του Μάριου Μιχαηλίδη.
Με αφορμή τον τίτλο της συλλογής της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου Το Επιδόρπιο (Κέδρος, 2012), που ομολογουμένως ξαφνιάζει, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για επινόηση μηχανισμών αντίστασης, απέναντι στην τρομοκρατία που ασκεί ο χρόνος, ιδίως από εκείνους που έχουν πολλά να πουν πέρα από τα όσα “ρητά” αρθρώνει η φαντασία τους με τη συνέργεια του λόγου. Εννοώ τους ποιητές. Και η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου είναι μία επιτυχώς δοκιμασμένη ποιήτρια.
Το “επιδόρπιο”, με κριτήριο τον χρόνο, κείται πέραν του “κεντρικού γεύματος” και μεταφορικώς, ως ενέργεια, υποσκελίζει την “γευστική” διαδικασία της ζωής. Και ενώ η ποιήτρια βρίσκεται στο βιολογικό κέντρο της ζωής και ποιητικά διανύει την πρώτη ώριμη κλίμακα της δημιουργίας, κοιτά τον χρόνο με ατίθαση ματιά και μας προσφέρει τον “Επιδόρπιο” λόγο της. Δηλαδή, επιχειρεί ένα άλμα που διασπά την λογική ροή της χρονικότητας. Να είναι άραγε αυτό, εγρήγορση που προκύπτει από εσωτερική αγωνία σεφερικού τύπου (“μη μας προλάβει ο καιρός”) ή μήπως η Λουκίδου αποπειράται να καταπολεμήσει την αλαζονεία του χρόνου με τα δικά του όπλα, αδιαφορώντας αν αυτός, ο δαμαστής των πάντων, της καταλογίσει το κακούργημα της ύβρεως. Η ποίηση, όμως, ως ελευθέρια στάση και πράξη ζωής, δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις και καταναγκασμούς, γιατί, ενώ αντλεί από το υπαρκτό, κινείται στο επέκεινα του βίου, το οποίο και υποστασιοποιεί. Επομένως, το “Επιδόρπιο” κινείται στην αντίπερα όχθη της πικρής εμπειρίας και διεκδικεί να γλυκάνει τη στυφή γεύση, που συχνά αφήνουν τα πράγματα. Θα τολμούσα να πω ότι πρόκειται για ποίηση ανατρεπτική, που ξεφεύγει από τα στενά και ενίοτε αποπνικτικά όρια της ιδιωτείας και αποκτά με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. (απ/σμα από κριτική του Μ.Μ στo Book Press)
Τον λόγο όμως έχουν οι ποιητές. Εκ προοιμίου ευχαριστώ την Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γι’ αυτή την επικοινωνία.
Ομολογώ ότι ο τίτλος της συλλογής «Το επιδόρπιο» ξαφνιάζει και προβληματίζει.
Ασφαλώς, πρόκειται για τίτλο που με τις μεταφορικές του εκδοχές λειτουργεί προσημαντικά και προϊδεαστικά. Δε θα μπω στον πειρασμό, θα παρακαλέσω εσάς να τον σχολιάσετε.
Προτιμώ να σχολιάσω το ομώνυμο ποίημα:
Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή / να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο./ Ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται / έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε.// Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί / και πλαγιάζαμε καμιά φορά / δίχως συγχώρεση / ήταν γιατί πιστεύαμε / πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί / δε θα μας αφορούσαν.// Ένα στασίδι ελεύθερο / πάντα κρατούσαμε γι’ αυτούς / όμως / πόσα εγκλήματα θαρρείς / πως είναι προμελετημένα; // Ελπίζαμε – οι αφελείς – / σε μιαν αναίτια μεγαλοψυχία./ Νιώθαμε κιόλας μιαν ευγνωμοσύνη / που δε γνωρίζαμε ποτέ / σε ποιον συγκεκριμένα τη χρωστούσαμε./ Μα η απειλή ήταν εδώ./ Κι είναι και τώρα./ Προπόσεις και σφυρίγματα / ουδόλως τελικά την αποτρέπουν.// Για όλα αυτά, λοιπόν, αγαπητοί /
και για μια πρόληψη / ας φάμε απόψε πρώτα / το επιδόρπιο.
