Ζωή (του Χρήστου Νικολόπουλου)

1
1849

 

 

του Χρήστου Νικολόπουλου (*) 

Μια ιστορία γένους θηλυκού, με φόντο ένα γυναικείο ειδώλιο της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ Περιόδου (2.800-2.300 π.Χ.)

 

Τέσσερις λέξεις στριφογύριζαν για μέρες στο μυαλό της Γκρέις.

Τέσσερις λέξεις και μια κατάσταση που δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα βίωνε.

Έλα, όμως, που της είχε σκάσει αυτή η δυσάρεστη έκπληξη, σαν απρόσκλητος επισκέπτης, ζητώντας της να κάνει την υπέρβαση. Να πει αυτές τις λέξεις και να τις εννοεί.

Να τις παραδεχτεί πρώτα στον εαυτό της κι ύστερα στους άλλους.

Για να ζεσταθεί από την παγωμάρα που της είχαν φέρει και να τις αντιμετωπίσει.

«Δεν μπορεί», έλεγε και ξανάλεγε εκείνη.

«Κάποιο λάθος έχει γίνει στα ονόματα».

Όμως η αδυσώπητη πραγματικότητα, που δεν αναγνωρίζει διόλου τη μαγεία και μόνο τον ρεαλισμό έχει για αυτονόητο συνοδοιπόρο της, τη διέψευδε κατηγορηματικά.

Δεν ήταν ψευδαίσθηση, ούτε λάθος διανομή αυτό που είχε ακούσει.

Ίσχυε άγρια.

Όσο κι αν η Γκρέις δεν ήθελε να το δεχτεί. Όσο κι αν προσπαθούσε να διώξει από τα αυτιά της τη φωνή του γιατρού της, που είχε κολλήσει εκεί και δεν έλεγε να φύγει.

Τι κι αν είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια κι εκείνος από την πλευρά του να της εξωραΐσει τον νέο ρόλο που έπρεπε να παίξει;

Το αποτέλεσμα παρέμενε το ίδιο: Η Γκρέις ήταν πλέον πρωταγωνίστρια σ’ ένα έργο που δεν θα διάλεγε ποτέ. Και καλείτο επιτακτικά να πει τη βασική του ατάκα. Την πρώτη.

Να φορέσει στο στόμα της τέσσερις λέξεις, βγαίνοντας στη σκηνή της ζωής της.

Τέσσερις λέξεις. Μικρές, ψυχρές. Φτιαγμένες, θαρρείς, από πάγο. Που σου μουδιάζει το σώμα, το στόμα. Έτσι μουδιασμένα ένιωθε η Γκρέις το σώμα και το στόμα της. Τις φωνητικές της χορδές. Που είχαν μείνει ασάλευτες, ανήμπορες να αντιδράσουν.

Να ψελλίσουν μια τόση δα πρόταση. Χωρίς να ματώσουν από το κρύο.

Ένα κρύο που έκανε την Γκρέις να αρχίσει να συνειδητοποιεί για πρώτη φορά στη ζωή της πόσο σημαντικό είναι να εννοείς αυτό που λες. Να το φοράς, να το υποστηρίζεις.

Δεν το ήξερε ως τότε. Δεν το είχε αναλογιστεί ποτέ. Έλεγε λόγια, σκέτα λόγια. Περηφανευόταν δε για την άψογη χρήση της γλώσσας. Το λεξιλόγιο, την ευφράδειά της.

«Πόσο διάτρητη ήμουν τελικά!» ομολόγησε στον εαυτό της.

«Έμπαζαν οι ρόλοι μου, οι λέξεις μου. Κι ούτε που το είχα καταλάβει. Ανυποψίαστη περιφερόμουν. Ανίδεη και καμαρωτή. Πρέπει να ήμουν πολύ αστεία! Θλιβερά αστεία!»

Έτσι γίνεται, όμως, έτσι γίνεσαι με το ψεύτικο. Με το κενό. Στη σκηνή της ζωής.

