του Θανάση Αγάθου(*)
Το 1935, σε ηλικία μόλις επτά ετών, η Ζαν Μορώ, κόρη ενός εστιάτορα της Μονμάρτρης και μιας Αγγλίδας χορεύτριας, ανακαλύπτει τον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας μέσα από ένα μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά, το Αμάρτημα του Αββά Μουρέ, πέμπτο τόμο της σειράς του συγγραφέα Rougon-Macquart. Η μικρή διαβάζει το βιβλίο κρυφά, το διάβασμα είναι απαγορευμένο στο σπίτι της. Πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Le Figaro η ηθοποιός θα εξομολογηθεί: «Είχα έναν μικρό φίλο τον οποίο τρομοκρατούσα, ο πατέρας του ήταν γιατρός και είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Έτσι ανακάλυψα το βιβλίο του Ζολά στα επτά μου»[1].
Η Ζαν Μορώ (23 Ιανουαρίου 1928 – Παρίσι 31 Ιουλίου 2017), κατορθώνει, χάρη στα βιβλία, να ξεφύγει από το ασφυκτικά συντηρητικό περιβάλλον του σπιτιού της, που την προορίζει για δασκάλα ή για δακτυλογράφο. Μετά το βιβλίο του Ζολά διαβάζει –πάντα στα κρυφά– πολλά άλλα βιβλία, γοητεύεται από τον Όμηρο, τον Ουγκό, τον Μπαλζάκ, τον Φλωμπέρ, τον Σταντάλ, τον Γουώλτερ Σκοτ[2], αποφασίζει να γίνει ηθοποιός όταν βλέπει μια παράσταση της Αντιγόνης του Ανούιγ, το 1946 γίνεται δεκτή –μετά από εξετάσεις που δίνει και πάλι κρυφά– στο Conservatoire de Paris, το 1948 γίνεται το νεότερο μέλος στην ιστορία της Comédie-Française και αρχίζει μια λαμπρή καριέρα στο θέατρο (ως το 2010), ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, τη Βέρα στο Ένας μήνας στην εξοχή του Ιβάν Τουργκένιεβ, την Καρολά στα Υπόγεια του Βατικανού του Αντρέ Ζιντ, την Ελίζα Ντούλιτλ στον Πυγμαλίωνα του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, τη Μάγκι στη Λυσσασμένη γάτα του Τενεσή Γουίλιαμς, τη Λούλου του Βέντεκιντ, την Τσερλίν στο έργο του Χέρμαν Μπροχ Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίν και δουλεύοντας με σκηνοθέτες όπως Ζαν Μεγιέρ, ο Πήτερ Μπρουκ και ο Αντουάν Βιτέζ. Ταυτόχρονα, παίζει στον κινηματογράφο: από το 1949 έως το 2015 πρωταγωνιστεί σε 130 ταινίες, με μια φιλμογραφία μάλλον μοναδική για την ποιότητα και το εύρος των επιλογών της, καθώς περιλαμβάνει συνεργασίες με σκηνοθέτες-φάρους του παγκόσμιου σινεμά όπως, ενδεικτικά, ο Φρανσουά Τρυφώ, ο Όρσον Γουέλς, ο Λουί Μαλ, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Ζαν Ρενουάρ, ο Τόνυ Ρίτσαρντσον, ο Ζακ Ντεμύ, ο Ηλίας Καζάν, ο Αντρέ Τεσινέ, ο Βιμ Βέντερς, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Μάρτιν Ριτ, ο Τζόζεφ Λοόυζυ, ο Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, ο Φρανσουά Οζόν και συμπρωταγωνιστές-μύθους όπως, ενδεικτικά και πάλι, ο Ζαν Γκαμπέν, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Μαξ Φον Σύντοβ, ο Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, ο Αλαίν Ντελόν, ο Πήτερ Ο’ Τουλ, ο Λη Μάρβιν, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Συλβάνα Μανγκάνο, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Οι εκτενείς νεκρολογίες και τα αφιερώματα του διεθνούς τύπου τις τελευταίες μέρες δίνουν έμφαση στο μυθικό στάτους της διεθνούς σταρ-απόλυτης ντίβας που αγγίζει η Ζαν Μορώ (ανάλογο της Μαρίας Κάλλας ή της Εντίθ Πιάφ σε άλλα πεδία), στη μεγάλη διάρκεια της καριέρας της, στη δημόσια εικόνα της ως «μοιραίας γυναίκας», στην αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που αποπνέει, στη φινέτσα και την κομψότητά της (υπήρξε μούσα και σύντροφος του Πιέρ Καρντέν για αρκετά χρόνια), στη θυελλώδη προσωπική της ζωή, στις παράλληλες καριέρες της ως σκηνοθέτιδας, σεναριογράφου και τραγουδίστριας, στις θαρραλέες επεμβάσεις της στη δημόσια ζωή (είναι μια από τις 343 επώνυμες γυναίκες που υποστηρίζουν το 1971 ότι έχουν υποβληθεί σε έκτρωση, ζητώντας τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη Γαλλία, ενώ λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή υπογράφει ένα κείμενο ενάντια στη Λεπέν). Ωστόσο, δεν έχει τονιστεί ιδιαίτερα το πόσο στενή και σφαιρική ήταν η σχέση αυτής της αντισυμβατικής πρωταγωνίστριας με τη λογοτεχνία.
