της Αθηνάς Βογιατζόγλου (*)
Μπορεί “τ’ αμπέλια” των παιδικών καλοκαιριών του Σταύρου Ζουμπουλάκη να μην ήταν κυριολεκτικά περιοχή με αμπελώνες (ήταν απλώς ο τρόπος με τον οποίο ονόμαζαν οι κάτοικοι της Συκιάς του νομού Λακωνίας το μέρος έξω από τον οικισμό, όπου ξεκαλοκαίριαζαν), ωστόσο το αυτοβιογράφημα Στ’ αμπέλια περιέχει ποικιλίες ολόκληρες από ζουμερά σταφύλια: αναμνήσεις, βιώματα, σκέψεις του συγγραφέα για την οριστικά χαμένη αγροτική Ελλάδα της δεκαετίας του’60· έναν τρόπο καταγραφής των παιδικών αναμνήσεων που αποφεύγει την παγίδα να ηχήσει βαρετός και ναρκισσευόμενος, όπως τόσο συχνά συμβαίνει· μια φρέσκια πρόταση για τη λογοτεχνική γραφή, από κάποιον που δηλώνει εμφατικά ότι δεν είναι λογοτέχνης· και μια συνεχιζόμενη πηγή έμπνευσης για τους κριτικούς και τους πάσης φύσεως σχολιαστές, που δεν παύουν να εκθέτουν τις σκέψεις του γι’ αυτό το μικρό αλλά τόσο περιεκτικό βιβλίο. Πλησιάζουν τα είκοσι τα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί μέχρι στιγμής, και συγκροτούν ένα ανεξάρτητο από το αντικείμενό τους πεδίο λόγου και στοχασμού, που συνεχώς διευρύνεται.
Όποιος έχει διαβάσει την Αδελφή μου, που κυκλοφόρησε έξι χρόνια πριν (Πόλις 2012), θα εκπλαγεί με τη συγγραφική μεταμόρφωση του Ζουμπουλάκη στο φετινό, δεύτερο αυτοβιογράφημά του: άλλος τόνος, άλλη γλώσσα, διαφορετικό χτίσιμο της αφήγησης, αισθητή υποχώρηση του φιλοσοφικού στοιχείου, αλλαγή συσχετισμού μεταξύ εξιστόρησης και στοχασμού (με την πλάστιγγα να γέρνει σαφώς υπέρ της πρώτης), πιο συγκρατημένη συγκίνηση. Και τα δυο βιβλία, όμως, διαβάζονται μονορούφι και με αμείωτη ένταση, γιατί η συγγραφική μαεστρία με την οποία γράφτηκαν είναι μεγάλη. Ο Θάνος Κάππας εύστοχα αναγνωρίζει στα δυο έργα “σαφή λογοτεχνική πρόθεση”, μιλά για το ταλέντο του συγγραφέα τους και συμπεραίνει ότι μέσα από τη λογοτεχνία, αυτή “την τέχνη της οικονομίας, της πυκνότητας και της ακρίβειας του λόγου” το προσωπικό βίωμα του Ζουμπουλάκη κατορθώνει να μην ηχεί αυτοαναφορικό και να ανάγεται σε πανανθρώπινη αλήθεια.[1] Σωστά, λοιπόν, ο Νίκος Γκιώνης ενέταξε το έργο στη λογοτεχνική σειρά των εκδόσεών του.