Ήταν τόσο επιφανειακοί οι ρόλοι που είχε παίξει ως τότε, τόσο κούφιες οι λέξεις της, που η Γκρέις νόμιζε στην ουσία ότι αισθανόταν, ότι ζούσε.

Και το χειρότερο; Όχι από πρόθεση. Από άγνοια μόνο.

Μέχρι που το κρύο φώλιασε στην καρδιά της. Με τη λιτή ανακοίνωση του γιατρού της.

Ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, χειμώνας. Μέσα, έξω. Κι εκείνη γυμνή. Κάπου ανάμεσα. Στο μέσα και το έξω. Γυμνή και παγωμένη.

Χωρίς καμία ασπίδα, καμία πανοπλία, ενδυματολογική ή λεκτική.

«Τι κοστούμι να βάλεις; Τι να πεις; Πώς να μπορέσεις να ζεσταθείς;»

Ερωτήματα επίμονα σφυροκοπούσαν το μυαλό της. Και η Γκρέις πάλευε απεγνωσμένα να βρει τις απαντήσεις. Να βρει τη δύναμη να τις αρθρώσει.

Όμως όλοι οι μέχρι τότε ρόλοι της, όλες οι λέξεις της είχαν ξαφνικά εξαφανιστεί. Όλα αυτά που είχε συνηθίσει να φορά στο στόμα της δεν ήταν τώρα πουθενά.

Ανίκανα καθώς ήταν να τη βοηθήσουν, είχαν γίνει αόρατα πια. Είχαν καλυφθεί από ένα παχύ στρώμα πάγου που η Γκρέις πάσχιζε να σπάσει, για να ανακαλύψει πού κρύφτηκαν.

Μάταια. Παντού πάγος. Γύρω της, μέσα της.

Έτσι ξυλιασμένη και άδεια είχε μείνει για μέρες, μετά το άκουσμα της είδησης. Κλεισμένη στο σπίτι της. Μακριά από όλους και όλα. Ακίνητη, μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του μυαλού της. Να κοιτά το είδωλό της το τραυματισμένο. Χωρίς να μιλά. Μόνο κοιτούσε. Και φοβόταν. Φοβόταν και κοιτούσε. Ξανά και ξανά. Τη λαβωμένη της θηλυκότητα. Την ύπουλη λαβωματιά που της θόλωνε το βλέμμα. Το μέλλον.

«Δεν θα είμαι ποτέ ξανά γυναίκα. Μόλις καταργήθηκα».

Τέτοιες οδυνηρές σκέψεις έκανε, με τα χέρια της δεμένα, κάτω από το στήθος της. Σε πλήρη άμυνα. Μια άμυνα αντανακλαστική, που ξεπερνούσε τον χρόνο.

Δεν την αφορούσε αν ήταν λεπτά ή δευτερόλεπτα αυτά που περνούσαν, αν περνούσαν. Αν ήταν ώρες, χρόνια ή αιώνες. Προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Ήταν υπεράνω χρόνου η εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη του μυαλού της τη δεδομένη στιγμή. Το είδωλό της ένα γυναικείο ειδώλιο, γυμνό, με τα χέρια κάτω από το στήθος. Και με τα πόδια κομμένα, βαριά. Λες και ο φόβος τα είχε καρφώσει σ’ ένα κομμάτι πάγου, σαν μάρμαρο.

Όλος ο κόσμος της ήταν αυτό το σκιερό αντίγραφο του ειδώλου της.

Δίχως χρόνο. Μόνο με τα παντζούρια του μυαλού και του σπιτιού της κατεβασμένα. Κλειστά. Να μην εισβάλει ο έξω κόσμος και ο οίκτος του, να μην τρυπώσει το φως. Και διαδοθεί η είδηση, διαρρεύσει ο καινούργιος ρόλος. Πριν το αποφασίσει εκείνη, με τον τρόπο της. Για να αντέξει τη νέα της εκδοχή. Στα μάτια της, στα μάτια των άλλων.

Προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί, μέσα στην πυκνή σκοτεινιά που την είχε περιβάλει, η Γκρέις άρχισε σε ανύποπτη στιγμή να λέει την αλφαβήτα στο μυαλό της. Χωρίς να το έχει σχεδιάσει. Άλλοτε πιο γρήγορα, άλλοτε πιο αργά. Αλλά πάντα μ’ ένα στοπ. Σ’ ένα τυχαίο γράμμα. Όπως το παιχνίδι που έπαιζε μικρή με τις φίλες της.

Μήπως και καταφέρει, μέσα από αυτή την απογείωση σ’ έναν πιο ανέμελο ουρανό, να συμφιλιωθεί με την προσγείωση στο έδαφος της βίαιης πραγματικότητας που της είχε τύχει. Να εφεύρει τις λέξεις, να δώσει επιτέλους στο είδωλό της τη φωνή που χρειαζόταν.

Μόνο που αυτή τη φορά το παιχνίδι είχε αλλάξει. Δεν επέτρεπε παρέα, ήταν αποκλειστικά για δύο. Για την Γκρέις και το είδωλό της. Γιατί έτσι το είχε επιλέξει εκείνη.

«Ποιος να με βοηθήσει; Πώς; Κανείς δεν μπορεί, κανείς δεν ξέρει».

«Απλώς θα με λυπηθούν. Και δεν τον έχω ανάγκη τον οίκτο τους», σκεφτόταν κι είχε αποκλείσει τους πάντες από κοντά της τις πρώτες μέρες των νέων της δεδομένων.

Σωστό; Λάθος; Τι σημασία έχει; Ποιος να την κρίνει; Ποιος να την κατηγορήσει; Σημασία έχει ότι για την ώρα δεν προβλεπόταν η παρέα από τους κανόνες που η ίδια είχε θέσει. Λόγω της μοναδικής κατηγορίας του παιχνιδιού, που καθόλου δεν είχε διαλέξει: Καρκίνος.

«Α, στοπ. Αποκλείεται».

«Α, Β, Γ, Δ, στοπ. Δεν γίνεται».

«Α, Β, Γ, στοπ. Γιατί σε μένα;»

«Α, Β… Θ, Ι, Κ… Ρ, Σ, Τ, στοπ. Τι θα κάνω;»

«Α, Β, Γ, Δ, E… Ξ, Ο, Π, στοπ. Πώς θα το ξεπεράσω;»

Η Γκρέις αναπαρήγαγε γράμματα, λέξεις, ατάκες. Λιγότερο ή περισσότερο φορεμένες. Σε άλλες περιπτώσεις, σε άλλους ρόλους. Κοστούμια που είχε ίσως βαρεθεί. Αλλά που τώρα τα έψαχνε με μανία, για να τα φορέσει σε απελπισμένους συνδυασμούς.

«Α, Β, Γ… Λ, Μ, Ν… Υ, Φ, Χ, στοπ. Χαμένος κόπος».

Πολύ γρήγορα, διαπίστωσε ότι καμία από τις παλιές της λέξεις δεν θα τη βοηθούσε. Έτσι όπως πήγαινε τουλάχιστον να τις φορέσει. Όχι γιατί έφταιγαν οι λέξεις. Ποτέ δεν φταίνε οι λέξεις. Ο τρόπος είναι που καθορίζει πάντα το πρόσημο. Στη θερμοκρασία της στιγμής.

Και η Γκρέις δεν είχε άλλο τρόπο ακόμα. Οπότε, παράτησε το παιδικό της παιχνίδι και αναζήτησε εναλλακτικούς δρόμους, για να ξεκολλήσει από τον καθρέφτη και το πληγωμένο της είδωλο. Σε μια προσπάθεια να ξεχάσει, έστω για λίγο, αυτό που αδυνατούσε να δεχτεί.

Δυστυχώς, όμως, ούτε η φαντασία της δεν της το έκανε το χατίρι. Πώς να γλιτώσει από τον εαυτό της; Πώς να του ξεφύγει; Όπου κι αν πήγαινε, αυτόν κουβαλούσε μαζί της. Ήθελε, δεν ήθελε. Παντού γύρω της, μέσα της, ο ίδιος ρόλος καραδοκούσε. Ο ίδιος δρόμος, ο μονόδρομος. Με την ίδια επιγραφή σε κάθε διασταύρωση, σε κάθε έξοδο κινδύνου.

