Της Ειρήνης Σταματοπούλου.
«Λοιπόν, αυτή η ιστορία, και αυτή η ιστορία ξεκινάει με αίμα. Και τελειώνει με αίμα», εξηγεί ο ήρωας του διηγήματος «Ντεβσιρμέ» από τη συλλογή «Ανατολικά της Δύσης» του Μιροσλάβ Πένκοφ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες». «Το αίμα ενώνει όσους είναι μέρος της ιστορίας και το αίμα τους χωρίζει. Πολλοί την έχουν διηγηθεί στο παρελθόν και πολλοί έχουν τραγουδήσει γι’ αυτήν, όμως εγώ δεν την έμαθα απ’ αυτούς. Γεννήθηκα και τη γνώριζα. Ήταν στο χώμα και στο νερό, στον αέρα και στο γάλα της μητέρας μου».
«Το κοινωνικό-ιστορικό» επισημαίνει ο Καστοριάδης, «είναι το ανώνυμο συλλογικό, το ανθρώπινο-απρόσωπο που γεμίζει κάθε δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και που τον περιβάλλει επίσης, που εγκλείει κάθε κοινωνία ανάμεσα στις άλλες και τις εγγράφει όλες μαζί σε μια συνέχεια, όπου κατά κάποιον τρόπο είναι παρόντες αυτοί που δεν υπάρχουν πια, αυτοί που βρίσκονται αλλού κι ακόμα αυτοί που πρόκειται να γεννηθούν».[1]
«Στον κώδικα κατανόησης της ιστορίας», διαπιστώνει από την άλλη ο Μισέλ Φουκώ, «διαπιστώνουμε ότι το παρόν είναι η πιο πλήρης στιγμή, η στιγμή της μέγιστης έντασης, η μεγαλειώδης στιγμή όπου το καθολικό εισέρχεται στο πραγματικό. Αυτό το σημείο επαφής του καθολικού με το πραγματικό στο παρόν (ένα παρόν του άρτι συμβάντος και του συμβησομένου), στο επικείμενο του παρόντος, θα του προσδώσει αξία μαζί και ένταση, θα το αναγάγει σε μορφή κατανόησης. Το παρόν παύει να είναι η στιγμή της λήθης. Είναι αντιθέτως η στιγμή όπου η αλήθεια διαρρηγνύεται, όπου το κεκρυμμένο ή το δυνητικό έρχονται στο φως». Σε αυτή ακριβώς της στιγμή της εντατικής ιστορικής διαφάνειας, «εμφανίζεται ένα νέο ομιλούν υποκείμενο: το λόγο μέσα στην ιστορία θα λάβει κάποιος άλλος, κάποιος άλλος θα διηγηθεί την ιστορία· κάποιος άλλος θα λέει “εγώ” και “εμείς” όταν θα διηγείται την ιστορία· κάποιος άλλος θα αφηγηθεί τη δική του ιστορία· κάποιος άλλος θα αφηγηθεί το παρελθόν, τα γεγονότα, τα δικαιώματα, τις αδικίες, τις ήττες και τις νίκες, με επίκεντρο τον εαυτό του και τη μοίρα του».[2]
Ο Πενκόφ, γεννημένος στη Βουλγαρία και μεγαλωμένος στη Σόφια, με σπουδές στις ΗΠΑ, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, διατρέχει όλη τη σύγχρονη ιστορία των Βαλκανίων και συμπυκνώνοντας το πένθος αλλά και το αίσθημα του αναπόφευκτου για το τέλος όλων των μεγάλων αφηγήσεων στο ιστορικό συνεχές του πάσχοντος σώματος των ηρώων του αναδεικνύεται σε έναν κυνικό απολογητή του θλιβερού πεπρωμένου του νεωτερικού υποκειμένου εν γένει. Ενδοδιηγητικά, ο ρόλος του ομιλούντος υποκειμένου ανατίθεται σε διάφορα πρόσωπα, που, καθένα με τον δικό του τρόπο, συμπυκνώνει στη μοίρα του ως εντατικό παρόν ολόκληρη τη διαδρομή του ονείρου που γίνεται εφιάλτης και της ανάγκης για αυτεξουσιότητα που μετατρέπεται σε ενοχή. Ένας ηλικιωμένος άντρας που μέσα στο γηροκομείο ανακαλύπτει την παλιά ερωτική αλληλογραφία της γυναίκας του με έναν κομιτατζή, ενώ καλείται να εμπλακεί στα παρελκόμενα του αποτυχημένου γάμου της κόρης του· δύο έφηβοι που ανταμώνουν στο ποτάμι που αποτελεί το σύνορο μεταξύ των χωριών τους, με το τραγικό παιχνίδι της μοίρας για ένα κορίτσι που αρνιόταν να βγάλει το τζην του για να βάλει τη νυφική του φορεσιά· η επικοινωνία ενός παππού με τον εγγονό του που σπουδάζει στην Αμερική και έχει μάθει πως η Βίβλος είναι τα άπαντα του Λένιν· ο οδυνηρός