Ζητήματα ταυτότητας και το έργο της Cindy Sherman (του Κίμωνα Θεοδώρου)

0
1468

 

Κίμων Θεοδώρου.

Μια παλιά σπαζοκεφαλιά αναρωτιέται πώς μπορεί κανείς να διανοηθεί τον χορευτή δίχως τον χορό. Αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να διανοηθούμε ένα υποκείμενο χωρίς ταυτότητα; Τι είναι, όμως, η «ταυτότητα»; Πρόκειται να αναφερθούμε σε ποικίλες συζητήσεις γύρω την έννοιά της, φτάνοντας στην εποχή της «κρίσης». Το ζήτημα, ακόμη, θα προσεγγιστεί μέσα από το έργο της Αμερικανίδας φωτογράφου Cindy Sherman. Θα αναρωτηθούμε εάν υφίσταται ή όχι «κρίση ταυτότητας» σήμερα.

Ο Jenkins (2008) τονίζει πως η ταυτότητα δεν είναι ένα πράγμα αλλά μια διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι κατηγοριοποιούν τον εαυτό τους και τους Άλλους, ατομικά και συλλογικά. Είναι η βάση σύμφωνα με την οποία γνωρίζουμε ποιος είναι ποιος και τι είναι τι. Υπογραμμίζει δε, πως οι ατομικές και συλλογικές ταυτότητες αποτελούν κοινωνικές κατασκευές. Ο γνωστικός μηχανισμός λειτουργεί προσλαμβάνοντας κοινωνικά δεδομένα που έχουν δημιουργήσει άλλα άτομα πριν από το άτομο που τα συλλαμβάνει.

Το υποκείμενο «δεν σκέφτεται άρα υπάρχει» ανεξάρτητα ως μια νοητική οντότητα. Προκύπτει αντιλαμβανόμενο τον υλικό κόσμο, το Άλλο έξω από αυτό, υπάρχει σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Η ταυτότητα διευρύνεται «σωματικά».

Για ορισμένους μελετητές, η δόμηση της ταυτότητας βασίζεται πρωταρχικά στη διαφοροποίηση και όχι στην ταύτιση. Ο Jenkins (2008) επιχειρεί σ’ ολόκληρο το βιβλίο του να δείξει ότι η ταυτότητα βασίζεται ταυτόχρονα στην αντίληψη της ομοιότητας και της διαφορετικότητας. Δεν βγάζουν νόημα το ένα δίχως το άλλο.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα με τρεις οντότητες: Α, Β και Γ. Εάν οι Α και Β είναι όμοιοι προς ένα χαρακτηριστικό, έχουν ανάγκη από τον Γ που είναι διαφορετικός σ’ αυτό το σημείο προκειμένου να συλλάβουν την ομοιότητα που τους διακρίνει από τον Γ, αλλά και την ίδια τη διαφοροποίηση του Γ. Εάν ο Β δεν υπάρχει, οι Α και Γ δεν θα συλλάβουν τη διαφορετικότητα τους (ή έστω δεν θα αποδώσουν βαρύτητα), ούτε την έννοια της ομοιότητας. Με άλλα λόγια, δίχως ομοιότητες και διαφορές, δεν μπορεί να λειτουργήσει ο μηχανισμός κατηγοριοποιήσεων που τροφοδοτεί τη δημιουργία ταυτοτήτων.

«Χωρίς ταυτότητα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο κόσμος των ανθρώπων όπως τον γνωρίζουμε» (Jenkins, 2008). Μήπως η ταυτότητα ισοδυναμώντας με διαδικασία και μηχανισμό παραείναι γενική για να χρησιμοποιείται ως αναλυτική κατηγορία στις κοινωνικές επιστήμες; Κάθε κατηγοριοποίηση οδηγεί και σε μια ταυτότητα: ατομική, φυλετική, σεξουαλική, εργασιακή, ηθική, εθνοτική, κ.α. Ορισμένοι μελετητές πρότειναν την εγκατάλειψη του όρου στη σύγχρονη έρευνα διότι δημιουργεί σύγχυση και μπορεί να σημαίνει πάρα πολλά πράγματα, όχι ξεκάθαρα, ενώ η βαρύτητα στην ταυτότητα είναι ένα σχετικά πρόσφατο επινόημα που γίνεται εύκολα υποχείριο πολιτικών σκοπιμοτήτων. Σχηματίζεται το ερώτημα εάν η «κρίση» της «ταυτότητας» οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο διερευνάται.