Ήδη από τη δεκαετία του 1950 η Μορώ βρίσκεται στο περιβάλλον του Ζαν Κοκτώ (μια που το 1955 ερμηνεύει τον ρόλο της Σφίγγας στο έργο του Η διαβολική μηχανή) και στα επόμενα χρόνια η λίστα των συγγραφέων με τους οποίους διατηρεί φιλικές σχέσεις διευρύνεται πολύ: Τενεσή Γουίλιαμς (εκτός από τη Λυσσασμένη γάτα πρωταγωνιστεί και σε παράσταση του έργου του Η νύχτα της Ινγκουάνα στις ΗΠΑ το 1985), Ζαν Ζενέ, Χένρυ Μίλλερ, Αναΐς Νιν, Πατρίτσια Χάισμιθ, Πωλ Ώστερ, Πέτερ Χάντκε (το 1974 ανεβάζει στο Παρίσι το έργο του La chevauchée sur le lac de Constance και το 1992 πρωταγωνιστεί στην ταινία του L’absence), Τζόυς Κάρολ Όουτς (το 1996 συνεργάζεται μαζί της στην κινηματογραφική προσαρμογή του μυθιστορήματός της Solstice, αλλά η ταινία δεν πραγματοποιείται γιατί η εταιρεία παραγωγής Disney βρίσκει το θέμα πολύ τολμηρό).
Η συγγραφέας,ωστόσο, που σφραγίζει για τα καλά την καλλιτεχνική πορεία και την προσωπική ζωή της Ζαν Μορώ δεν είναι άλλη από τη θρυλική Μαργκερίτ Ντυράς[3]. Οι δύο γυναίκες γνωρίζονται στα τέλη τη δεκαετίας του 1950, συνδέονται αμέσως με στενή φιλία, η Ντυράς παίρνει συνέντευξη από τη Μορώ το 1965 για λογαριασμό του περιοδικού Le Nouvel Observateur[4] και η ηθοποιός αναδεικνύεται σε ιδεώδη ερμηνεύτρια της συγγραφέως επί της οθόνης, πρωταγωνιστώντας σε δύο κινηματογραφικές διασκευές μυθιστορημάτων της, που και οι δύο γυρίζονται από σπουδαίους Βρετανούς σκηνοθέτες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960: Μοντεράτο καντάμπιλε (Moderato cantabile, 1960) του Πήτερ Μπρουκ, όπου η Μορώ ερμηνεύει μοναδικά την Αν Ντεμπαρέντ, μια νεαρή αστή παντρεμένη με έναν πλούσιο επιχειρηματία η οποία γοητεύεται από τον εργάτη Σωβέν (ρόλος για τον οποίο κερδίζει το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Καννών, εξ ημισείας με τη Μελίνα Μερκούρη για το Ποτέ την Κυριακή) και Ο ναύτης του Γιβραλτάρ (The Sailor from Gibraltar, 1967) του Τόνυ Ρίτσαρντσον, με τη Μορώ στον ρόλο της Άννας, μιας πλούσιας εκκεντρικής Γαλλίδας που περιπλανιέται στη Μεσόγειο με το σκάφος της αναζητώντας τον μυστηριώδη ναύτη που ερωτεύτηκε στην εφηβεία της. Η Μορώ παραμένει στενή συνεργάτις της Ντυράς και τα επόμενα χρόνια: το 1972 ερμηνεύει έναν από τους δύο βασικούς γυναικείους ρόλους στην ταινία Nathalie Granger, που σκηνοθετεί η Ντυράς, πάνω σε δικό της σενάριο, το 1975 τραγουδά το υπέροχο India Song στην ομότιτλη ταινία, το 1992 δέχεται να είναι η αφηγήτρια στην κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος Ο εραστής (L’amant), που σκηνοθετεί ο Ζαν-Ζακ Αννώ, και το 2001, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της συγγραφέως η ηθοποιός ερμηνεύει έξοχα τη φίλη της –χωρίς να πέφτει στην παγίδα του μιμητισμού– στην ωραία (και παραγνωρισμένη) ταινία της Ζοζέ Νταγιάν Cet amour–là, μεταφορά του ομώνυμου αυτοβιογραφικού βιβλίου του Γιαν Αντρεά, που περιγράφει την ιδιότυπη ερωτική σχέση του με την Ντυράς.