αγώνας επιβίωσης ενός κοριτσιού και της ανήμπορης αδερφής του που τα έχει εγκαταλείψει η μητέρα τους στη Βουλγαρία για να κυνηγήσει τα όνειρά της στη Δύση· το τραγικό ταξίδι ενός ζευγαριού στο χωριό του συζύγου στη Βουλγαρία μαζί με τη γιαπωνέζα γυναίκα του, στην προσπάθειά τους να κάνουν παιδί· η επανάσταση και ο υβριστικά καθαρτικός ρόλος των συμβάντων σε μια εκκλησία· το χρονικό μιας οικογένειας Τούρκων μεταναστών που έπρεπε να αλλάξουν μέχρι και τα ονόματά τους· η προσπάθεια ενός πατέρα, μετανάστη στο Τέξας, να διαχειριστεί τα συναισθήματά του τόσο για τη ζωή του όσο και για την κόρη του μέσω της εξιστόρησης μυθολογημένων αλληγοριών. Σε όλες αυτές τις βιωματικά αφηγημένες ιστορίες, μπορεί να βρει κανείς ένα είδος υποκατάστατου της ουτοπίας στις ερωτικές εντάσεις, στα ματαιωμένα όνειρα, στις αντεστραμμένες επιτυχίες, στις ναυαγισμένες απόπειρας ευημερίας ή έστω απολύτρωσης, μέσω του απολαυστικού αισθησιασμού των σημείων. Αποφεύγοντας κάθε είδους μελοδραματισμό και με μια γλώσσα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε βοηθήματα, όπως και οι ζωές των ηρώων του, ο Πενκόφ αφήνει μόνη τη δραματικότητα της πλοκής, σχεδόν ερήμην του συγγραφέα, να εισχωρήσει στον συναισθηματισμό των ηρώων και να αποκαλύψει το ψυχικό και υπαρξιακό βάρος των εκάστοτε σημαινομένων της αφήγησης.
«Η αμεροληψία», σημειώνει ο Eagleton, «δεν εξυπηρετεί την αντικειμενικότητα. Η αληθινή σύνεση σημαίνει να παίρνεις θέση. Έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι το υποκειμενικό ανάγεται στον εαυτό ενώ το αντικειμενικό στον κόσμο. Ότι το υποκειμενικό είναι ζήτημα αξίας ενώ ο κόσμος είναι αντικειμενικό γεγονός. Αντικειμενικότητα όμως δεν σημαίνει να κρίνουμε από το πουθενά. Αντιθέτως, μπορείς να ξέρεις πώς έχει η κατάσταση αν είσαι σε θέση να ξέρεις».[3] Από τη θέση, λοιπόν, του παρατηρητή και του μάρτυρα, του ιστορικού υποκειμένου, του αποστασιοποιημένου αξιολογητή και του απεμπλεγμένου συνενόχου, ο Πενκόφ παρασύρεται με βλέμμα οξύ, αναλυτικό και πανοραμικό στη δίνη της ιστορίας και παρασύρει και τον αναγνώστη, με ένα πνεύμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «ελευθεριάζοντα πεσιμισμό». Ο πόθος για ουτοπία δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τους ήρωές του, αλλά τίποτα δεν είναι πιο καταστροφικό γι’ αυτήν από το να επιχειρήσουν να την πραγματοποιήσουν. Όταν το μέγεθος της ανθρώπινης θηριωδίας ανταγωνίζεται εκείνο της ακαταληπτότητας ενός υπερανθρώπινου Λόγου που δεν φαίνεται να αποκαλύπτεται πουθενά στον κόσμο, εμφανίζεται ως διέξοδος μια αδυσώπητη αντίσταση στο κατεστημένο και το επιβεβλημένο αλλά όχι στο όνομα νέων αξιών, καθιστώντας έτσι αδύνατο οποιονδήποτε ελιγμό.
«Η βία είναι ένα πράττειν που πλησιάζει πλαγίως κάθε όν και κάθε ελευθερία», σημειώνει ο Emmanuel Levinas. «Η βία είναι ένα πράττειν που συλλαμβάνει το ον εξαπίνης, αδράχνοντάς το εν τη απουσία του, από αυτό που δεν είναι πραγματικά ο ίδιος. Η σχέση με τα πράγματα, η κυριαρχία επί των πραγμάτων, ο τρόπος με τον οποίο κατισχύουμε επί των πραγμάτων συνίσταται ακριβώς στο να μην τα προσεγγίζουμε ποτέ κατά την ατομικότητά τους».[4] Αυτό σημαίνει πως η βία συλλαμβάνει το ον ως ιδιαίτερη περίπτωση μιας έννοιας, και ο συγγραφέας του «Ανατολικά της Δύσης» αρθρώνει τις συνθήκες αυτού του απρόσωπου απανθρωπισμού άλλοτε με ύφος στυγνά περιγραφικό και άλλοτε πικρά σαρκαστικό.