Θα επιστρέψω στη λογοτεχνική διάσταση του εγχειρήματος αργότερα. Για την ώρα θέλω να επισημάνω τον διαφορετικό βαθμό συμμετοχής του συγγραφέα στα διαδραματιζόμενα των δυο βιβλίων. Στην Αδελφή μου συμπρωταγωνιστεί με τη Γιούλη Ζουμπουλάκη σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου, πράγμα για το οποίο μας προϊδεάζει ήδη από την πρώτη σελίδα, όπου κατατίθενται δυο θεμελιώδη για την εξέλιξη της ιστορίας δεδομένα: ότι η αδελφή του ήταν εκείνη που τον έκανε να νιώσει “από πολύ νωρίς το μυστήριο της αγάπης” και ότι η αρρώστια της (η επιληψία) “μετέτρεψε τη σχέση του μαζί της σε πεπρωμένο”. Στη διάρκεια του βιβλίου ο Ζουμπουλάκης ξεγυμνώνεται με εντυπωσιακή τόλμη και εμπιστοσύνη στον αναγνώστη του – όπως όταν, για παράδειγμα, εξομολογείται ότι την εποχή που η αδελφή του χειροτέρευσε έφτασε στο σημείο να εύχεται, για ένα διάστημα, τον θάνατό της όχι για να λυτρωθεί η ίδια από τα βάσανά της, όπως τότε έλεγε στον εαυτό του, αλλά – “δε γελιέμαι πια σήμερα που το γράφω” – για να λυτρωθεί ο ίδιος. Στο Στ’ αμπέλια, όπου περιγράφει εννιά συνεχόμενα παιδικά καλοκαίρια του, από το 1959 ώς το 1967, σ’ ένα αυτοσχέδιο τσαρδάκι των θείων του στα κτήματά τους έξω από τη Συκιά, ο ρόλος του είναι μικρότερος. Δεν υπάρχει εδώ μια κεντρική ιστορία αλλά πολλές, η δραματικότητα μοιράζεται σε μικροϊστορίες και δεν οδηγείται σε κορύφωση. Είναι αρκετά τα πρόσωπα που περιβάλλουν τον μικρό Σταύρο και διεκδικούν την προσοχή και συχνά τη στοργή του. Ο ίδιος βρίσκεται στην εδεμική του εποχή: πριν αρρωστήσει η αδελφή του, πριν πέσει με τα μούτρα στα βιβλία, πριν μπει για τα καλά στην εφηβεία, πριν αρχίσει πραγματικά να υποφέρει. Γνώρισε τα πάθη, τις αδυναμίες, τους καημούς των ανθρώπων του χωριού – κουτσομπολιό, μίση, χαρτοπαιξία, αλκοολισμός κλπ. – αλλά δεν ταυτίστηκε μαζί τους: “Αυτό τον κόσμο τον είδα και τον γνώρισα […] Δεν με άγγιζε όμως, γιατί ζούσα στην Αθήνα. Η απόσταση ήταν μεγάλη”. Σ’ έναν κόσμο φτώχειας ο ίδιος είχε διατροφικά προνόμια, μια και ο επίσημος λόγος της παραθέρισής του ήταν να παχύνει, γιατί δύσκολα έπαιρνε δράμι επάνω του από τότε που στα ενάμιση χρόνια του έπαθε κυάμωση – πράγματι, γύριζε κάθε φορά στην πρωτεύουσα τρία με τέσσερα κιλά παχύτερος. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά του χωριού, εξάλλου, ο μικρός Σταύρος έκανε μόνο ελαφρές αγροτικές εργασίες, που “ανάμεσα σε ανθρώπους που με είχανε μη βρέξει και μη στάξει, ήταν παιχνίδι και χαρά”. Απόσταση ασφαλείας, λοιπόν, για το μικρό αγόρι, σε αντίθεση με τη στενότατη, βαθιά πονεμένη σχέση που θα συγκροτήσει λίγο αργότερα με την αδελφή του.