Αυτό που μας απασχολεί είναι η ανάδυση της συνθετότητας της «ταυτότητας» στη Νεωτερικότητα. Φερειπείν δεν παίζει αμελητέο ρόλο ο νέος καταμερισμός εργασίας (φορντισμός, μεταφορντισμός). Τη δεκαετία του 1950 το πρότυπο της οικογενειακής ζωής ήθελε έναν σύζυγο με μια εργασία εφ’ όρου ζωής με την οποία συντηρούσε τη σύζυγο και τα παιδιά. Αυτή η ταυτότητα απέχει παρασάγγας από το σήμερα. Το τι δουλειά κάνω αποτελεί αναπόφευκτα μέρος του «ποιος είμαι». Ότι σήμερα ο καθένας κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου δεν απασχολείται μονάχα σε μια εργασία και αλλάζει επαγγέλματα, ότι τα διαζύγια έχουν αυξηθεί ή το solo lιving[1] τείνει να γίνει νόρμα (ταυτότητα έγγαμου, άγαμου ή διαζευγμένου), καθιστούν πιο σύνθετους τους σύγχρονους ρόλους.  Ακόμη, ίσως κάποτε να μην διανοούμασταν τις διαστάσεις της έμφυλης ταυτότητας και την ανάδυση του φεμινιστικού κινήματος.

Ακολουθώντας τον Hall (2003), οι παλαιές ταυτότητες συντελούσαν στη συνοχή της κοινωνίας, εν αντιθέσει με τις ταυτότητες στη Νεωτερικότητα οι οποίες τείνουν προς έναν κατακερματισμό και αποδιοργάνωση. Κατακερματίζονται τα πολιτιστικά πεδία της τάξης, των φύλων, της εθνότητας, της φυλής, που μας έδιναν σταθερές συντεταγμένες. Μεταβάλλουν και αποσυνθέτουν πλέον την ενιαία προσωπική ταυτότητα, υπονομεύοντας την αίσθηση του εαυτού ως ολοκληρωμένο υποκείμενο, με αποτέλεσμα να επέρχεται κρίση: αυτή είναι μια άποψη που άλλοι δέχονται και άλλοι όχι.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια σχετικά με το υποκείμενο και την ταυτότητα στη Νεωτερικότητα:

(1) Το υποκείμενο του Διαφωτισμού, το οποίο παρουσιάζεται σίγουρο για τον εαυτό του καθώς απαλλάσσεται «οριστικά» από προηγούμενες πλάνες (στερεότυπα της θρησκείας, της πολιτικής κυριαρχίας και της επιστήμης). Δομεί την ταυτότητα του σχεδόν «αυτοδύναμα».

(2) Ακολουθεί το κοινωνιολογικό υποκείμενο με θεωρίες αλληλεπίδρασης. Η δόμηση της ταυτότητας εξαρτάται από τους Άλλους και δεν λαμβάνει χώρα τόσο «αυτοδύναμα» όσο στο προηγούμενο στάδιο.

(3) Το υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας, συμβαδίζοντας με τον «μεταμοντέρνο κατακερματισμό», μπορεί να οδηγεί σε «κρίση ταυτότητας»: οι πολλαπλοί ρόλοι που καλείται να υιοθετήσει ένα άτομο, έρχονται συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Υπάρχει κρίση; Ένα παράδειγμα: στον τάδε εργασιακό χώρο καλούμαστε να δείξουμε ένα συγκεκριμένο προφίλ/ταυτότητα σύμφωνα με τις επιταγές του εργοδότη. Μπορεί το απαιτούμενο προφίλ να μην αντιπροσωπεύει το ποιοι πραγματικά είμαστε, όμως, γίνεται μια ταυτότητα που υιοθετούμε, τουλάχιστον εάν θέλουμε να κρατήσουμε τη δουλειά μας. Στην προσωπική μας ζωή, έχουμε άλλες ταυτότητες και ρόλους. Το ίδιο κάνει τρόπον τινά και ένας πράκτορας: επινοεί νέες ταυτότητες στις αποστολές του. Ίσως αναρωτηθούμε: είμαστε όλοι «πράκτορες ταυτοτήτων»; Και μήπως τελικά η εξασθένιση μιας ταυτότητας προς χάρη π.χ. της εργασιακής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όπως περιγράφηκε, οδηγεί στην εξασθένιση πολιτικοκοινωνικών διεκδικήσεων; Μήπως αυτό ακριβώς το σημείο μπορεί να προσληφθεί ως κρίση;