Προτείνεται συνεπώς μία ανατροπή του πρωτοκόλλου, μια πράξη πρωθύστερη δηλαδή, με απώτερο σκοπό η παραδοξότητα της συγκεκριμένης πρότασης – πρόκλησης να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη στην εξήγηση που ακολουθεί.
Ο τίτλος άρα δεν υπαινίσσεται, αλλά ρητώς δηλώνει πως ουδείς δύναται να εξασφαλίσει και να εγγυηθεί την τήρηση της φυσικής σειράς των γεγονότων.
Η επόμενη μέρα δεν είναι εγγυημένη για κανένα, ούτε τα χαρακτηριστικά και η μορφή της ούτε πολύ περισσότερο η ίδια η έλευσή της.
Με δεδομένο αυτό λοιπόν οφείλουμε να λειτουργούμε ωσάν να μην υπάρχει απεριόριστος καιρός, τόσο για εμάς όσο και για αυτούς που αγαπούμε πολύ ή έστω κι για τους άλλους τους λιγότερο αγαπημένους. Την πολυτέλεια συνεπώς της μη συγχώρεσης αλλά και την πολυτέλεια της αναβολής εκδήλωσης της αγάπης μας, με την ψευδαίσθηση της παντοδύναμης αιωνιότητας που δήθεν μας ανήκει, ας συνειδητοποιήσουμε πως σίγουρα δεν την έχουμε. Γι’ αυτό «ας φάμε απόψε πρώτα το επιδόρπιο» με τη συναίσθηση πως «έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε» κανένας δεν μπορεί να μας προεξοφλήσει ότι θα φτάσουμε ασφαλείς μέχρις το τέλος της βραδιάς να το γευτούμε.
Και κυρίως θα ήθελα να σημειωθεί κι αυτό: κανένα πνεύμα διδακτισμού δε διακατέχει το ποίημα ούτε εμένα. Απλώς, δεν είμαστε αιώνιοι και άφθαρτοι, γι’ αυτό και είναι ανόητο να συμπεριφερόμαστε σαν τέτοιοι.
Όταν το συνειδητοποιείς αυτό, το μόνο που σε απασχολεί είναι να το μοιραστείς.
Η νέα σας δουλειά, σαφώς παρουσιάζει μια πολύ ώριμη ποιητική γραφή, συγκριτικά με προηγούμενες συλλογές. Θεματικά είναι πιο ανανεωμένη και θα έλεγα πιο στοχαστική. Κυρίως, οι ποιητικοί τρόποι και η γλωσσική σκευή του νέου έργου σας παρουσιάζουν μια θαυμαστή λιτότητα. Αυτά, φυσικά, θα τα εύρισκε κανείς φυσιολογικά και αναμενόμενα για ένα σοβαρό δημιουργό. Το άλμα όμως είναι εντυπωσιακό. Κι αυτό δεν το σημειώνω μόνον εγώ.
Θα ήθελα τα δικά σας σχόλια.
Το στοίχημα στην ποίηση, την οποία και θεωρώ πράξη αμφισβήτησης κάθε πεπερασμένου, είναι να ειπωθούν τα ασήμαντα αλλά και τα σημαντικά με μια φωνή που ωστόσο δεν αγκομαχεί μα ευελπιστεί με τρόπο απλό -έστω και φαινομενικά απλό- να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα. Να μεταφέρει δηλαδή κάτι απ’ το μέσα κλίμα της ψυχής, την άπνοια, το αεράκι ή τον ανεμοστρόβιλό της. Ειλικρινά, δεν ξέρω να σας πω τι θα πει ωριμότητα ούτε και αν αυτή υπάρχει, αυτό που ξέρω να πω είναι ότι μέρα με τη μέρα καλείσαι να εκποιήσεις ψευδαισθήσεις και φυσικά να λογοκρίνεις καθετί επιπλέον που ίσως εμποδίζει με την ασάφειά του να στείλει κατευθείαν τις προθέσεις σου στον αποδέκτη τους.
