Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ: Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής

0
1467

Του Σάκη Παπαδημητρίου.

 

Μια έκδοση του 2006 των Manchette-Tardi,  «Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής», Άγρα – Βαβέλ, επαναφέρει με έναν ιδιαίτερο τρόπο το δυνατό μυθιστόρημα του Jean-Patrick Manchette (1942 – 1995) το οποίο κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Θοδωρή Τσαπακίδη. Ο Γάλλος δεξιοτέχνης της εικονογράφησης Jacques Tardi (γεννήθηκε το 1946) αναλαμβάνει να τοποθετήσει τα πρόσωπα, τις περιγραφές και την ατμόσφαιρα σε ασπρόμαυρα καρέ. Και πράγματι το πετυχαίνει. Οι παγωμένες εικόνες ταυτίζονταν με το κείμενο. Καθώς ξεφυλλίζουμε το βιβλίο, βλέποντας και διαβάζοντας ταυτοχρόνως, η ιστορία γίνεται κινηματογραφική ταινία, φυσικά φιλμ νουάρ. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη όπως τα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Όλα κινούνται γρήγορα για να φτάσουν στο τέλος στο ίδιο σημείο που είναι και η αφετηρία. Ένας κόσμος βίας και παρανομίας, αυτοκίνητα και όπλα, νυχτερινά τοπία, φόνοι, μπράβοι και στελέχη επιχειρήσεων, ποτήρια με ουίσκι και μπέρμπον, ασπρόμαυρα συναισθήματα, σκοτεινές σκέψεις, μελαγχολία διαρκείας και πολύ συχνά μουσική τζαζ από κοντά. Άλλωστε η τζαζ εμπεριέχεται στον τίτλο. Το «μελαγχολικό κομμάτι» είναι το στοιχείο blue και «δυτική ακτή» σημαίνει φυσικά το ύφος της West Coast jazz της δεκαετίας του ’50.

Ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ θεωρείται το τρομερό παιδί» του neo-polar, όπως ονομάζεται το νέο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο Μανσέτ είναι από τους πιο σημαντικούς εκπρόσωπους του είδους και διακρίθηκε ιδίως στη δεκαετία του ’70 με τα βιβλία αλλά και με τα σενάριά του. Άλλωστε «Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής» εκδόθηκε στη Γαλλία το 1976, εποχή έντονης πολιτικοποίησης και εποχή παρεμβάσεων παντί τρόπω. Ο Μανσέτ εισήγαγε το στοιχείο της πολιτικής και τους προβληματισμούς του Μάη του ’68. Όπως έγραψαν οι κριτικοί, ο Μανσέτ τοποθέτησε στον πυρήνα του έργου του το χάος του κόσμου και την τρέλα των ανθρώπων, με αντιήρωες χαμένους σε μια κοινωνία του πληθωρικού που όμως αντιμετωπίζεται ως μια κοινωνία του άδειου.

Στην πρώτη κιόλας σελίδα του μυθιστορήματος διαβάζουμε: «Και συνέβαινε καμιά φορά αυτό που συμβαίνει τώρα: ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με το αμάξι του στον εξωτερικό περιφερειακό. Μπήκε στην  Πόρτ ντ’ Ιβρύ. Είναι δύο και μισή το πρωί, ίσως τρείς και τέταρτο… Τα Ι.Χ. κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, πολύ πάνω από το επιτρεπτό όριο. Αρκετοί οδηγοί είναι μεθυσμένοι. Ο Ζωρζ Ζερφώ είναι. Έχει πιεί πέντε μπέρμπον 4 Roses. Επίσης, πριν από τρείς ώρες περίπου, ήπιε δύο χάπια ισχυρού βαρβιτουρικού. Το ότι τα ανακάτεψε δεν τον νύσταξε, αντίθετα του προκάλεσε μια τεταμένη ευφορία που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε οργή ή σε ένα είδος μελαγχολίας, κατά κάποιο τρόπο τσεχοφικής και κυρίως πικρής, που είναι ένα συναίσθημα ούτε πολύ ανδρείο ούτε ενδιαφέρον. Ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με 145 χιλιόμετρα την ώρα… Στο μυαλό του Ζωρζ Ζερφώ υπάρχει σκοτάδι και σύγχυση· ασαφώς μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες αριστερές ιδέες… Μέσα από δύο ηχεία – ένα κάτω από το ταμπλό, ένα στο πίσω μέρος – ακούγεται σε χαμηλή ένταση η μουσική που παίζει το κασετόφωνο, τζαζ στο στυλ West Coast: Τζέρρυ Μάλλιγκαν, Τζίμμυ Τζιούφρε, Μπαντ Σανκ, Τσίκο Χάμιλτον. Ξέρω, για παράδειγμα, ό,τι κάποια στιγμή αυτό που ακούγεται είναι το Truckin’ του Ραμπ Μπλουμ και του Τεντ Κέλερ, από το κουϊντέτο του Μπομπ Μπρουκμάυερ».