Αν στην Αδελφή μου αγωνιούσαμε μαζί του για την πορεία της ασθένειας, για την πάλη του να συμβιβάσει τη χριστιανική πίστη του με έναν αμέτοχο στα βάσανα του ανθρώπου Θεό, για την έκβαση της μετωπικής αναμέτρησής του με τον πόνο, στο Στ’ αμπέλια περιδιαβάζουμε μαζί του στις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων της Συκιάς, στην καθημερινότητά τους. Βλέπουμε και τον ίδιο να παίζει διάφορα αυτοσχέδια παιχνίδια, να σκοτώνει πουλιά, να τρώει κροκάδα, να μαγεύεται από τον βραδινό ύπνο στο υπαίθριο τσαρδί, όπου έμαθε ν’ αναγνωρίζει τους πρώτους αστερισμούς· οι ιστορίες που αφηγείται, όμως, είναι πρωτίστως συλλογικές. Δεν εκστασιάζεται από τις αναπολήσεις της παιδικότητάς του και δεν παρασύρεται σε λεπτομέρειες, το ενδιαφέρον του είναι σταθερά εστιασμένο στον κόσμο εκεί έξω, όχι στο τι συνέβαινε μέσα του. Τόσο μεγάλη είναι η αυτοσυγκράτησή του, που φτάνει κανείς να επιθυμεί, σε ορισμένα σημεία της αφήγησης, να μάθαινε περισσότερα για τον μικρό Σταύρο. Αυτή η συγγραφική επιλογή δείχνει νομίζω μια διπλή στάση: στάση απέναντι στη γραφή (απέχθεια για την αυτάρεσκη αυτοαναφορικότητα) και στάση ζωής γενικότερα, που προτιμά το συλλογικό από το ατομικό, την κοινωνιολογία από την ψυχανάλυση, το επικό και το δραματικό από το λυρικό. Πέρα από το να περιγράφει με λεπτομέρεια, ακρίβεια και σεβασμό όσα θυμάται – και θυμάται εντυπωσιακά πολλά – για τον τρόπο ζωής των κατοίκων της περιοχής, για την εργασία, τη διασκέδαση, τη σχέση με τα ζώα τους, το θρησκευτικό τους αίσθημα, ο Ζουμπουλάκης μένει λίγο περισσότερο σε μορφές που τον σημάδεψαν, και αυτές είναι ανάμεσα στις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου: παράδειγμα ο θεοσεβούμενος μπάρμπας του, που “η ψυχή του διψούσε για τ’ αγιωτικά” και σε μεγάλο διάστημα της ημέρας αλλά και της νύχτας μουρμούριζε προσευχές, σαγηνεύοντας τον μικρό παραθεριστή. Ή ο πατέρας του, που εργάστηκε ως διάκος και παπάς της Συκιάς επί εικοσιένα χρόνια και άλλο τόσα, από το 1959 και μετά, στην Αθήνα· είναι αξιοσημείωτη η λεπτή απόσταση με την οποία ο Ζουμπουλάκης περιγράφει αυτόν τον τόσο στενό του άνθρωπο, παραθέτοντας μετρημένα τα σπάνια για κάτοικο του χωριού χαρίσματά του και αποκαλύπτοντας με ευθύτητα τις αδυναμίες και τις βαθιά ανθρώπινες αντιφάσεις του, που μερικές φορές προξένησαν στον γιο του απογοήτευση, χωρίς ποτέ να κλονίσουν την εκτίμηση και την αγάπη του. Όπως στην Αδελφή μου μια από τις κορυφαίες αναγνωστικές στιγμές είναι ένα σημείωμα της μητέρας του συγγραφέα, που απευθύνεται στην άρρωστη κόρη της και την παρακαλεί να την περιμένει να πεθάνει πρώτη για να σμίξουν αργότερα ευτυχισμένες εκεί που “δεν θα ηπάρχουν γιατρί”, έτσι και στο Στ’ αμπέλια μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές είναι τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Ζουμπουλάκης από ένα ημερολόγιο του πατέρα του, το οποίο διαπερνά βαθιά έγνοια για τους ενορίτες του και φέρνει στον νου, παρά τις τεράστιες διαφορές, το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου (Πόλις 2017) του αγαπημένου του Ζουμπουλάκη Ζωρζ Μπερνανός. Παραθέτω μια από τις καταγραφές για του λόγου το αληθές: “Ετελέσθη μετά βαθυτάτης κατανύξεως η Θεία Λειτουργία και εδοκίμασα λύπην διότι οι εκκλησιασθέντες δεν ήσαν όσοι έπρεπε, διότι προτιμούν τας εργασίας των περισσότερον από τον Θεόν όστις δίδει δύναμιν προς εργασίαν, εις εκείνους που σέβονται και τιμούν την αγίαν Κυριακήν ως ιδικήν του ημέραν αποκλειστικώς” (Κυριακή, 20 Ιανουαρίου 1957).