Άλλο πεδίο διερεύνησης αποτελεί η σύγκρουση ταυτοτήτων στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι. Ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν βασικά συστατικά της ταυτότητας. Ο Anderson (1997) διακρίνει ως ένα από τα δομικά συστατικά της εθνοτικής ταυτότητας τη μετάβαση από τη μεσσιανική αντίληψη του χρόνου στον ομοιογενές, κενό «ημερολογιακό χρόνο» που προσφέρεται για την «ιστορία του έθνους». Ο Harvey (2007) αναφέρει πως σήμερα βιώνουμε μια κρίση αναπαράστασης του χώρου και του χρόνου, καθώς συμπιέζονται μέσω της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών εξελίξεων. Οδηγούμαστε άραγε σε μια νέα αντίληψη του χωροχρόνου η οποία επηρεάζει το ποιοι είμαστε και θέτει εν αμφιβόλω τα θεμέλια της εθνοτικής ταυτότητας; Και τι είδους αντίδραση είναι αυτό που ονομάζουμε «παγκοσμιοτοπικοποίηση» (glocalisation) όπου μέσα από διαδικασίες παγκοσμιοποίησης βλέπουμε την ανάδυση της τοπικότητας;

Η ταυτότητα αποτελεί διαδικασία αλληλεπίδρασης, δεν είναι πάντοτε σταθερή, τα διαφορετικά δεδομένα οδηγούν και σε διαφορετικές προσλήψεις του εαυτού και των Άλλων. Λειτουργεί ως καθρέπτης των κοινωνικών αλλαγών. Ο «μηχανισμός» της, πάντως, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο.

Ο Γκόφμαν πάνω στον διαχωρισμό του ατόμου (εσωτερικό) και του προσώπου (εξωτερικό), μελέτησε το πώς οι άνθρωποι στις καθημερινές τους επαφές αναπτύσσουν διαντιδράσεις. Το υποκείμενο χαρακτηρίζεται από το Εμέ και το Εγώ. Το Εμέ βασίζεται σ’ αυτό που μου αποδίδει ο άλλος ως ταυτότητα (πώς με βλέπει και πώς αυτό αντανακλάται μέσα μου). Το Εγώ αφορά την εσωτερική ανάγνωση του εαυτού σύμφωνα με το Εμέ (επειδή ό Άλλος είναι απέναντί μου). Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο Εμέ και στο Εγώ είναι η ταυτότητα. Από το Εμέ προκύπτει, όμως, ότι μπορεί να «παίζουμε ένα ρόλο»: ο τρόπος που θέλουμε να μας βλέπει ο Άλλος. Ερχόμαστε στη «διαπραγμάτευση» της ταυτότητας, όπως αναφέραμε, καθώς άλλη εικόνα μπορεί να διαπραγματευόμαστε στον εργασιακό μας χώρο, άλλη στους φίλους μας, άλλη στη σύζυγο μας (έτσι φτάνουμε στο να πούμε «αν το μάθει αυτό η γυναίκα μου θα με σκοτώσει»). Είναι μέρος του μηχανισμού που περιγράφεται. Ο Γκόφμαν, έχει δεχτεί κριτικές για το ότι ούτε λίγο ούτε πολύ καθιστά τα υποκείμενα «θεατρικούς χαρακτήρες». Με άλλα λόγια, παίζουμε «το παιχνίδι των ταυτοτήτων».

Καθώς η ταυτότητά μας σήμερα απαρτίζεται από «πολλαπλές ταυτότητες», οι οποίες γίνονται πιο σύνθετες, αυτό μπορεί να σημαίνει «κρίση», εφόσον δεχτούμε ότι το υποκείμενο αποτυγχάνει να τις διαπραγματευτεί. Έχουμε φτάσει στο σημείο γενίκευσης όπου κανείς δεν μπορεί να διαπραγματευτεί τις πολλαπλές ταυτότητες και όλοι περνάμε κρίση; Ας διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας. Εξάλλου πάντοτε υπήρχαν αντικρουόμενες ταυτότητες.

Ας δούμε, όμως, το έργο της φωτογράφου Cindy Sherman, ώστε να υποστηρίξουμε καλύτερα αυτό που άρχισε να σκιαγραφείται:  πως δεν έχουμε απαραίτητα κρίση ταυτότητας στη συγχρονία ως υποκείμενα.