Δεν θα ασχοληθούμε με την υπόθεση του μυθιστορήματος που έχει πράγματι ενδιαφέρον γιατί ο Μανσέτ ξέρει να γράφει και να κρατά τον αναγνώστη με ερωτήματα. Κάτι άλλο όμως που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι ο Μανσέτ σκηνοθετεί ένα παιχνίδι με τις μουσικές προτιμήσεις των δύο βασικών προσώπων, και αντιπάλων, του βιβλίου. Ο ένας, ας τον πούμε ο κακός ή ο αρνητικός ήρωας, ακούει μανιωδώς κλασική μουσική – Μπαχ, Μότσαρτ, Τσαϊκόφσκυ, Μέντελσον, Λιστ. Ο άλλος είναι ο  Ζωρζ Ζερφώ. Ας τον πούμε καλό ή θετικό ήρωα, ή έστω αυτόν που υποστηρίζουμε καθώς γυρίζουμε τις σελίδες. Αυτός λοιπόν ακούει εξίσου μανιωδώς όλη μέρα τζαζ της δυτικής ακτής. Και οι δύο διαπράττουν ποικίλα εγκλήματα, ο ένας οργανωμένα     και ο άλλος από πανικό, ο «τζαζ» τύπος όμως μας πάει καλύτερα. Πάντως με την εικονογράφηση του Tardi τα πρόσωπα ξεκαθαρίζουν. Ο Ζερφώ είναι αρρενωπός, μελαγχολικός και δείχνει μονίμως βαριεστημένος και ταλαιπωρημένος. Ο Αλφόνσο Έμεριχ σχεδιάζεται ευτραφής, φαλακρός με χοντρό κεφάλι, αξιωματικός της Δομινικανής Δημοκρατίας, ειδικός και αδίστακτος στον πάσης φύσεως πόλεμο.

 

Εκτός από αυτό το μυθιστόρημα με τις δύο εκδοχές, κυκλοφορούν άλλα τρία βιβλία του Μανσέτ στις εκδόσεις Άγρα, όλα εξαιρετικά και στο ίδιο πνεύμα. Ο συγγραφέας δηλώνει: «Η ματιά μου στον κόσμο είναι αναρχο-μαρξιστική, για να το πω σχηματικά». Στη συγκεκριμένη συνέντευξη ομολογεί ότι «παίζει πολύ κακό σαξόφωνο». Εδώ να θυμηθούμε ότι μετά τον Μάη του ’68 στη Γαλλία η free jazz έγινε πολύ αγαπητή στην ανήσυχη γενιά της εποχής στην οποία ανήκει και ο Μανσέτ. Έγραψε το μυθιστόρημα «Η πρηνής θέση του σκοπευτή» το 1981 (η ελληνική έκδοση το 1998, μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου) το οποίο, όπως φαίνεται, ήταν το τελευταίο του έργο, και για πολλούς το καλύτερό του μαζί με «Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής». Μετά του κόπηκε ο ενθουσιασμός και το ισχυρό κίνητρο να γράφει ένα βιβλίο το χρόνο από το 1971. Και όχι μόνο αυτό. Μιλάει ανοιχτά στις συνεντεύξεις, απαντά με ειλικρίνεια στις επιστολές και δηλώνει ότι «η λογοτεχνία του προκαλεί εμετό». Ο Jean Echenoz, από τους πιο σημαντικούς Γάλλους συγγραφείς, επιβεβαιώνει γράφοντας ότι «Ο Μανσέτ είχε μια στάση απόλυτης απαξίωσης και αδιόρατης περιφρόνησης γι’ αυτό που ονόμαζε λογοτεχνία Τέχνης». Και συνεχίζει τονίζοντας ότι αυτή η στάση του Μανσέτ μπορεί να θεωρηθεί προκλητική και υπερβολική αλλά είναι ειλικρινής και συνοδεύεται από μια μεγάλη γνώση της λογοτεχνίας γενικά.

