Ζαν Ματέρν : «Σιχαίνομαι την επιστροφή στις ρίζες..»

0
401

Της Λίλα Κονομάρα.

 

…..»δεν είμαστε φυτά», θα συμπληρώσει ο ήρωας του Ζαν Ματέρν και θα συμφωνήσει  και ο συγγραφέας. Με αφορμή την έκδοση και του δεύτερου μυθιστορήματός του JEAN MATTERNΑπό μέλι και γάλα από τις εκδόσεις της Εστίας σε μετάφραση της Εύας Καραϊτίδη, ο Ζαν Ματέρν ήρθε στη χώρα μας την οποία έχει επισκεφθεί και στο παρελθόν ως υπεύθυνος της ξένης σειράς λογοτεχνίας των εκδόσεων Γκαλιμάρ. Στο πρώτο του βιβλίο, Τα λουτρά του Κιράλυ, ο Γκαμπριέλ που ζει από μικρός τη σιωπή των γονιών του γύρω από το παρελθόν τους και την καταγωγή του αλλά και γύρω από το θάνατο της αδελφής του, αφηγείται την αγωνιώδη προσπάθειά του να μεταβεί από τον κόσμο της σιωπής στον κόσμο της αληθινής επικοινωνίας. Στο δεύτερο βιβλίο του, ο συγγραφέας δίνει το λόγο στον πατέρα του Γκαμπριέλ, ο οποίος αφηγείται το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τη φυγή από το Τέμεσβαρ στη Ρουμανία, την εξορία και την εγκατάσταση στη γαλλική Καμπανία όπου θα φτιάξει την οικογένειά του με τη Σουζάν, επίσης εξόριστη από τη Βουδαπέστη. Δύο βιβλία  για την αναζήτηση ταυτότητας, το ρόλο της γλώσσας, της μνήμης και της Ιστορίας.

 

 

Τα δύο βιβλία σας που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά αποτελούν ένα σύνολο. Εμφανίζονται οι ίδιοι περίπου χαρακτήρες, αναφέρονται στην ίδια οικογενειακή ιστορία παρουσιασμένη όμως κάθε φορά από μια άλλη οπτική γωνία, την πρώτη από την πλευρά του γιου, τη δεύτερη του πατέρα. Γιατί επιλέξατε να επανέλθετε στην ίδια ιστορία την οποία εν μέρει ξαναπιάνετε και στο τρίτο σας βιβλίο που τιτλοφορείται Simon Weber;

Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για την ίδια ιστορία διότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί αφηγητές. Φυσικά εφόσον πρόκειται για πατέρα και γιο θα υπάρχουν κοινά στοιχεία, οι ζωές τους όμως είναι πολύ διαφορετικές. Ο αφηγητής του δεύτερου βιβλίου Από μέλι και γάλα γνωρίζει τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την εξορία, έρχεται αντιμέτωπος με υπαρξιακές επιλογές πολύ δύσκολες. Ο αφηγητής του πρώτου βιβλίου Τα λουτρά του Κιράλυ βρίσκεται επίσης αντιμέτωπος με δύσκολες αποφάσεις, όχι όμως στο ίδιο επίπεδο. Η ζωή του δεν απειλείται από τον πόλεμο, από το σοβιετικό στρατό. Βιώνει τον απόηχο όλων αυτών των γεγονότων τα οποία του δημιουργούν διάφορα ψυχολογικά προβλήματα που εκδηλώνονται κυρίως όταν η γυναίκα του μένει έγκυος και ξαφνικά αισθάνεται ανίκανος να παίξει το ρόλο του πατέρα, να αναλάβει την ευθύνη. Δεν είχα προγραμματίσει εξαρχής αυτό που τελικά έγινε μια τριλογία. Όταν έγραφα το πρώτο βιβλίο είχα το αίσθημα μιας επείγουσας εσωτερικής ανάγκης, δεν ξέρεις από πού προέρχεται και ξαφνικά έχεις την ανάγκη να πεις κάποια πράγματα. Εγώ λειτουργώ πολύ σε σχέση με τη «φωνή», τη μουσικότητα. Δεν φτιάχνω μια εικόνα των χαρακτήρων μου, δεν τους φαντάζομαι, δεν ξέρω καν με τι μοιάζουν, τους ακούω όμως να μιλάνε. Μόλις αρχίσω να ακούω τη φωνή του ήρωα και ο τόνος μού ακούγεται σωστός, τότε ξέρω πως το βιβλίο έχει αρχίσει να γράφεται. Όταν άρχισα να ακούω τη φωνή του αφηγητή του Γκαμπριέλ σιγά σιγά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Αφού παρέδωσα το χειρόγραφο, αισθάνθηκα ότι έπρεπε να πω και την ιστορία του πατέρα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η αφήγηση είναι και στα δύο βιβλία πρωτοπρόσωπη, δεν μπορώ να δουλέψω αλλιώς.