Η Sherman δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς αποτελεί σταθμό στην καλλιτεχνική ύστερη νεωτερικότητα και έχει συμπεριληφθεί σε εκατοντάδες βιβλία τέχνης. Ο Herd (2012) αποδίδει στο έργο της τον τίτλο Maximum Identify Flux. Κάποιες δουλειές της την τελευταία δεκαετία θυμίζουν τις ψηφιακές φωτογραφίες από πάρτι που ανεβαίνουν στο διαδίκτυο (π.χ. facebook) όπου διαπραγματεύεται η ταυτότητα του «κουλ ατόμου» που γίνεται «ένας μικρός σταρ» και λέει «δείτε τι καλά περνάω». Η Sherman δείχνει πώς τα δωμάτια συνομιλιών, τα  φόρουμ και τα ιστολόγια δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας ψεύτικων προσώπων (fake personas), τη δυνατότητα να λαξεύσει κανείς έναν αριθμό χαρακτήρων όπως επιθυμεί. Η τεχνολογική εξέλιξη πολλαπλασιάζει τις ταυτότητες.

Το έργο της Sherman έχει γίνει αντικείμενο ανάλυσης από ποικίλες σκοπιές -φεμινισμός, ταυτότητα, υπαρξισμός, μαζική κουλτούρα- μολονότι η ίδια δεν υποστηρίζει απόλυτα καμία από αυτές τις αναλύσεις. Δεν βάζει καν τίτλους στις φωτογραφίες της, αρνούμενη να κατευθύνει τον θεατή σε κάποια ερμηνεία. Απεναντίας, τον προκαλεί να αναστοχαστεί γύρω από μια πολλαπλότητα ερμηνειών.

Ας επικεντρωθούμε, στη συνέχεια, στη δουλειά μέσω της οποίας αναγνωρίστηκε, τη σειρά φωτογραφιών με τίτλο Untitled Film Stills (1977-1980) (Σύνδεσμος εικόνων). Σημειώνεται πως η Sherman είναι το μοντέλο των φωτογραφιών και η φωτογράφος.

Η έκπληξη του θεατή είναι μεγάλη, όταν πληροφορείται πως η κάθε ξεχωριστή γυναικεία φιγούρα σ’ όλες αυτές τις εικόνες, δεν είναι μια διαφορετική γυναίκα αλλά η ίδια. Μπορεί να είναι «τόσες διαφορετικές γυναίκες»; Με τις κατάλληλες αμφιέσεις, χτενίσματα και μακιγιάζ, κλείνει πονηρά το μάτι για τον τρόπο με τον οποίο οι ταυτότητες ξεγελούν. Τα θέματα των εικόνων εμπνέονται από γυναικείους ρόλους στον κινηματογράφο. Καυτηριάζονται τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας που (1) δημιουργούν στερεοτυπικές εικόνες, και (2) πρότυπα νέων ταυτοτήτων. Η υιοθέτηση ενός προτύπου αποτελεί μέρος του «ποιος είμαι» και της ταυτότητας; Στη φωτογραφία #15 τα χαρακτηριστικά της γυναίκας παραπέμπουν σε χαλαρά ήθη. Είναι, όμως, στην πραγματικότητα μια γυναίκα χαλαρών ηθών οποιαδήποτε γυναίκα υιοθετήσει τη συγκεκριμένη εμφάνιση; Οι δεκάδες ταυτότητες της ίδιας γυναίκας γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή την οδηγούν σε κρίση; Θα ήταν λίγο δύσκολο να πιστέψουμε πως η ίδια η Sherman αντιμετωπίζει «κρίση»: τουναντίον διασκεδάζει με τη σύγχυση γύρω από την θεματική των ταυτοτήτων.