Τον Ιούλιο του 1977 ο Μανσέτ καταγράφει τις απόψεις του στη μορφή επιστολών: «Δεν νομίζω ότι θα επιστρέψουν οι μεγάλοι συγγραφείς ούτε μέσα σ’ έναν αιώνα ούτε ποτέ, εκτός κι αν επέλθει μια ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτισμού και μια καινούργια αρχή από το μηδέν. Πιστεύω απλούστατα ότι έχουμε πράγματι κάνει τον κύκλο όλων των μορφών. Οι μοντερνιστές σαλτιμπάγκοι δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να ζεσταίνουν τα υπολείμματα του Σελίν, του Τζόϊς, του Νταντά. Έτσι ώστε να κρατάμε εμείς τη σωστή άκρη, εμείς που διεκδικούμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε και να αναμειγνύουμε όλες τις μορφές για να «διηγηθούμε τις μικρές μας ιστορίες»… Το ίδιο συμβαίνει στη μουσική, στη ζωγραφική, παντού».

Στο μυθιστόρημα «Η πρηνής θέση του σκοπευτή» διαβάζουμε στο ενδέκατο κεφάλαιο ένα διάλογο περί κινηματογράφου – αναφέρεται ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ  Ώλτμαν – περί των ΜΜΕ και τη θέση των διανοουμένων – αναφέρεται το όνομα του Ρεζί Ντεμπρέ – και περί του Νέου Γαλλικού Αστυνομικού μυθιστορήματος. Οπότε πέφτει το επόμενο ρητορικό ερώτημα.

        «Νομίζεις ότι η τζαζ έχει ακόμα προοπτικές εξέλιξης; Εγώ προσωπικά αμφιβάλλω, βλέποντας τον Σεπ να επιστρέφει στο μπίμποπ και στον Μπεν Γουέμπστερ, βλέποντας κάποιον σαν τον Άντονυ Μπράξτον, να επικαλείται τον Λη Κόνιτς, βλέποντας πού έχουν καταντήσει μουσικοί από τους οποίους περιμέναμε πολλά, όπως ο Μάριον Μπράουν ή, πιο κοντά σ’ εμάς, ο Τσίκο Φρήμαν. Ανάμεσα στο χάος και τη θλίψη, δεν έχεις επιλογή. Όχι, σοβαρά τώρα, οι μισοί είναι άχρηστοι και οι άλλο μισοί βαρετοί μέχρι θανάτου. Σκατά δηλαδή. Και έχω συνείδηση του γεγονότος πως πρόκειται στην ουσία για διαφορετικές πλευρές της ίδιας κρίσης. Δεν συμφωνείς;»

Στο διάστημα 1981 – 1988 ο Μανσέτ δεν παραδίδει άλλο βιβλίο αλλά μεταφράζει τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ross Thomas, γράφει κριτική βιβλίου στο περιοδικό Polar, σενάρια και διασκευές για κινηματογραφικές ταινίες ή τηλεοπτικά προγράμματα. Ξαναρχίζει να γράφει το 1989. Την ίδια χρονιά που σπάει τη σιωπή του παθαίνει δυστυχώς καρκίνο. Κατάφερε να αντισταθεί μέχρι τον Ιούνιο του 1995.Τότε σχεδιάζει μια σειρά έργων κάτω από τον γενικό τίτλο «Οι άνθρωποι των σκοτεινών καιρών». Στόχος του να περάσει στις σελίδες τη νέα πραγματικότητα στην παγκόσμια κλίμακά της και όχι μόνο στη γαλλική, την ιστορική περίοδο που ζούμε, το αστυνομικό μυθιστόρημα κοινωνικής κριτικής και την πολιτική. Πρόλαβε μόνο τα τέσσερα πέμπτα του μυθιστορήματος «Η πριγκίπισσα του αίματος» το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του – ελληνική έκδοση το 2001, μετάφραση Θοδωρή Τσαπακίδη. Η δράση τοποθετείται στην Κούβα και η γραφή τώρα δημιουργεί ατμόσφαιρα κινηματογραφικού θρίλερ. Πολύπλοκα πολιτικά παιχνίδια παίζονται την εποχή που ο Κάστρο δεν έχει ακόμη καταλάβει την εξουσία. Οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, ο αγώνας στην Αλγερία, σκοτεινές δυνάμεις πίσω από πληρωμένους εκτελεστές, λαθρεμπόριο όπλων.