Πώς γεννήθηκαν οι δύο τίτλοι των βιβλίων;

Το πρώτο βιβλίο δεν είχε αυτό τον τίτλο όσο καιρό το έγραφα. Ο αρχικός τίτλος ήταν Un pas après lautre (Βήμα βήμα) γιατί για μένα αυτό ήταν το βασικό θέμα, το πώς δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν πάθει κάποιο μπλοκάρισμα καταφέρνουν να κάνουν το επόμενο βήμα και να προχωρήσουν. Και ο Γκαμπριέλ, ο αφηγητής του βιβλίου πρέπει να προχωρήσει στη ζωή του, πρέπει να βρει τις λέξεις για να κάνει το επόμενο βήμα. Επειδή όμως δεν ήταν πολύ ωραίο σαν τίτλος, η εκδότρια μού επεσήμανε ότι υπάρχει στο βιβλίο μια σκηνή κάθαρσης, όταν ο αφηγητής επισκέπτεται τα λουτρά του Κιράλυ και τελικά  επιλέξαμε αυτό γιατί μετά από αυτή τη σκηνή που είναι ένα είδος αναβαπτισμού, ο ήρωας αλλάζει πορεία. Στο δεύτερο βιβλίο, ο τίτλος αναφέρεται στην υπόσχεση που ο αφηγητής κάνει στη γυναίκα του, μια γυναίκα σημαδεμένη από τα γεγονότα της Βουδαπέστης το 1958 και την εξορία, να της προσφέρει μια νέα ζωή, καλύτερη, μια ζωή από μέλι και γάλα.

Και στα δύο βιβλία υπάρχει μία διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα στη συλλογική μοίρα των προσφύγων και την ??? ???? ??? ????προσωπική ιστορία των ηρώων. Στο μυθιστόρημά σας Από μέλι και γάλα, η Ιστορία παίρνει πρωτεύοντα ρόλο, υπερτερεί σαφώς σε σχέση με τις πιο προσωπικές σκηνές.

Σ’ αυτό μου το βιβλίο, διηγούμαι την ιστορία του πατέρα μου ο οποίος καταγόταν από το Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα). Μιλούσε σπάνια για όλα αυτά που έζησε, ξέρω ελάχιστα περιστατικά, αναφερόταν όμως συχνά στο γεγονός ότι η Ιστορία σε αναγκάζει να πάρεις θέση, σε αναγκάζει να πάρεις αποφάσεις που επηρεάζουν την προσωπική σου ζωή, τις φιλίες σου. Γι’ αυτό το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με τη σκηνή του αποχωρισμού του αφηγητή με τον καλύτερό του φίλο, τον Στεφάν. Ήθελα να δείξω κάτι που τα βιβλία ιστορίας δεν το λένε, ότι δηλαδή η ζωή συνεχίζεται και όταν συμβαίνουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ακόμα και εν καιρώ πολέμου: οι άνθρωποι εξακολουθούν να ασχολούνται με τα προσωπικά τους ζητήματα, τα συναισθήματά τους, οι γυναίκες εξακολουθούν να απατούν τους συζύγους τους. Το οικείο, το ατομικό συμπλέκεται με το συλλογικό όταν έρχεται η στιγμή να πάρεις θέση υπέρ της μιας πλευράς ή υπέρ της άλλης ενώ δεν θέλεις να υποστηρίξεις καμιά. Η ζωή του αφηγητή υφίσταται μια μεγάλη ανατροπή, όχι μόνο υλική εφόσον χάνει το σπίτι του, τις ανέσεις του, τον τόπο του και παίρνει το δρόμο της εξορίας, αλλά κυρίως συναισθηματική αφού θα εγκαταλείψει τον φίλο του Στεφάν επιλέγοντας να φύγει για τη Γαλλία και όχι να ταχθεί υπέρ των Γερμανών. Αυτή η επιλογή θα τον ακολουθεί ως το τέλος της ζωής του, θα στοιχειώνει τις σκέψεις του και θα επηρεάσει όλη του τη ζωή περισσότερο απ’ όλα τα άλλα.