«Η μητέρα μας έκλαιγε και φιλούσε τα χέρια τα δικά μου και του αδερφού μου», διαβάζουμε στο διήγημα «Μακεδονία». «Έλεγε: “Δεν μπορώ να χάσω και τους δύο γιούς μου σ’ αυτόν τον πόλεμο. Αλλά δεν μπορώ να σας αφήσω να κρυφτείτε και να ντροπιάσετε το αίμα μας”. Έστειλε τις δίδυμες να αρμέξουν δύο πρόβατα, ύστερα έβαλε ένα κύπελλο με γάλα μπροστά μου κι ένα μπροστά στον αδερφό μου. Όποιος άδειαζε το κύπελλο του πρώτος θα έμενε πίσω και θα κρατούσε ο σπίτι. Ο άλλος θα πήγαινε στον πόλεμο. Ήπια λες και δεν θα ξανάπινα ποτέ. Το κατάπια. Το ρούφηξα. Το εισέπνευσα εκείνο το γάλα. Όταν τελείωσα είδα πως ο αδερφός μου μόλις που το είχε ακουμπήσει στα χείλη του».
Ή στο «Αγοράζοντας τον Λένιν»: «Δεν περίμενα να πέσω πάνω σε δημοπρασία για τη σορό του Λένιν. Λένιν, ο ιδρυτής της ΕΣΣΔ. Σε άψογη κατάσταση, έγραφε. Πλειοδοτείτε για το σώμα του Βλαδίμηρου Ίλιτς Λένιν. Η σορός είναι σε εξαιρετική κατάσταση και συνοδεύεται από ψυχόμενο φέρετρο, το οποίο λειτουργεί τόσο με αμερικανικών όσο και με ευρωπαϊκών προδιαγραφών ρεύμα. Το κουμπί “αγόρασέ-το-τώρα” έδινε τιμή μόλις πέντε δολάρια. Συν πέντε για έξοδα αποστολής στο εξωτερικό. Ως έδρα του πωλητή εμφανιζόταν η Μόσχα».
«Τα ανθρώπινα σώματα δεν είναι αυτάρκη», σημειώνει και πάλι ο Terry Eagleton. «Υπάρχει μια χαίνουσα οπή στην κατασκευή τους, γνωστή ως επιθυμία, που τα καθιστά έκκεντρα στον εαυτό τους. Η επιθυμία αυτή που μας κάνει μη ζώα: απείθαρχη, περιπλανώμενη, ανεκπλήρωτη. Η επιθυμία διεισδύει στα ζωώδη μας ένστικτα και τα στρέφει πέρα από τη λειτουργία τους. Ωστόσο, χάρη στην επιθυμία είμαστε ιστορικά όντα, ικανά να μεταμορφώσουμε τους εαυτούς μας μέσα στο πλαίσιο της ύπαρξης του είδους μας. Είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τους εαυτούς μας αλλά μόνο στη βάση μιας βαθύτερης εξάρτησης. Αυτή η εξάρτηση είναι η συνθήκη της ελευθερίας μας».[5]
Η τραγικότητα των χαρακτήρων του Πενκόφ συνίσταται στο γεγονός πως αγωνίζονται για μια ελευθερία την οποία δεν πλησιάζουν κατά πρόσωπο αλλά για μια ελευθερία προς την οποία εφορμούν στα τυφλά, όπως συμβαίνει πάντα στην απεγνωσμένη αναζήτηση μιας εξόδου κινδύνου, με όλη την εντιμότητα της ενστικτώδους ύπαρξής τους. Από μια ελευθερία που ορίζεται από μια διαρκή ματαίωση, έναν αποπροσανατολισμό, που αποπνέεται ήδη από τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου και εκφράζεται ιδιαίτερα εύγλωττα από τον ήρωα του ομώνυμου διηγήματος ο οποίος σκέφτεται πόσο πολύ θα ήθελε να ήταν «σαν το ποτάμι που δεν έχει μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει».
info: (για το «Ανατολικά της Δύσης» του Μιροσλάβ Πένκοφ, μτφρ. Άκης Παπαντώνης, εκδ. Αντίποδες)
[1] Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1985 (β έκδοση), σελ. 161.
[2] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Αθήνα: Ψυχογιός, 2002, σσ. 280, 167.
[3] Terry Eagleton, Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2007, σσ. 196-197.
[4] Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και εντολή, μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2007, σελ. 25.
[5] Ό.π., σελ. 270.