Οδός παραδοχής.

Μια επιγραφή που δεν της άφηνε κανένα περιθώριο διαφυγής.

Νιώθοντας παντελώς ανέτοιμη να ψελλίσει τις τέσσερις λέξεις, η Γκρέις ξέσπασε σε λυγμούς. Δάκρυα πηχτά άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της, θολώνοντας πιο πολύ το ήδη θολωμένο βλέμμα της. Όλα αυτά που δεν ήταν σε θέση να πει είχαν μετατραπεί τώρα σε φουρτουνιασμένα ποτάμια, που έσκαβαν ορμητικά την κοιλάδα του προσώπου της.

Χωρίς εκείνη να μπορεί να κάνει τίποτα, για να σταματήσει τη σαρωτική επέλασή τους.

Να τιθασεύσει, τρόπον τινά, το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα του λεκτικού της αδιεξόδου.

Ούτε που κατάλαβε πόση ώρα έκλαιγε. Κάποια στιγμή μόνο, συνήλθε κάπως κι άκουσε ανάμεσα στους λυγμούς της τη φωνή της να ενεργοποιεί ξανά το παιδικό της παιχνίδι και να βγαίνει από μέσα της αβίαστα, τρυπώντας το πλέγμα των παγωμένων δακρύων.

«Α, Β, Γ, Δ… Ι, Κ, Λ… Π, Ρ, Σ, στοπ. Συγγνώμη».

Στο άκουσμα της μικρής και ταυτόχρονα τόσο μεγάλης αυτής λέξης, μια αχτίδα φωτός διαπέρασε μ’ έναν τρόπο μαγικό, από εκείνους που δεν εξηγούνται, τα κλειστά παντζούρια του μυαλού και του σπιτιού της Γκρέις. Φέρνοντας μαζί ένα ζεστό κύμα ανακούφισης.

Αυτό που για μέρες επεδίωκε είχε πια συμβεί. Η ψυχή της είχε βρει τη φωνή που αναζητούσε. Για να μπορέσει να αψηφήσει το κρύο και να μιλήσει.

Κι ας είχε αυτοσχεδιάσει, προσαρμόζοντας τον ρόλο στα μέτρα της. Κι ας μην είχε πει την πρώτη του ατάκα, όπως προβλεπόταν, αλλά μια μόνο λέξη.

Η αρχή είχε πλέον γίνει. Κι ήταν μια αρχή συνειδητή.

Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Γκρέις ζητούσε συγγνώμη και την εννοούσε πραγματικά.

Παρά τη χαμηλή ένταση της φωνής της, η πολυδιάστατη συγγνώμη της προς τη ζωή, προς τις λέξεις, προς τους άλλους, αλλά και προς τον ίδιο της τον εαυτό ήταν μια συγγνώμη δυνατή. Με μια δύναμη αντιστρόφως ανάλογη προς την αδυναμία της φωνής της.

Ακριβώς γιατί η συγκεκριμένη συγγνώμη δεν είχε επιλεγεί, δεν είχε αποφασιστεί, δεν είχε προκύψει μέσα από λογικές διεργασίες γεγονότων που είχαν προηγηθεί.

Ήταν απλώς οργανική. Εκατό τοις εκατό. Είχε βγει από τα έγκατα του οργανισμού της, από κάθε μικροσκοπικό κύτταρο της ψυχής της.

Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν ήταν αρκετά, για να κάνουν το ζεστό φως που είχε τρυπώσει από τις γρίλιες να επιβληθεί στους δακρυγόνους αδένες της Γκρέις και να τους αναγκάσει να κλείσουν τις μηχανές παραγωγής δακρύων, που ως τότε δούλευαν στο φουλ.

Τα δάκρυά της, οι μικροί παγωμένοι σταλακτίτες που όλη αυτή την ώρα κρέμονταν από τα μάτια της, άρχισαν σιγά-σιγά να ραγίζουν. Να λιώνουν, να εξατμίζονται στον χρόνο.