Στα Λουτρά του Κιράλυ υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά σκέψεων γύρω από τη γλώσσα,  το ρόλο και τη δύναμη των λέξεων τις οποίες ο αφηγητής αντιπαραβάλλει στη σιωπή που βαραίνει το σπίτι του μετά το θάνατο της αδελφής του και την οποία τηρεί ο ίδιος στις προσωπικές του σχέσεις. Ποια είναι η αντίληψή σας για τη γλώσσα; Μπορεί να έχει λυτρωτικό ρόλο; Όλα μπορούν και πρέπει να λέγονται;

Ο ρόλος της γλώσσας είναι σύνθετος. Για να αποκτήσουν λυτρωτικό χαρακτήρα οι λέξεις πρέπει να ξαναβρούν το νόημά τους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τις λέξεις μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κανείς με τρόπο εντελώς ουδέτερο, ασύμπτωτο ακόμα και ψευδή, όπως οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί. Μπορούμε να αφαιρέσουμε το περιεχόμενο από τις λέξεις με μια έννοια. Ο Γκαμπριέλ καλείται να προσωποποιήσει τις λέξεις. Για να απελευθερωθεί ο άνθρωπος, πράγμα που κατά τη γνώμη μου γίνεται μέσα από τη γλώσσα, πρέπει να ξαναβρεί το πραγματικό νόημα των λέξεων και τη βαρύτητα που έχουν στη ζωή του. Αυτή την πορεία του Γκαμπριέλ προς μια πιο ενσυνείδητη ανθρώπινη κατάσταση ήθελα να καταδείξω και αυτό απαιτεί μια καθημερινή πάλη με τις λέξεις.

Στα Λουτρά του Κιράλυ, ο αφηγητής λέει: «Σιχαίνομαι αυτή τη μόδα που δίνει τόση σημασία στις ρίζες μας λες και είμαστε φυτά». Και στα δυο σας βιβλία θίγετε το μείζον θέμα του αιώνα μας, τη μετακίνηση των πληθυσμών σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ένταξη και αφομοίωση; Εξύμνηση της ετερότητας και επιστροφή στις ρίζες; Πολυπολιτισμικότητα και πολιτιστικές επιμειξίες; Πού τοποθετείστε ακριβώς ανάμεσα σε όλες αυτές τις διαφορετικές τάσεις;

Είμαι εντελώς αντίθετος με αυτή τη μόδα που κάνει θραύση τα τελευταία δέκα – δεκαπέντε χρόνια, της επιστροφής στις ρίζες. Πιστεύω ότι εκφράζει ένα φόβο απέναντι στην ενωμένη Ευρώπη που προσπαθούμε να φτιάξουμε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και για την οποία είμαστε όλοι υπεύθυνοι αν δεν θέλουμε να ξαναπέσουμε σε διαφόρων ειδών εθνικισμούς. Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας καταλανός πρέπει να είναι μόνο καταλανός και όχι ταυτόχρονα ισπανός ή ευρωπαίος τη στιγμή που σήμερα ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πάει παντού και όχι να μένει αλυσοδεμένος σ’ ένα τόπο όπως το φυτό που το κρατάνε οι ρίζες του. Αν εγώ μένω καρφωμένος σ’ ένα σημείο και το διεκδικώ σαν δικό μου, αυτό συνεπάγεται τον αποκλεισμό του άλλου, τον εξοστρακισμό του. Αυτό με τρομοκρατεί και ταυτόχρονα με μικραίνει γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει πληθώρα ταυτοτήτων και δεν πρέπει να καθορίζεται μόνο από μία είτε αυτή είναι εθνική είτε γεωγραφική, θρησκευτική ή σεξουαλική. Είμαστε πολλά πράγματα μαζί. Η οικονομική κρίση και το εντεινόμενο αίσθημα ανασφάλειας είναι αυτά που κάνουν τους ανθρώπους σήμερα να αναγάγουν τα πάντα στην ταυτότητα και στην υποχρέωση να ανήκεις κάπου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μια από τις σημαντικές κατακτήσεις της ενωμένης Ευρώπης είναι η δυνατότητα που έχουμε σήμερα να εγκατασταθούμε όπου θέλουμε.

Ποιος είναι ο ρόλος της εβραϊκότητας σ’ αυτή την αναζήτηση ταυτότητας του Γκαμπριέλ;

Όπως και πολλά άλλα σχετικά με την καταγωγή του, είναι ένα στοιχείο που δεν συζητήθηκε ποτέ, δεν του δόθηκε μια γραμματική που θα του επέτρεπε να αυτοπροσδιοριστεί. Και όταν κάτι αποσιωπείται, μεγεθύνεται. Αρχικά παίζει ρόλο αποσταθεροποιητικό τόσο για τον Γκαμπριέλ όσο και για τον πατέρα του. Ανακαλύπτοντας ότι οι παπούδες του από την πλευρά της μητέρας του ήταν εβραίοι, θα αρχίσει μια αναζήτηση γύρω από το απαγορευμένο αυτό θέμα. Όταν μπει για πρώτη φορά σε μια συναγωγή θα του δημιουργηθεί η αίσθηση ενός οικείου χώρου, ενός πράγματος που γνωρίζει χωρίς να το ξέρει. Πιστεύω ακράδαντα ότι αν θέλεις κάτι να κρύψεις, να αποσιωπήσεις, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, είναι αυτό που τελικά μεταδίδεις στα παιδιά σου. Οι γονείς του Γκαμπριέλ μέσα στην προσπάθειά τους να ενταχθούν, να αφομοιωθούν εντελώς, προσπαθούν να ξεχάσουν τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, το παρελθόν τους. Αυτό θα δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό στον Γκαμπριέλ που μην μπορώντας από ένα σημείο και μετά πια να διαχειριστεί τα παρατάει όλα και αρχίζει να αναζητά απαντήσεις. Αυτή του η πορεία είναι που με ενδιέφερε πάνω απ’ όλα και όχι τόσο η κατάληξή της, γι’ αυτό και το τέλος του βιβλίου παραμένει ανοιχτό.