Αν στην Αδελφή μου βλέπουμε τη θρησκευτική πίστη ως εσωτερική πάλη και φιλοσοφική κοσμοθεωρία, στο Στ’ αμπέλια βρίσκουμε την ασκίαστη από αμφιβολίες, αν και συνήθως γεμάτη παραπτώματα, λαϊκή θρησκευτικότητα, εκείνην που βασιλεύει και στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ο Ζουμπουλάκης πιστεύει ακράδαντα ότι δεν πρέπει κανείς να γράφει κάτι αν δεν το ξέρει προσωπικά, αν δεν το έχει βιώσει. Στην Αδελφή μου εξηγεί ότι από όλους τους συγγραφείς ένιωθε τη μεγαλύτερη ψυχική εγγύτητα με τη Σιμόν Βέιλ, “για τον απλό λόγο πως για ό,τι και αν μιλάμε ήξερε προσωπικά τι είναι αυτό, είχε προηγουμένως πληρώσει η ίδια το τίμημα”. Κομβικό ρόλο στο Στ’ αμπέλια έχει η δήλωση ότι “Όλα αυτά τα καλοκαίρια στ’ αμπέλια, θησαυρίστηκε μέσα μου πολλή ύλη λαϊκής θρησκευτικότητας. Όταν μιλάω γι’ αυτήν σήμερα, ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω”. Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο ακριβώς λέει και για τον Παπαδιαμάντη στο βιβλίο του Ο στεναγμός των πενήτων (ΠΕΚ 2016) σχολιάζοντας το διήγημά του “Τα μαύρα κούτσουρα”, όπου ξετυλίγεται η ιστορία ενός μοναχού. Παρατηρεί ο Ζουμπουλάκης: “[Ο Παπαδιαμάντης] δεν ανήκει βεβαίως στους άστοργους επικριτές του μοναχισμού αλλά, εντελώς αντίθετα, στους θερμούς υπερασπιστές του. Γι’ αυτό ακριβώς και μπορεί άφοβα να γράφει ό,τι γράφει, επειδή ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, για μια βιοτή δηλονότι ακραία και σκληρή, η οποία το μόνο που δεν σηκώνει είναι αφελείς εξωραϊσμούς”. Ο εξωραϊσμός είναι από εκείνα τα πράγματα που, όπως και ο ναρκισσισμός, απωθούν βαθιά τον Ζουμπουλάκη και τα αποφεύγει στα γραπτά του. Διαβάζοντας το Στ’ αμπέλια, με τον αδρά ρεαλιστικό τρόπο που περιγράφεται η ζωή της ελληνικής υπαίθρου μισό αιώνα πριν, αντιλαμβάνεται κανείς μία από τις αιτίες για τις οποίες ο συγγραφέας τους είναι τόσο οξύς αναγνώστης του Παπαδιαμάντη: καταλαβαίνει τον κόσμο των διηγημάτων του, σε αντίθεση με τους αστούς θεολόγους της δεκαετίας του’60, που, όπως εκτιμά, “εξωράισαν αφελώς τη λαϊκή ευλάβεια” χωρίς να την έχουν βιώσει.
Ας επιστρέψουμε στη λογοτεχνικότητα του βιβλίου, άμεσα συνυφασμένη με τη χρήση του τοπικού ιδιώματος. Η επιλογή του Ζουμπουλάκη να εκφραστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του, με ιδιωματικές λέξεις (μέτρησα πρόχειρα εξήντα οκτώ συνολικά), και μάλιστα χωρίς να παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως μια λογοτεχνική στάση. Γιατί αν λογοτεχνία σημαίνει να μεταδίδουμε κάτι γραπτώς με τη μορφή ακριβώς που του αρμόζει, ο Ζουμπουλάκης δεν είχε άλλο τρόπο να γίνει βιωματικός, να ξαναμπεί στη ζωή των εννιά χωριάτικων καλοκαιριών του, χωρίς να κουβαλήσει μαζί τους γλωσσικούς τρόπους τους, το πώς άκουγε και το πώς μιλούσε εκείνο τον καιρό, σε εκείνο τον τόπο, με εκείνους τους ανθρώπους. Η παράθεση γλωσσαρίου θα έδινε έναν φιλολογικό τόνο στο εγχείρημα, και μολονότι θα διευκόλυνε νοητικά τον αναγνώστη, θα εγκαθίδρυε μια απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και στο κείμενο. Αντί να ανατρέχουμε κάθε λίγο στο γλωσσάρι χάνοντας τον ειρμό της αφήγησης, πιάνουμε τον εαυτό μας να προσπαθεί να μαντέψει το νόημα κάποιων λέξεων, άλλες φορές μας τις εξηγεί ο ίδιος ο Ζουμπουλάκης, και από ένα σημείο και μετά μας γίνεται απαραίτητη αυτή η αδρή ηχητική κλίμακα, αυτό το άρωμα παρελθόντος, καμωμένο από σύμφωνα και φωνήεντα παράξενα συνδυασμένα, που συνεισφέρει καίρια στην ατμοσφαιρικότητα του βιβλίου. Η φυσικότητα της χρήσης του ιδιωματικού λεξιλογίου μπορεί να ξενίσει αρχικά όσους είναι εξοικειωμένοι με τη φίνα, στοχαστική γραφή του Ζουμπουλάκη· γρήγορα όμως η γλώσσα θα τους πάρει μαζί της και θα δούνε μια άλλη όψη του συγγραφέα τους και έναν κόσμο σκληρό και μαζί τρυφερό, βασανισμένο και μαζί χαρούμενο, ακατέργαστο και μαζί ποιητικό, ένα κόσμο που μοιάζει πολύ πιο βυθισμένος στον χρόνο απ’ ό,τι χρονολογικά είναι.