Όσο τα δάκρυα της Γκρέις έσβηναν, παραδομένα αμαχητί στη δύναμη του φωτός, τόσο φανέρωναν ξανά το πρόσωπό της, το βλέμμα της. Δεν ήταν πλέον ένα πρόσωπο σκιερό, ένα βλέμμα θολό. Κάθε άλλο. Ήταν το λαμπερό πρόσωπο, το λαμπερό βλέμμα μιας γυναίκας, που δεν θα δίσταζε στο εξής να δει κατάματα την πραγματικότητα. Χωρίς να τη φοβάται, χωρίς να τρέχει μακριά της, ελπίζοντας ότι έτσι θα ξεγελάσει το αναπόδραστο.

«Έχω καρκίνο του μαστού».

Η Γκρέις είχε μόλις κάνει την πολυπόθητη υπέρβαση. Είχε πει πια τις τέσσερις λέξεις.

Αργά και σταθερά, ξεκάθαρα και αποφασιστικά.

Δεν της αρκούσε να υπαινιχθεί αυτό που μέχρι πρότινος φοβόταν. Μια τέτοια επιλογή δεν θα ωφελούσε, το είχε ήδη καταλάβει. Γι’ αυτό και φόρεσε στο στόμα της κάθε λέξη, ειλικρινά και ολόκληρα, πλημμυρίζοντας με μια γαλήνη το σώμα και την ψυχή της.

Μια γαλήνη που έκανε την Γκρέις να κοιτάξει ξανά το είδωλό της στον καθρέφτη του μυαλού της. Με τρόπο διαφορετικό. Κι αυτό που είδε ήταν κάτι άλλο τώρα.

Το σώμα της δεν ήταν το λαβωμένο σώμα που μέχρι πριν από λίγο έβλεπε. Ούτε αποτελούσε άμυνα η κίνησή της να βάλει τα χέρια της κάτω από το στήθος της. Όχι.

Έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως, η Γκρέις είδε το σώμα της να μεταμορφώνεται σταδιακά σ’ ένα από τα υπέροχα κυκλαδικά ειδώλια, που πολύ είχε θαυμάσει στα σχολικά της βιβλία, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τότε το γιατί.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα φυλάξει στην παιδική ψυχή της. Κι αυτό είχε κάνει. Και να που τώρα εκείνα είχαν βγει από το καλά κρυμμένο στο υποσυνείδητο παιδικό της παρελθόν, για να καθοδηγήσουν το συνειδητό, ενήλικο παρόν και μέλλον της.

Ναι. Αυτό είχε γίνει για μια στιγμή -ακαθόριστης διάρκειας- η Γκρέις.

Ένα μικρό κυκλαδικό ειδώλιο. Ένα αφηρημένο σύμβολο μιας «Μητέρας Θεάς». Ένα σύμβολο αναγέννησης και γονιμότητας. Παρά τα ακρωτηριασμένα από τον καρκίνο του χρόνου πόδια του. Παρά τις μεταλλικές βέργες που τα είχαν αντικαταστήσει.

Οι ακρωτηριασμοί είναι για να τους ξεπερνάμε, άλλωστε. Τα αγάλματα, οι άνθρωποι.

Και η Γκρέις έμοιαζε έτοιμη πια να κάνει το άλμα στο μυαλό της και να το δεχτεί.

Ότι κι ο δικός της «ακρωτηριασμός» δεν θα στεκόταν εμπόδιο στη ζωή της. Θα τον αντιμετώπιζε. Θα αποκαθιστούσε το δικό της κομμένο σημείο και θα πήγαινε παρακάτω.

Πόσο δυνατή ένιωσε εκείνη τη μαγική στιγμή!

Όλοι οι φόβοι της κρύφτηκαν μεμιάς στα σκοτεινά λαγούμια τους, ηττημένοι από τη σιγουριά που εξέπεμπε το σώμα της. Μια σιγουριά που την έκανε να αισθανθεί για πρώτη φορά μέσα της ικανή να δώσει τη δύσκολη μάχη της και να την κερδίσει.