Σε πολλές φωτογραφίες το βλέμμα της εικονιζόμενης φιγούρας φεύγει κάπου αλλού, έξω από το κάδρο, σαν να αρνείται να λάβει μέρος στην όλη διαδικασία ταυτοποίησης (#14). Την ίδια στιγμή, η μίμηση προτύπων φαίνεται κομβική κατά τη σύσταση του εαυτού. Κατά τον Owens (2006), ο τρόπος με τον οποίο παρωδεί τις λειτουργίες της ταυτότητας η Sherman, φαίνεται να παραπέμπει στον Lacan: η μίμηση αποτελεί μέρος του μηχανισμού με τον οποίο ένα υποκείμενο μετατρέπεται σε εικόνα. Ο εαυτός αποκτά συνείδηση μέσω της εικόνας στον καθρέπτη. Η Sherman δείχνει πώς η μαζική κουλτούρα μετατρέπεται σ’ έναν επιπόλαιο καθρέπτη. Ο εαυτός κατά τη γνωστική διαδικασία αναγνώρισης του ιδίου και των Άλλων, προσλαμβάνει τις δυνατότητες ταυτότητας που του παρέχει η εκάστοτε κουλτούρα. Παράλληλα, όπως δείχνει η Sherman, στην ύστερη νεωτερικότητα υπάρχει η δυνατότητα επίγνωσης αυτού του γεγονότος και, επομένως, διαπραγμάτευσης ή παιχνιδιού.

Συμπερασματικά, μπορούμε να δεχτούμε ή να μη δεχτούμε ότι υφίσταται «κρίση ταυτότητας» του υποκειμένου, ανάλογα με τη σχετική φιλολογία που θα αναπτύξουμε. Ας κρατήσουμε κατά νου πως η ταυτότητα δεν πρόκειται για ένα αντικείμενο το οποίο κατέχουμε, όπως ας πούμε ένα κερί, το οποίο μπορούμε να περιγράψουμε με βάση τα χαρακτηριστικά του και να συμφωνήσουμε όλοι τελεσίδικα στον ορισμό του. Πρόκειται για μια διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα εντός του κοινωνικού, είναι μια ρευστή και εν εξελίξει κατασκευή.

Το υποκείμενο διαχειρίζεται/διαπραγματεύεται τις επιμέρους ταυτότητες: ακόμη και εάν σήμερα πολλαπλασιάζονται, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οδηγούν σε «κρίση». Μια τραβηγμένη μεταφορά: εάν βάλουμε περισσότερα προγράμματα («ταυτότητες») σ’ έναν υπολογιστή («υποκείμενο») δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει. Εκτός και εάν έχει ιό. Ίσως «κουραστεί» ανάλογα με το hardware και το λειτουργικό σύστημα που διαθέτει, αλλά σε κάθε εποχή έχουμε «υπολογιστές» που διαμορφώνονται από την εξέλιξη της τεχνολογίας («κοινωνίας») ακριβώς για τη διαχείριση των σύγχρονων προγραμμάτων. Ας κλείσουμε με το γλυκανάλατο ερώτημα: μήπως η ζωή είναι διαπραγμάτευση ταυτοτήτων;

 

 

Βιβλιογραφία (ενδεικτικά)

  • Anderson, Benedict. 1997. Φαντασιακές κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού. Αθήνα: Νεφέλη
  • Hall, Stuart. 2003. «Το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας». Στο Hall, Held, McGrew. Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία. Κοινωνία. Πολιτική. Πολιτισμός. Αθήνα: Σαββάλας
  • Ηarvey, David. 2007. Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής. Αθήνα: Μεταίχμιο
  • Herd, Collin. 2012. “Maximum Identity Flux. Cindy Sherman.” Στο περιοδικό Aesthetica, τεύχος 45, σελ. 26-31
  • Jenkins, Richard. 2008. Social Identity. London: Routledge (3rd edition)
  • Owens, Craig. 2006. “The Allegorical Impulse: Toward a Theory of Postmodernism, Part 2.” Στο Burton, Johanna (ed). Cindy Sherman. October Files. UK: The MIT Press
  • Sherman, Cindy. 2003. The Complete Untitled Film Stills. New York: The Museum of Modern Art

[1] Στον αμερικάνικο Τύπο (Time, Fortune, κ.α.) από τις αρχές του έτους 2012  έχουν δημοσιευτεί έρευνες σχετικά με την αύξηση του solo living. Εάν στη δεκαετία του 1950 η νόρμα ήταν ένα ποσοστό άνω του 70% να παντρεύεται και να δημιουργεί οικογένεια, σήμερα, νεώτερες  έρευνες δείχνουν ότι το ποσοστό όσων προτιμούν να διατηρούν ατομικά νοικοκυριά πλησιάζει το 50%. Τα ποσοστά αφορούν τις ΗΠΑ αλλά σημειώνεται πως, αντιστοίχως, παρόμοιες αυξητικές τάσεις καταγράφονται και σ’ όλο τον κόσμο.

Προηγούμενο άρθροΠατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια… (Του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροH κινούμενη άμμος του Διαμαντή Αξιώτη (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