Ο τρόπος γραφής του Ζουμπουλάκη στα δυο αυτοβιογραφήματά του μας κάνει να ξανασκεφτούμε τι μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό. Θα ανατρέξω και πάλι στο κείμενο του Κάππα, ο οποίος παρατηρεί: “Και στα δυο βιβλία ο Ζουμπουλάκης σκέφτεται ανοιχτά και ελεύθερα, με την ευφυΐα ανθρώπου που δεν σπεύδει να οχυρωθεί σε βεβαιότητες ώστε να στηθεί ένα συμπαγές, κλειστό ερμηνευτικό αφήγημα ζωής· αντίθετα, ανοίγει όλα τα θέματα συγχρόνως”. Πράγματι, ο Ζουμπουλάκης επιδεικνύει μια εντυπωσιακή αμεριμνησία για το χτίσιμο της φόρμας και τη συγκρότηση της δομής των δυο βιβλίων του. Στο Στ’ αμπέλια, ιδιαίτερα, δεν υπάρχει καν κεντρικός αφηγηματικός μίτος. Όσο και να προσπαθήσει κανείς, δεν μπορεί να ξεκλειδώσει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι συνειρμοί που οδηγούν στο ξετύλιγμα του κειμένου. Αφού μας αφηγείται τον μυθιστορηματικά ευτυχή θάνατο του προπάππου του παπα-Πέππα, ας πούμε, ο Ζουμπουλάκης κάνει με μεγάλη φυσικότητα ένα χρονικό άλμα από τη δεκαετία του 1910 στο 2003, για να μας γράψει πόσο είχε συγκινήσει τον Εμμανουήλ Κριαρά η ιστορία αυτή όταν τη διάβασε σε ένα περιθωριακό περιοδικό στο οποίο είχε τότε δημοσιευτεί. Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η αφηγηματική – κάποιος θα μπορούσε να την αποκαλέσει και φιλολογική – παρέμβαση θα λειτουργούσε απομαγευτικά για τον αναγνώστη, όμως κάθε άλλο παρά συμβαίνει αυτό. Ο Κριαράς γράφει στον Ζουμπουλάκη: “Καμιά φορά, όταν χαίρομαι, φωνάζω τη χαρά μου! Να που σας τη γράφω”. Η αντίδραση του Κριαρά συντονίζεται με τη δική μας και την επιβεβαιώνει, γιατί είναι πράγματι θαυμάσια η αφήγηση αυτού του θανάτου· ο ενενηνταεφτάχρονος Κριαράς, τον οποίο ο Ζουμπουλάκης μακαρίζει για “την ικανότητα να χαίρεται και να φωνάζει τη χαρά του”, συντονίζεται με τον προπάππου της αφήγησης ως προς τη θαλερότητα του μυαλού και της ψυχής στα γεράματα· ο 20ός αιώνας εκβάλλει με φυσικότητα στον 21ο. Γενικότερα, τα χρονικά επίπεδα αλλάζουν συνεχώς, ανεβοκατεβαίνοντας ανάμεσα σε διάφορες ηλικιακές φάσεις του συγγραφέα και σε ποικίλες αναδρομές στις φάσεις ζωής συγγενών και συγχωριανών του, αλλά η ροή της γραφής δεν χάνεται ούτε για μια στιγμή. Συνεχώς αλλάζουν και τα επίπεδα λόγου: περιγραφές ποικίλων αγροτικών εργασιών, αφηγήσεις για τη ζωή των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν, αναμνήσεις από παιδικά βιώματα και συναισθήματα, εξομολογητικές στιγμές, ανθρωπολογικές τοποθετήσεις για τον άνθρωπο του αγροτικού πολιτισμού, απόψεις για το δράμα της μετανάστευσης ή για το ασυμβίβαστο του πλούτου και της χριστιανικής πίστης, αναφορές στον πεζογραφικό κόσμο του Παπαδιαμάντη και στην παρανάγνωσή του από Αθηναίους θεολόγους του ’60, παράθεση κειμένων (κυρίως του Παπαδιάμαντη και του ημερολογίου του πατέρα του συγγραφέα). Το παράξενο είναι ότι όλα αυτά συγχωνεύονται σε έναν λόγο ενιαίου τόνου, με μικρές μόνο αυξομειώσεις στη θερμοκρασία του, σε μια