Αλλά και ένας άλλος κορυφαίος δημιουργός, ο Όρσον Γουέλς, στήνει τις συνεργασίες του με τη Ζαν Μορώ (την οποία δεν διστάζει να χαρακτηρίσει το 1965 «μεγαλύτερη ηθοποιό στον κόσμο») πάνω σε κινηματογραφικές μεταφορές κλασικών λογοτεχνικών έργων: το 1962 της δίνει τον επεισοδιακό ρόλο της δεσποινίδας Μπύρστνερ στην ταινία του Η δίκη (Le procès), διασκευή του αριστουργήματος του Κάφκα, το 1966 τη βάζει συμπρωταγωνίστριά του στο σαιξπηρικό Φάλσταφ – Οι καμπάνες του μεσονυκτίου (Chimes at Midnight, στον ρόλο της Ντολ Τήρσητ) και το 1968 της δωρίζει τον υπέροχο πρωταγωνιστικό ρόλο της Βιρζινί Ντυκρό, μιας πόρνης που δέχεται να λάβει μέρος στην αναπαράσταση ενός θρύλου, στην πρώτη έγχρωμη ταινία του, Αθάνατη ιστορία (Histoire immortelle), μια υψηλής αισθητικής και σπάνιας ευαισθησίας διασκευή της ομώνυμης νουβέλας της Κάρεν Μπλίξεν.
Η λίστα των ταινιών της Μορώ που στηρίζονται σε κλασικά λογοτεχνικά έργα είναι ατελείωτη, προσφέροντας ένα κλειδί για να διαβαστεί και από αυτή την οπτική γωνία η πλούσια και πολύμορφη φιλμογραφία της ηθοποιού. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται: Βασίλισσα Μαργκό (La reine Margot, 1954) του Ζαν Ντρεβίλ, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά (στον ρόλο του τίτλου), Επικίνδυνες σχέσεις (Les liaisons dangereuses, 1959) του Ροζέ Βαντίμ, από το επιστολικό μυθιστόρημα του Σοντερλό ντε Λακλό (στον ρόλο της Ζυλιέτ Ντε Μερτέιγ), Ζυλ και Τζιμ (Jules et Jim, 1962) του Φρανσουά Τρυφώ, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ανρί-Πιέρ Ροσέ (στον εμβληματικό ρόλο της Κατρίν), Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας (Le journal d’une femme de chambre, 1964) του Λουίς Μπουνιουέλ, από το μυθιστόρημα του Οκτάβ Μιρμπώ (με τη Μορώ εξαιρετική στον ρόλο της Σελεστίν, μιας φιλόδοξης καμαριέρας που προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά), Ο τελευταίος των μεγιστάνων (The Last Tycoon, 1976) του Ηλία Καζάν, από το ομώνυμο ημιτελές μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Ο καβγατζής (Querelle, 1982), κύκνειο άσμα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, από το μυθιστόρημα του Ζαν Ζενέ (στον ρόλο της Μαντάμ Λυζιάν, που τραγουδάει το θρυλικό πλέον “Each Man Kills the Thing He Loves”, σε στίχους Όσκαρ Γουάιλντ). Ακόμη και έργα εκτός λογοτεχνικού κανόνα γίνονται συναρπαστικές ταινίες, χάρη στο ταλέντο της Μορώ και των σκηνοθετών που εμπνέονται από την προσωπικότητά της: σε μυθιστόρημα του Νοέλ Καλέφ στηρίζεται το εμβληματικό Ασανσέρ για δολοφόνους (Ascenseur pour l’échafaud, 1958) του Λουί Μαλ, όπου η ηθοποιός, στο απόγειο της γοητείας της, υποδύεται τη Φλοράνς, την άπιστη σύζυγο που περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού, αναζητώντας τον εραστή της, υπό τον ήχο της υπέροχης μουσικής του Μάιλς Ντέηβις, σε μυθιστόρημα του Τζέημς Χάντλεϋ Τσέηζ στηρίζεται η Εύα (Eva, 1962) του Τζόζεφ Λόουζυ, το πιο ακραίο, ίσως, πορτραίτο femme fatale στην ιστορία του κινηματογράφου, στο ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Άιρις βασίζεται το Η νύφη φορούσε μαύρα (La mariée était en noir, 1968) του Φρανσουά Τρυφώ.