Εύκολα διαπιστώνει ο επαρκής αναγνώστης ότι διαχειρίζεστε με ξεχωριστό έλεγχο το μοτίβο της ματαίωσης. Εννοώ ότι δεν αφήνεστε στο εύκολο κλίμα
της μελαγχολίας των επιγόνων του Καρυωτακισμού. Κι αυτό καταγράφεται ως ένα πολύ θετικό στοιχείο, που σας πιστώνεται ως χαρακτηριστικό της δικής σας ταυτότητας.
Στην ποίηση, βρίσκομαι συχνά αντιμέτωπη με την προσπάθεια κατάκτησης εκείνου που επιμένει μονίμως να διαφεύγει. Κύρια έγνοια μου λοιπόν είναι η χαρτογράφηση του καίριου και της συγκίνησης μετουσιώνοντας παράλληλα -ή κάποτε και εξαφανίζοντας ακόμα- το ατομικό βίωμα μες στο καθολικό. Που σημαίνει ότι διακατέχομαι μονίμως από τον τρόμο της διολίσθησης σε ένα μελό που μετατρέπει το ποίημα σε κάτι ανάλογο με τα εφηβικά λευκώματα ή αλλιώς σε ένα εξομολογητήριο με καθίσματα για περίεργους και αργόσχολους περαστικούς.
Σ’ αυτή την περίπτωση φυσικά μιλούμε για έναν παρεξηγημένο λυρισμό που επιβάλλει και απαιτεί, αντί να υποβάλλει και να εμπνέει.
Εκτιμώ άλλωστε στην ποίηση, κάθε φορά που τη συναντώ, την αξιοπρεπή κι όχι τη σπαραξικάρδια απόδοση του τραγικού. Από την έκτυπη δηλαδή δήλωση προτιμώ σαφώς την υποδήλωση. Γι’ αυτό και επιλέγω συνήθως το πικρό, το σιωπηλό και θυμωμένο από το ηττημένο και μελαγχολικό.
Τη ματαίωση και τη διάψευση μάλιστα δε θέλω να τις εκλαμβάνω ως αδόκητη κατάληξη αλλά ως αφετηρία και σημείο εκκίνησης της ύπαρξής μου. Συνεπώς, προτιμώ να προσποιούμαι την προετοιμασμένη και τη διόλου αιφνιδιασμένη, για να μη γλιστρήσω στην ανόητη απορία του τύπου: «γιατί τίποτα δεν κρατάει για πολύ;» και άλλα τέτοια δακρύβρεχτα. Δεν κερδίζει η ποίηση τίποτα με αυτό.
Να περάσουμε σε ένα κλασικό ερώτημα. Πώς βλέπετε το ρόλο της ποίησης στη σημερινή εποχή και, μάλιστα, μετά την περιώνυμη φράση «Τι μας χρειάζεται η ποίηση μετά το Άουσβιτς»;
Αν συμμεριστούμε την άποψη ότι η Ποίηση εκτός των άλλων είναι και Μνήμη, θα έλεγα πως εκφεύγοντας των στενών ορίων του ατομικού βιώματος αλλά οπωσδήποτε με αυτό ως βασικό υπόστρωμά της, ουσιαστικά είναι και μνήμη όλων εκείνων που επαγγέλλονταν ο Παράδεισος και η Πλατωνική Ωραιότητα, τα οποία εντούτοις δεν τα ζήσαμε ποτέ. Όσο λοιπόν στερούμαστε τις βεβαιότητες, όσο συγκατοικούμε με τον φόβο του Θανάτου κι όσο κάποιοι θα υποτιμούν τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά μας, η ποίηση θα επιμένει να σηκώνει πανό διαμαρτυρίας και να διαδηλώνει για όλα τα «Δεν» της ψυχής και του σώματος.