Τι μερίδιο έχει η αυτοβιογραφία στα βιβλία σας;

Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στα βιβλία μου όχι όμως όσον αφορά τα γεγονότα. Ο πατέρας μου, ο οποίος καταγόταν από το Τέμεσβαρ και στα δεκάξι του πήρε το δρόμο της εξορίας μού διηγήθηκε λίγα πράγματα, μου έδωσε κάποια στοιχεία. Πολλά όμως μου έλειπαν όταν έγραφα το βιβλίο γιατί ο πατέρας μου είχε ήδη πεθάνει. Νομίζω ότι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία αφορούν κυρίως τα συναισθήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι ήρωες και το πώς βιώνουν τις καταστάσεις.

Ως υπεύθυνος της σειράς ξένης λογοτεχνίας «Du monde entier» στις εκδόσεις Γκαλιμάρ, τι μερίδιο παραχωρείτε στη λογοτεχνία των «μικρών χωρών»; Πιστεύετε ότι η Γαλλία είναι ανοιχτή στη λογοτεχνία των μικρών χωρών ή όπως λέει ο Μίλαν Κούντερα ασκεί όπως και οι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες την πολιτιστική της ηγεμονία; 

Είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία. Η Γαλλία εξάγει πολύ περισσότερη λογοτεχνία απ’ ό,τι εισάγει. Παραμένει ωστόσο μια από τις χώρες που μεταφράζουν ξένη λογοτεχνία και λογοτεχνία «μικρών γλωσσών» αν και για μένα ο όρος αυτός δεν είναι ενδεδειγμένος. Μία γλώσσα που παράγει λογοτεχνία είναι μια μεγάλη γλώσσα. Κάθε χρόνο δεχόμαστε γύρω στις 2.500 προτάσεις και βγάζουμε 30 με 35 βιβλία εκ των οποίων μόνο 8-9 αγγλικά. Δεν είναι πολύ, το ξέρω, η αγορά όμως – δημοσιογράφοι και βιβλιοπώλες – δεν μπορεί να απορροφήσει περισσότερα. Προσπαθούμε ωστόσο και με τη βοήθεια 60 συμβούλων που διαθέτουμε να βγάζουμε πολύ καλά βιβλία και η σειρά να ανταποκρίνεται στο όνομά της. Υπάρχουν 40 γλώσσες στον κατάλογό μας, έχουμε εκδώσει και αρκετούς έλληνες συγγραφείς. Δεχόμαστε πολλές προτάσεις από την Ελλάδα, τις εξετάζουμε, τις συζητάμε, εγώ ο ίδιος διαβάζω κείμενα στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά. Με τον περιορισμένο αριθμό των βιβλίων που βγάζουμε δεν αρκεί ένα βιβλίο να είναι απλώς καλό, πρέπει να είναι εξαιρετικό, κάτι που πραγματικά αξίζει τον κόπο να εκδοθεί. Με όλες τις προτάσεις που δεχόμαστε περνάω την ημέρα μου λέγοντας κυρίως όχι και σπανίως ναι, πράγμα που μου αφήνει ένα έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας.

Το γεγονός ότι τα βιβλία μου μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες ήταν για μένα πολύ ευχάριστο. Με ενδιαφέρει η οπτική ενός ξένου αναγνώστη, πράγμα που θα έχω τη δυνατότητα να δω στη συνάντησή μου με το κοινό. Είναι ωραίο ένα βιβλίο να ταξιδεύει και να βλέπεις ποια κοινά στοιχεία υπάρχουν στον τρόπο που προσλαμβάνεται και ποιες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Επίσης είναι πολύ ενδιαφέρον να δουλεύεις με τους μεταφραστές.

Αυτή τη στιγμή γράφετε ένα καινούριο βιβλίο;

Ναι και αν τα καταφέρω, πιστεύω πως θα το τελειώσω το 2014. Θα αφορά πάλι τον τρόπο που διαπλέκεται η προσωπική ζωή κάποιου με ένα ιστορικό γεγονός.

Προηγούμενο άρθροΕγχειρίδια αυτοβοήθειας
Επόμενο άρθροJ.M. Coetzee

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