Ο Μανσέτ, σε συνέντευξή του το 1993 στο ραδιοσταθμό France Culture, μιλάει για τους νέους του στόχους. «Κατά βάθος γύρισα στο παρελθόν, πατώντας στα χνάρια μου, στα χρόνια της συγγραφικής μου δραστηριότητας, αλλά και σ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν. Έφτασα μέχρι το 1956, μια χρονιά ιστορική: Βουδαπέστη, πόλεμος της Αλγερίας. Τότε ήμουν ακόμη στο Λύκειο, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Έχω, λοιπόν, το τολμηρό σχέδιο να ανασυνθέσω, μ’ αυτόν τον κύκλο, την ιστορία, από εκείνη την εποχή, και να συνεχίσω στη δεκαετία του ’60, στον Μάη του ’68, στη δεκαετία του ’70, κλπ. Αν θα έπρεπε να κατονομάσω ένα κεντρικό θέμα, αυτό θα ήταν μια φράση του τύπου: Μα πώς στο διάβολο φτάσαμε εδώ;»

Στην «Πριγκίπισσα του αίματος». Και πάλι σε διάφορα σημεία της αφήγησης συναντούμε σχόλια για την τζαζ. Είναι φανερό ότι ο Μανσέτ τρώγεται να πει δυο λόγια για τους μουσικούς, τους δίσκους ή κάποιο γεγονός. Περιγράφοντας καθημερινές σκηνές με ποιητικό τρόπο αποφορτίζει το βαρύ κλίμα της βίας και του κυνισμού. Επίσης, οι λεπτομέρειες γύρω από την τζαζ χρωματίζουν διαφορετικά τα πρόσωπα του μυθιστορήματος και ορισμένα τα φέρνει πιο κοντά του, χωρίς ποτέ να ταυτίζεται με τους ήρωές του, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένως.

«Από το σαλόνι ακουγόταν το πιάνο του Ταντ Ντάμερον, το άλτο σαξόφωνο του Έρνι Χένρι, η τρομπέτα του Φατς Ναβάρο και ακόμη ο Κέρλι Ράσελ στο κοντραμπάσο και ο  Κένι Κλαρκ στα κρουστά, σε μια ηχογράφηση του 1947, στη Νέα Υόρκη. Ο Φατς Ναβάρο πέθανε τρία χρόνια αργότερα από φυματίωση και ναρκωτικά».

Σε άλλες σελίδες περνούν τα ονόματα του Τσάρλι Πάρκερ, του Χόρας Σίλβερ, του Λου Ντόναλτσον, Θελόνιους Μονκ, οι δύο δίσκοι του Αρτ Μπλέϊκι στο Birdland το 1954, Μπαντ Πάουελ και άλλοι. Ο Μανσέτ εντοπίζει τις κατάλληλες στιγμές και βρίσκει την ευκαιρία να αφήσει να διαρρεύσει κάποια δική του ανάμνηση από την επαφή του με τον κόσμο της τζαζ – διαβάζοντας, ακούγοντας, παρατηρώντας φωτογραφίες, βλέποντας σινεμά και τόσα άλλα. Ένα σημείο, και πάλι από την «Η πριγκίπισσα του αίματος»:

        «Μίλησε, τέλος, για την ιδιοφυία του εικοσιπεντάχρονου τρομπετίστα Κλίφορντ Μπράουν. Θα φτάσει πολύ ψηλά. αποφάνθηκε η Άιβυ. Ήταν 1η Ιανουαρίου του 1956, 22:15 ή λίγο πιο αργά. Η Άιβυ δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο  Κλίφορντ Μπράουν θα σκοτωνόταν σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μαζί με τον πιανίστα Ρίτσι Πάουελ, αδελφό του Μπαντ, στις 27 του ερχόμενου Ιουνίου».

Συμπληρωματικά. «Μοιραία», το τέταρτο μυθιστόρημα του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, μετάφραση Ειρήνης Τσολακέλλη, εκδόσεις Άγρα, 2006. Εδώ το κεντρικό πρόσωπο είναι γυναίκα η οποία τα βγάζει πέρα μια χαρά. Ο Jean Echenoz γράφει ότι η «Μοιραία» είναι ένα «μαύρο μυθιστόρημα, σε σημείο που να μην επιτρέπει στην παραμικρή μουσική νότα να εισχωρήσει στη σύνθεσή του», σε αντίθεση με τα υπόλοιπα έργα του Μανσέτ τα οποία διαπνέονται από τη μουσική.

Προηγούμενο άρθροΚάλβος,Βαρβέρης, Βρεττός, Ερηνάκης
Επόμενο άρθροH ιστορία στο μυθιστόρημα, σήμερα,Δευτέρα, Μέγαρο Μουσικής, 7μμ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