του Χρίστου Κυθρεώτη.
Είναι κοινή διαπίστωση πως η κρίση έχει μετατρέψει το πρόσφατο παρελθόν της Μεταπολίτευσης σε ιστορία – σε έναν ιστορικό κύκλο που έκλεισε, καλώντας μας να τον μελετήσουμε και να τον επαναξιολογήσουμε από τη σημερινή οπτική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια για τη δεκαετία του ογδόντα. Ο σχετικός δημόσιος διάλογος, αν και απλουστευτικά επιχειρεί συχνά να συνδέσει παρελθούσες προβληματικές με τωρινά επίδικα, φανερώνει ωστόσο κάτι πολύ σημαντικότερο – την αγωνία της ελληνικής κοινωνίας να επανατοποθετηθεί αξιακά απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν της με δύο κατά βάση τρόπους: είτε αρνούμενη ότι τελείωσε, είτε απορρίπτοντάς το συλλήβδην και άκριτα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και γόνιμη, ιδίως από λογοτεχνικής άποψης, ίσως αποδειχθεί στο μέλλον η δεκαετία του ενενήντα. Στη διάρκειά της μια σειρά από χαρακτηριστικά έδωσαν στην ελληνική κοινωνία τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία κλήθηκε αργότερα να αντιμετωπίσει την κρίση, ενώ η υπερβολή και η «λάμψη» της, καθώς και οι αντιφατικές πολιτικές της πραγματικότητες, συγκροτούν μία πλούσια δεξαμενή, από την οποία θα μπορεί να αντλεί για χρόνια η λογοτεχνία μας.
Με το τελευταίο του βιβλίο, την «Καινούργια πόλη», ο μυθιστοριογράφος Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιχειρεί μια χαρτογράφηση αυτής της δεκαετίας, χρησιμοποιώντας ως «πλοηγούς» δύο ιδιαίτερους και χαρακτηριστικούς για την πεζογραφία του ήρωες. Έχοντας ζήσει για χρόνια στη Σουηδία, ο Μανόλης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα – μαζί του έρχεται και η μητέρα του, Μαργαρίτα, προς αναζήτηση καταφυγίου από το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει για την ίδια ο θάνατος του άντρα της και οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη. Χωρίς να μένουν μαζί, μάνα και γιος ακολουθούν παράλληλες πορείες, τις οποίες ο Γρηγοριάδης επιλέγει να παρακολουθήσει από την οπτική γωνία πότε του ενός και πότε του άλλου. Μέσα στο κλίμα «ευκαιριών» και την οικονομική ευκολία της εποχής, και παρότι έρχεται στην Αθήνα χωρίς σαφές βιοποριστικό σχέδιο, ο Μανόλης δεν αργεί να βρει τον τρόπο να τα βγάλει πέρα, απασχολούμενος μάλιστα σε εμβληματικά επαγγέλματα της εποχής: πρώτα ως διαφημιστής και έπειτα ως σεναριογράφος. Οι δουλειές αυτές –που του φαίνονται «εύκολες» και εξωφρενικά επικερδείς– του επιτρέπουν να μετάσχει κατά κάποιον τρόπο των «θαυμάτων» εκείνης της περιόδου. Εύκολος πλουτισμός, παρέες από τον χώρο του θεάματος, στέκια επωνύμων, ανερχόμενοι πολιτικοί, όλα παρελαύνουν.
Ωστόσο, σε ένα μοτίβο που συναντάμε συχνά στην πεζογραφία του Γρηγοριάδη, ο Μανόλης παραμένει κατά βάση αποστασιοποιημένος από το γενικότερο κλίμα – και είναι η απόσταση αυτή που του δίνει τη δυνατότητα να το καταγράψει. Με σπουδές κλασικής φιλολογίας, αυτοαποκαλούμενος «πλατωνιστής», αδυνατεί στην πραγματικότητα να χωνέψει τη φρενήρη, επιδερμική ευφορία που επικρατεί γύρω του και αρνείται να αφομοιωθεί σε αυτήν. Έτσι, το τριτοπρόσωπο πρώτο μέρος του βιβλίου (που είναι και αυτό στο οποίο απεικονίζεται γλαφυρότερα η ατμόσφαιρα της περιόδου) δίνει τη θέση του σε ένα πρωτοπρόσωπο τρίτο μέρος, όπου περιγράφεται η υπαναχώρηση του ήρωα από τα «κεκτημένα» του και η περιχαράκωσή του μέσα σε έναν πιο ήπιο και ουσιαστικό, αν και ελαφρώς ανερμάτιστο, τρόπο ζωής. Με τη μετάβαση από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας υπογραμμίζει την απόσπασή του Μανόλη από το πλήθος και τη σταδιακή ψυχική του απομάκρυνση από μια πόλη που φαντάζει για εκείνον τόσο καινούρια, όσο και ξένη – απομάκρυνση που θα κορυφωθεί συμβολικά στο τέλος του βιβλίου, όταν ο Μανόλης θα αρχίσει να διασχίζει τρέχοντας τους δρόμους της Αθήνας, μετά τον σεισμό του 1999.
Αντίστοιχα ξένη προς την πόλη και τον παλμό της εποχής παραμένει και η Μαργαρίτα, παρά τις προσπάθειές της να προσαρμοστεί και να κατανοήσει όσα συμβαίνουν γύρω της. Η σχέση της με τον γιο της διαμορφώνει τον βασικό άξονα του μυθιστορήματος, ενώ μέσα από τα δικά της μέρη (τόσο τα τριτοπρόσωπα αφηγηματικά, όσο και τις ζωντανές και συγκινητικές επιστολές της) σκιαγραφείται ως μια πληθωρική και έντονη προσωπικότητα, γεγονός που φωτίζει και τον χαρακτήρα του Μανόλη – και ιδίως την τάση του να αποσύρεται από το προσκήνιο, όχι ακριβώς προς το περιθώριο, αλλά προς πιο έκκεντρες διαδρομές (τάση που χαρακτηρίζει βέβαια και άλλους ήρωες του συγγραφέα). Το «μυστικό» που τον συνδέει με τη μητέρα του αποτελεί περισσότερο ένα σύμβολο των μυστικών: κατά κάποιον τρόπο, όλη η ζωή του Μανόλη είναι «μυστική», υπό την έννοια ότι έρχεται σε διάσταση με το κυρίαρχο ρεύμα, ή πάντως το απορρίπτει, επιχειρώντας σε τελική ανάλυση να ενσαρκώσει το επικούρειο (παρότι πλατωνιστής ο ίδιος) ιδανικό τού «λάθε βιώσας». Κι αυτό, ενάντια σε μία εποχή που διατυμπάνιζε το αντίθετο.
info: Θεόδωρος Γρηγοριάδης: καινούργια πόλη, Πατάκης