στρωτή, μικροπερίοδη, χωρίς διακοσμητικά και μεταφορικά στοιχεία γραφή, όπου με την ίδια απλότητα και σοβαρότητα εξηγείται πόσα κιλά αντιστοιχούν σε μια μπότσα (τρόπος μέτρησης του μούστου) και πόσο πείραξε τον συγγραφέα μια “τραγικής αυτοσυνειδησίας” κουβέντα του πατέρα του, αναφορικά με το λειτούργημά του ως ιερέα, πάνω σε έναν καβγά. Το μέτρο της γραφής αυτής το δίνει τελικά η ίδια η προσωπικότητα του Ζουμπουλάκη, τον οποίο νιώθουμε να σκέφτεται και συγχρόνως να δρα, να αισθάνεται και συγχρόνως να στοχάζεται πάνω στο αίσθημά του. Υπογράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο στο οποίο η τέχνη δεν βρίσκεται στο κέντημα της φράσης ή στον δομικό σχεδιασμό αλλά στον νευρώδη και αβίαστο ρυθμό της αφήγησης, στην αρμονική συνύφανση των πιο ετερόκλητων στοιχείων, στην ήπια και γι’ αυτό δραστικότερη έκφραση της συγκίνησης, στην απρόσκοπτη αλληλοδιείσδυση του ατομικού με το συλλογικό.
Μετά την Αδερφή μου και το Στ’ αμπέλια, που φωτίζουν, αλληλοσυμπληρωματικά, τη διαδρομή του Ζουμπουλάκη από τα πρώτα παιδικά χρόνια του ώς την ωριμότητα, ένα βιβλίο για τις αναγνωστικές εμπειρίες του θα συμπλήρωνε ιδανικά το αυτοβιογράφημα αυτού του σεμνού διανοούμενου, που μόνο μέσα από χαραμάδες μας αφήνει να βλέπουμε τον εαυτό του – “τι άλλο από αυτοβιογραφία είναι το να γράφεις προσπαθώντας να θυμηθείς τα βιβλία που είχες κάποτε διαβάσει”, γράφει ο Σεφέρης σε επιστολή του στον Λίνο Πολίτη. Όπως εξομολογείται λίγο πριν από το κλείσιμο του βιβλίου του ο Ζουμπουλάκης, στα δεκατέσσερα χρόνια του η ζωή του πήρε ανεξήγητα άλλη ρότα. Ξεκίνησα να διαβάζω μετά μανίας, μπήκα στον κόσμο των βιβλίων. Άρχιζε μια άλλη περίοδος, που θέλει άλλες λέξεις και άλλα ονόματα για να τη διηγηθείς.
Σίγουρα άλλα ονόματα. Όχι συγχωριανών αλλά συγγραφέων και διανοούμενων κάθε είδους. Και σίγουρα άλλες λέξεις. Όχι ιδιωματικές αλλά λόγιες. Και με τις δυο αυτές γλώσσες δείχνει να νιώθει εξίσου οικείος. Εκτιμά μάλιστα (χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνήσουμε μαζί του) ότι δεν τον διαμόρφωσαν “τα γράμματα και οι τέχνες” αλλά τα βιώματά του, η σχέση με την αδερφή του και, ώς ένα βαθμό, τα εννιά παιδικά καλοκαίρια στ’ αμπέλια. Μισός αιώνας εντατικής αναγνωστικής εμπειρίας (τόσος έχει περάσει από τότε που ξεκίνησε να διαβάζει ο Σταύρος) μοιάζει να είναι πολύ βαρύτερος στη ζυγαριά από εννιά παιδικά καλοκαίρια στο χωριό. Όμως η ένταση και το βάθος του παιδικού βιώματος μειώνουν τη χασούρα. Η σημαντικότερη φράση του βιβλίου είναι νομίζω η εξής:
Εκείνο που τους χρωστάω [στα παιδικά καλοκαίρια στ’ αμπέλια] είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων.
(*) Η Αθηνά Βογιατζόγλου είναι αν. καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Έχει βραβευθεί από τον Αναγνώστη το 2016 για το δοκίμιό της “Ποίηση και πολεμική, Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα”.
Info: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια, Πόλις,