Ούτε που την ένοιαζε πλέον αν η πραγματικότητα συνήθιζε να συμπορεύεται μόνο με τον  ρεαλισμό, χωρίς να αφήνει χώρο στη μαγεία. Η Γκρέις είχε φτιάξει τη δική της μαγική συνθήκη και μ’ αυτή θα αγωνιζόταν. Δίχως, ωστόσο, να εθελοτυφλεί. Ίσα-ίσα. Θα έπαιζε τον απαιτητικό ρόλο της με αισιοδοξία και πίστη ότι στο φινάλε του έργου την περίμεναν η αναγέννηση και -γιατί όχι;- η γονιμότητα.

«Δεν θα με νικήσει ο καρκίνος. Εγώ θα τον νικήσω. Και θα ξαναγεννηθώ».

Αυτή την υπόσχεση είχε δώσει στο είδωλό της, στον καθρέφτη του μυαλού της. Εκείνο, το μικρό κυκλαδικό ειδώλιο. Και θα έκανε τα πάντα, προκειμένου να την εκπληρώσει.

Πρώτο και κύριο μέλημά της πια ήταν να μιλήσει ανοιχτά στους δικούς της ανθρώπους. Δεν ωραιοποίησε καθόλου τα πράγματα, δεν χρησιμοποίησε κανένα καμουφλάζ. Ούτε στον επί χρόνια σύντροφό της, ούτε στην οικογένειά της, ούτε στους φίλους της. Τους είπε όλη την αλήθεια. Σχεδόν όλη, δηλαδή. Το μόνο που απέφυγε να αναφέρει ήταν η μαγική εικόνα που είχε φτιάξει για το σώμα της.

Ήθελε να είναι το μικρό της μυστικό.

Το πιο ενθαρρυντικό μάλιστα ήταν ότι δεν αγχώθηκε καν αν στα μάτια των άλλων διακρίνονταν έστω και τα παραμικρά ψήγματα λύπης. Το σκοτάδι του όποιου πιθανού οίκτου είχε αποφασίσει ότι θα το κατανοήσει μεν, αλλά δεν θα την αφορά. Αυτή ήταν η αλήθεια της, εξάλλου. Ο νέος ρόλος, το νέο της κοστούμι. Και αυτά θα ενδυόταν. Ανεξαρτήτως αντιδράσεων, ασχέτως κριτικών.

Όπως και έγινε. Η Γκρέις, με την πολλών και διαφορετικών θερμοκρασιών στήριξη των δικών της ανθρώπων και με πολύτιμο φυλαχτό της ένα μικρό αντίγραφο των κυκλαδικών ειδωλίων -δώρο που φρόντισε να κάνει στον εαυτό της-, πάλεψε θαρραλέα με τον καρκίνο του μαστού, ξεπερνώντας τα όριά της.

Στην πολύμηνη αυτή δοκιμασία, δεν έλειψαν, βέβαια, οι φορές που πήγε να λυγίσει. Υπήρξαν και σκοτάδια, πώς να μην; Και αρκούντως απειλητικά, ενίοτε. Που παραμόνευαν ύπουλα, έτοιμα να αρπάξουν την κατάλληλη ευκαιρία, για να εισβάλουν στην ψυχή της και να της κάμψουν το ηθικό.

Όμως πάντα στο τέλος υπερίσχυε το φως μέσα της.

Τα παντζούρια του μυαλού και του σπιτιού της δεν έκλεισαν ξανά στιγμή.

Κανένα χειρουργείο, καμία χημειοθεραπεία, καμία περούκα, κανένα τουρμπάνι, κανένας πόνος, κανένας ορός, καμία εξέταση, κανένα χάπι, καμία επέμβαση αποκατάστασης, όσο δύσκολα κι αν ήταν -που ήταν-, δεν στάθηκαν ικανά να της κατεβάσουν τα παντζούρια, να της στερήσουν το φως.

Προς απογοήτευση του καρκίνου, το φως παρέμεινε στην ψυχή της.

Αδιαφιλονίκητος συνοδοιπόρος, ακλόνητος οδηγός.

