Εύκολες και δύσκολες αναγνώσεις

0
209

Της Βενετίας Αποστολίδου.

Ξεφυλλίζω έναν φάκελο με ημερολόγια ανάγνωσης που έγραψαν οι ενήλικοι μαθητές του 2ου Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Θεσσαλονίκης. Διάβασαν αρκετά λογοτεχνικά κείμενα σε μια σχολική χρονιά και, κατά τη διάρκεια ή μετά από κάθε ανάγνωση, κατέγραφαν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματα που τους προκάλεσε και βέβαια τη γενική τους εντύπωση για το κείμενο. Πρόκειται για αναγνώστες με ελάχιστη αναγνωστική εμπειρία (τώρα σπουδάζουν για να πάρουν το δίπλωμα του Γυμνασίου) αλλά με πλούσιες εμπειρίες ζωής και αξιοθαύμαστη ωριμότητα. Εντυπωσιάστηκα καταρχάς από το πόσο απαιτητικά ήταν τα κείμενα που τους πρότεινε η καθηγήτριά τους: Τζέιμς Τζόυς, Δουβλινέζοι, Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία, Μάρω Δούκα, Γιατί εμένα η ψυχή μου, ΄Αλις Μονρό, Πάρα πολλή ευτυχία, Δ. Κεχαϊδης –Ε. Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά και Τένεσση Ουίλιαμς, Λεωφορείο ο πόθος. Είναι φανερό ότι εδώ δεν επικράτησε η αντίληψη ότι αφού είναι άπειροι αναγνώστες να τους δώσουμε κάτι εύκολο αλλά μια τελείως διαφορετική: να τους προτείνουμε κείμενα απαιτητικά μεν αλλά που να μιλούν για δυνατές εμπειρίες ζωής, ανάλογες με αυτές που έχουν βιώσει οι ίδιοι. Πρόκειται για ένα τόλμημα το οποίο θα μπορούσε να αποτύχει, να αδιαφορήσουν και να τα παρατήσουν δηλαδή, αλλά τούτο ευτυχώς δε συνέβη. Όπως αποδεικνύουν τα ημερολόγια ανάγνωσης που έχουμε στη διάθεσή μας, οι ενήλικοι μαθητές, όχι μόνον ολοκλήρωσαν τις αναγνώσεις τους αλλά σχετίστηκαν ποικιλοτρόπως με τα κείμενα και ανταποκρίθηκαν σε αυτά με πλούσιες σκέψεις και συναισθήματα. Το πείραμα φέρνει στην επιφάνεια πολλά ερωτήματα που επανέρχονται διαρκώς στη συζήτηση για την ανάγνωση: υπάρχουν εύκολες και δύσκολες αναγνώσεις και με ποια κριτήρια χαρακτηρίζονται έτσι; Η αναγνωστική εμπειρία είναι απαραίτητη για να διαβάσει και να εκτιμήσει κάποιος ένα απαιτητικό κείμενο ή μήπως υπάρχουν κάποιοι άλλοι παράγοντες που είναι περισσότερο καθοριστικοί;

Όταν ένας αναγνώστης χαρακτηρίζει ένα ανάγνωσμα δύσκολο, συνήθως σημαίνει πως δεν βγάζει νόημα από αυτό και επιπλέον δυσανασχετεί, εκνευρίζεται με τις αφηγηματικές τεχνικές, το ύφος, τη γλώσσα τα οποία βρίσκει ακατανόητα περίπλοκα. Είναι φανερό πως το ανάγνωσμα δεν είναι κατάλληλο γι αυτόν και το πιο πιθανό είναι να το εγκαταλείψει και να στραφεί σε κάποιο άλλο που να μοιάζει με αυτά που ξέρει. Ήδη υπαινίχθηκα τις λέξεις κλειδιά: οικειότητα και παραξένισμα. Άρα λοιπόν όσο περισσότερο διαβάζουμε και όσο μεγαλύτερη ποικιλία κειμένων διαβάζουμε τόσο λιγότερα θα είναι σταδιακά τα κείμενα που θα μας φαίνονται δύσκολα. Η αναγνωστική εμπειρία επομένως είναι μια προϋπόθεση για να προσεγγίσουμε απαιτητικά κείμενα. Η αναγνωστική εμπειρία όμως χρειάζεται χρόνο για να συσσωρευτεί, χρειάζεται επιμονή, αναζήτηση νέων κειμένων, καθοδήγηση από κάποιον εμπειρότερο. Λίγοι είναι οι αναγνώστες που είχαν μια τέτοια ομαλή πορεία και είναι συνήθως εκείνοι που η ζωή τους κύλησε ανάμεσα στα βιβλία· οι περισσότεροι διάβαζαν άτσαλα, ευκαιριακά, για να καλύψουν πρόσκαιρες ανάγκες και βρίσκονται τώρα, όπως οι αναγνώστες του παραδείγματός μας, σε μια ηλικία και σε μια εκπαιδευτική συνθήκη που δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια χρόνου για να καλυφθούν σιγά σιγά όλα τα στάδια της αναγνωστικής ωρίμανσης. Πώς τους βοηθάμε να κάνουν ένα άλμα στις αναγνώσεις τους χωρίς να πέσουν;

Η απάντηση περιέχεται στα ίδια τους τα κείμενα. Ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια, η συσχέτιση με προσωπικά τους βιώματα φανερώνουν πως οι μαθητές του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας διάβαζαν και έγραφαν μέσα σε ένα ασφαλές κλίμα ανθρωπίνων σχέσεων. Ένιωθαν δηλαδή εμπιστοσύνη ότι οι ίδιοι είναι αποδεκτοί και επομένως και οι αντιδράσεις τους στα κείμενα θα αντιμετωπιστούν χωρίς προκατάληψη και υπεροψία. Προτείνοντάς τους απαιτητικά κείμενα τους δίνεις το μήνυμα ότι έχεις υψηλές προσδοκίες από αυτούς χωρίς όμως να τους πιέζεις να υιοθετήσουν συγκεκριμένες ερμηνείες και «φιλολογικές» προσεγγίσεις. Στα κείμενά τους δίνουν, όπως είναι αναμενόμενο, έμφαση στο περιεχόμενο, το οποίο βρίσκουν πολύ ενδιαφέρον και συζητούν τις εμπειρίες των ηρώων, χωρίς να διστάζουν να εκφράσουν  τις δυσκολίες που έχουν, σε κάποιες περιπτώσεις, με τον τρόπο που είναι γραμμένα (και εννοούν βέβαια τις μοντερνιστικές αφηγηματικές τεχνικές). Είναι φανερό ότι η επιλογή των κειμένων ήταν απόλυτα πετυχημένη διότι στηρίχθηκε στην ουσιαστική γνωριμία με τους συγκεκριμένους μαθητές αλλά και διότι το εκπαιδευτικό πλαίσιο του σχολείου δεύτερης ευκαιρίας παρέχει απόλυτη ελευθερία στον διδάσκοντα να επιλέξει τα κείμενα και να θέσει τους όρους της προσέγγισής τους. Μήπως αυτά είναι που λείπουν και χάνεται, στα σχολεία με τους ανήλικους μαθητές, η πρώτη ευκαιρία να αγαπήσουν την ανάγνωση;

Προηγούμενο άρθροΤα σπίτια των παιδικών μας χρόνων
Επόμενο άρθροΚαι πάλι βρετανικός – καλός- κινηματογράφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