Γιατί, ποιος πιστεύει ακόμα ότι η Ποίηση είναι η πολυτέλεια των χορτάτων και των βαριεστημένων; Κι αφού κανένας αγώνας δεν έληξε, κι εφόσον τίποτα δεν ολοκληρώθηκε, πώς να μη συνεχίσουμε να παραπονιόμαστε για αυτό, να μη γράφουμε για τα ελλείμματα και τις στερήσεις της ζωής, όταν η μόνη δυνατότητα εξέγερσης και αθανασίας υπάρχει μες στην ποίηση;
Αν κάποτε συντελεστούν τα ανέφικτα, αν δηλαδή η Ποίηση επιτελέσει τον σκοπό της, που είναι να δραπετεύσει από τα ποιήματα και να επικρατήσει στη Ζωή, τότε μπορεί και να πραγματοποιηθούν οι στίχοι του Άρη Αλεξάνδρου:
Η ύπαρξη ποιητών
πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα
όπως το πρώτο κερί
πιστοποίησε το σκοτάδι.
Προορισμός της ποίησης είναι να επισπεύσει
την τελική κατάργηση των ποιητών…
Για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι ιδιαίτερα μετά το Άουσβιτς και αφού η ανθρωπότητα αποδείχτηκε ικανή για ένα Άουσβιτς, οφείλουμε να συνεχίσουμε να γράφουμε ποιήματα. Είναι χρέος μας άλλωστε η παλιννόστηση της ανθρωπιάς μας.
Τελευταία, επισημαίνεται σε διάφορα δημοσιεύματα μία τάση επιστροφής της ποίησης στον ομοιοκατάληκτο στίχο, σε πιο παραδοσιακές ποιητικές φόρμες. Το βλέπετε αυτό ως ένα ενδεχόμενο;
Τίποτα δε θεωρώ ότι είναι προαποφασισμένο στην ποίηση και άρα τίποτα δεν είναι εκ προοιμίου εξορισμένο από τις πρακτικές της. Που σημαίνει ότι, εάν εξυπηρετείται η ποίηση και εάν διασώζεται, προάγεται και επικοινωνείται ο ουσιαστικός λόγος, τότε το μέσο δεν είναι το ζήτημα αλλά η ευχέρειά του να εξυπηρετήσει επάξια τον σκοπό. Αν ο ρυθμός που υποφώσκει στα κάτω πατώματα του λόγου κάποτε αποφασίσει ν’ ανεβεί σε πιο υψηλούς ορόφους και να επιβληθεί στο ποίημα, τότε αυτό θα σημαίνει μια έσωθεν επιβολή που με όχημα τη φαινομενική προσωδιακή τυχαιότητα κατορθώνει εντέλει να απελευθερώσει νοήματα και να δηλώσει έμπρακτα την ελευθερία του ποιητή να επιλέξει τα εκφραστικά του μέσα. Και φυσικά ας μη συγχέουμε τον παραδοσιακό στίχο που τραγουδιέται η ομοιοκαταληξία του με τον παρωχημένο στίχο που συντηρεί με τους συνειρμικούς ηχητικά συλλογισμούς μιαν ευκολία άμεση τόσο για την παραγωγή όσο και για την πρόσληψη.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω αυτούσια την άποψη του ποιητή Ορέστη Αλεξάκη για την ομοιοκατάληκτη ποίηση, έτσι όπως τη μεταφέρω στο μελέτημά μου για την ποίησή του «Συρραπτική του Προσώπου», εκδόσεις «Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη». Στις Σημειώσεις της συλλογής του «Τα Αγαθά Παιχνίδια», όπου περιέχονται εξαιρετικά ομοιοκατάληκτα ποιήματα με άκρως σουρεαλιστικό ωστόσο περιεχόμενο, γράφει:
«Σύντομα θα έλθει ο καιρός που δε θα υπάρχει πια παλιά και νέα ποίηση, παρά μόνον ποίηση, που θα ρέει ακατάπαυστα, σε σπειροειδή τροχιά, συνεχώς δηλαδή προχωρώντας και συνεχώς ανακυκλιζόμενη. Ας δεχτούμε επιτέλους όλοι την αυτονόητη αλήθεια, ότι στην τέχνη δεν υπάρχουν προδιαγραφές (σχολές, γενιές, μόδες κ.τλ.) ικανές να εξασφαλίσουν από μόνες τους ποιότητα (…) Ο δημιουργός συνεχώς κινδυνεύει. Ας του αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο, όπως αυτός νομίζει».