Και δεν επέτρεψε ποτέ στο σκοτάδι να επικρατήσει. Στα δάκρυα να εμφανιστούν.

Ήταν κι αυτό μέρος της υπόσχεσης που είχε δώσει, βλέπεις. Ακόμα κι αν κατά καιρούς αποδεικνυόταν σκληρή όλη αυτή η περιπέτεια, εκείνη δεν θα το έβαζε κάτω. Δεν θα άφηνε τους επώδυνους σταλακτίτες να κρεμαστούν πάλι από τα μάτια της. Να παγώσουν το βλέμμα της. Τουναντίον. Θα τον υποστήριζε τον ρόλο της. Με πλήρη συνείδηση, αυτοκυριαρχία και σε άμεση σύνδεση με τις λέξεις που θα της ζητούσε να φορέσει στο στόμα της, στις διάφορες πράξεις του έργου.

Έτσι πορεύτηκε η Γκρέις.

Ώσπου ήρθε η στιγμή για την αυλαία της παράστασης αυτής. Μια αυλαία που τη βρήκε όρθια στη σκηνή της ζωής της, περήφανη και καινούργια. Έχοντας μια πολύτιμη νίκη στις αποσκευές της, μια νέα ώθηση και μια πιο ώριμη σταθερότητα στα επόμενα βήματα, στα επόμενα άλματά της. Που την πήγαν σε άλλα έργα, σε άλλους ρόλους.

Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

«Να σας ρωτήσω κάτι;» της είπε ο γιατρός της, σε μια από τις προγραμματισμένες επισκέψεις του, μερικά χρόνια αργότερα, στο δωμάτιό της.

«Φυσικά».

«Το αγαλματίδιο αυτό γιατί το έχετε εδώ; Συγγνώμη κιόλας που ρωτάω, αλλά μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Σημαίνει κάτι για εσάς;» συνέχισε διστακτικά ο γιατρός.

Η Γκρέις κοίταξε το μικρό κυκλαδικό ειδώλιο που τη συντρόφευε από το κομοδίνο του κρεβατιού της, στο μαιευτήριο. Προς στιγμή, μπήκε στον πειρασμό να του πει την αλήθεια. Αλλά τελικά προτίμησε να κρατήσει τη μαγική εμπειρία που κάποτε είχε ζήσει μόνο για εκείνη. Και για την κόρη της, όταν θα έφτανε η ώρα να της μιλήσει.

«Ας πούμε απλώς ότι είναι το γούρι μου, γιατρέ».

«Πρωτότυπο! Παρεμπιπτόντως, όνομα έχετε σκεφτεί για το παιδί ή είναι νωρίς;» άλλαξε κατευθείαν θέμα ο γιατρός, σεβόμενος την επιθυμία της να μην επεκταθούν περισσότερο.

«Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, στοπ. Ζωή».

Η Γκρέις χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.

Κι έκλεισε το μάτι στην κόρη της, που είχε κουρνιάσει στο στήθος της. Στη Ζωή.

 

(*)Ο Χρήστος Νικολόπουλος ασχολείται με τη δημοσιογραφία, το θέατρο και την πεζογραφία. Από τις Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη (διακίνηση: Κάπα Εκδοτική) έχουν εκδοθεί τα βιβλία του Πυροβολισμοί (διηγήματα, 2009), Χ επαφής (διηγήματα, 2011) και Fragile (ένα δίπτυχο για το θέατρο, 2010, 2013).

 

Προηγούμενο άρθροΗ μυθική Άντζι και τα μπλουζ (του Σάκη Παπαδημητρίου)
Επόμενο άρθρο“Τα παιδιά βλέπουν. 20 καλλιτέχνες εικονογραφούν” (Έκθεση του Αναγνώστη και του ΟΠΑΝΔΑ)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αν και άνδρας…εύστοχη κ.πληρεστατη, με ιδιαίτερη ευαισθησία προσέγγιση του θέματος, κ. στις τρεις φάσεις: Σόκ- Άρνηση,θυμος, Αποδοχη-Συμφιλιωση. Μπράβο!!!!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