδοσφαιρίνες τόσο που, για να σοβαρευτούμε, καταντά και αυτό στερεότυπο από την ανάποδη!

Και ας μην ξεχνάμε ότι τα ελληνόπουλα έχουν εξελιχθεί σε μικρούς Πουαρώ και μις Μαρπλ. Κυκλοφορούν θαυμάσια παιδικά/νεανικά αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά και άλλα τόσα γραμμένα με υποτιθέμενη αστυνομική πλοκή και μυστήριο που στο βάθος χρησιμεύει ως πρόσχημα για τη μεταφορά γνώσεων!

Το χρυσό τρίγωνο ‘εκδότης-συγγραφέας- εκπαιδευτικός’: εκτός λοιπόν από την αντίληψη ότι γράφονται βιβλία επί τούτου για να καλύψουν ‘θέματα, γράφονται και με το σκεπτικό να μπουν στα σχολεία! Να μπουν, αλλά ως τι; Ως διδακτικά, ως συνοδευτικά κάποιου μαθήματος, ως παράλληλα διαβάσματα προς συζήτηση, σε καταλόγους προτάσεων; Μεγάλη συζήτηση που αφορά τον όγκο της παραγωγής και την ποιότητα, τα οικονομικά του βιβλίου αλλά και την κρατική πολιτική για το βιβλίο και την εκπαίδευση.

Ομολογώ πάντως, πως έχω στο μυαλό μου εξαιρετικά βιβλία που κυκλοφόρησαν κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο: μετρημένα παραμύθια, αξιόλογα ιστορικά μυθιστορήματα, που στρέφονται σε  νεότερες εποχές, καθώς και αιχμηρά νεανικά, ελάχιστα για τις μεσαίες ηλικίες, και αρκετά εικονογραφημένα. Κάποια από αυτά ήδη βραβεύτηκαν από την ΙΒΒΥ-Κύκλο του Ελληνικού παιδικού Βιβλίου και θα διεκδικήσουν και άλλα ελληνικά  βραβεία!

 

 

Προηγούμενο άρθροO άλλος Ιούδας του Άμος Όζ (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροO Βασίλης Βασιλικός για την Νατάσα Χατζιδάκι

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΔΕΙΧΝΕΙ ΓΝΩΣΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΒΑΖΕΙ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΟΠΩΣ ΕΓΩ. ΠΡΟΤΑΣΗ: ΟΛΑ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΖΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΔΟΘΟΥΝ ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ. ΤΙ ΛΕΤΕ;

  2. Εξαιρετική η πρότασή σου Έλενα. Η γνώση, η πείρα και η ουσία της κυρίας Ντε Κάστρο για την παιδική λογοτεχνία συγκεντωμένα πιστεύω θα είναι πολύτιμα για εκείνους που ενδιαφέρονται προσωπικά και γενικά για καλύτερη λογοτεχνία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