Επιπρόσθετα, η Μορώ συμμετέχει το 1987 στη θρυλική λογοτεχνική εκπομπή του Μπερνάρ Πιβό Apostrophes, μιλώντας για τις αναγνωστικές προτιμήσεις της και εμμένοντας ιδιαίτερα στην αγάπη της για το έργο του Γκαίτε[5], γοητεύεται από τους σκηνικούς μονολόγου του Γιάννη Ρίτσου και σχεδιάζει να σκηνοθετήσει τη Φαίδρα του, με πρωταγωνίστρια τη Φαννύ Αρντάν και, τέλος, είναι αυτή που «μαθαίνει» τον Μαρσέλ Προυστ στον δεύτερο σύζυγό της, τον Αμερικανό σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρήντκιν, κατά το διάστημα των δύο ετών που έμειναν παντρεμένοι (1977-1979). Όπως πολύ αποκαλύπτει ο Φρήντκιν σε ένα πολύ πρόσφατο κείμενό του: «Τα βράδια, μετά το δείπνο η Ζαν συνήθιζε να διαβάζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ. Αρχικά μου το διάβαζε στα Γαλλικά, μετά το μετέφραζε στα Αγγλικά. Σταδιακά απορροφήθηκα από τη γλώσσα του μυθιστορήματος, τη σύνθετη δομή του και τις διαπλεκόμενες ζωές των πολλών χαρακτήρων του. Μετά από δύο χρόνια η Ζαν και εγώ καταλάβαμε ότι δεν είχαμε θέση ο ένας στον κόσμο του άλλου. Ο γάμος μας τελείωσε, αλλά όχι η αγάπη μου για τον Προυστ»[6].
Η Ζαν Μορώ παραμένει παθιασμένη αναγνώστρια ως το τέλος της ζωής της. Θα αφήσω την τελευταία λέξη στον Φρανσουά Τρυφώ, που πολύ έυστοχα θα δηλώσει για την αγαπημένη του πρωταγωνίστρια: «Κάθε φορά που τη σκέφτομαι από απόσταση, δεν τη βλέπω να διαβάζει εφημερίδα αλλά ένα βιβλίο, γιατί η Ζαν Μορώ σε κάνει να σκέφτεσαι όχι το φλερτ, αλλά τον έρωτα»[7].
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Diane Lestage, “Jeanne Moreau, femme libérée par La faute de l’abbé Mouret”, Le Figaro, 1 aout 2017. Προσβάσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.lefigaro.fr/livres/2017/08/01/03005-20170801ARTFIG00208-jeanne-moreau-femme-liberee-par-la-faute-de-l-abbe-mouret.php
[2] Jean-Claude Moireau, Jeanne Moreau, l’insoumise, Flammarion, Paris 2011, 19.
[3] Για μια διεξοδική προσέγγιση της σχέσης Ντυράς-Μορώ, βλ. Michaël Delmar, L’une est l’autre: Duras-Moreau, une amitié littéraire, Scali, Paris 2008.
[4] Marguerite Duras, “Vivre seule”, Le Nouvel Observateur, no 46 (29 septembre 1965), 18-19.
[5] http://www.ina.fr/video/CPB87012560
[6] William Friedkin, “In the Footsteps of Marcel Proust”, The New York Times, T Magazine, 15 May 2017. Προσβάσιμο στη διέυθυνση https://www.nytimes.com/2017/05/15/t-magazine/william-friedkin-marcel-proust.html
[7] Jean-Claude Moireau, Jeanne Moreau, l’insoumise, ό.π., 7.