Του Θανάση Καράβατου
Συγγραφέας: Διονύσης Παπακώστας, Θα μετράω ώσπου να ’ρθει…
Πλέθρον, Αθήνα 2002, σελ. 91
Πρώτα γράφαμε «ευπειθέστατος», πιο κάτω προσθέταμε «ο αιτών», κι ύστερα βάζαμε την υπογραφή. Έτσι μας μάθαιναν στο γυμνάσιο, τα πρώτα χρόνια του ’50, έτσι στερεότυπα τελειώναμε την «αίτηση» όταν αργότερα τύχαινε να απευθυνθούμε σε κάποια δημόσια υπηρεσία.
Για τους αγράμματους, που εκείνες τις εποχές περίσσευαν, υπήρχαν οι «αιτησιογράφοι» με τα μικρά τους τραπεζάκια έξω από κάθε υπηρεσία και τις «κόλλες αναφοράς» με μια πέτρα πάνω τους, να μη τις παίρνει ο αέρας, πρόθυμοι να συντάξουν έναντι αμοιβής την αίτησή τους.
Μια «αθώα» συμβολική διατύπωση υποτακτικότητας ήταν αυτή η κατακλείδα της κάθε «αίτησης», που κρατούσε από τους πλατωνικούς Νόμους [«τοις τεθείσι νόμοις ευπειθέστατος», Νόμοι 715c], καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα και έφτασε στις μέρες μας να είναι τυπική ρουτίνα μέχρι και τα πρώτα χρόνια του ’70, ώσπου εδέησε να φύγει μετά το ’74, ακολουθούμενη σιγά σιγά και από την μετοχή που δεν έφταιγε σε τίποτε.
Όλα αυτά τα τυπικά, που είχαν κάποτε τη «σημασία» τους, τα σκόρπισε ο χρόνος ως αχρείαστα πλέον, χωρίς ωστόσο να γίνουν «πολίτες» όσοι «ευπειθέστατοι» προτίμησαν τη θέση του «πελάτη», έστω κι αν δεν διατύπωναν εγγράφως όπως πρώτα την υποτακτικότητά τους, αλλά την «εξαργύρωναν» σιωπηρώς και ποικιλοτρόπως στους εκμαυλιστές τους.
Θύμησες και σκέψεις όλα αυτά των «αιτήσεων» και του «ευπειθέστατος» που μου ’ρθαν στο νου, καθώς διάβαζα το βιβλίο του Διονύση Παπακώστα «Θα μετράω ώσπου να ’ρθει». Καταμετρώντας δηλαδή την «υποτακτικότητα» του αφηγητή καθώς αρχίζει τον αγχωτικό εσωτερικό του διάλογο που αναφέρεται στις συντονισμένες προσπάθειες οικογένειας και σχολείου να του επιβάλλουν την ανάγκη της απόλυτης και άκριτης ευπείθειας, προκειμένου να γευτεί τα «καλά» που θα ’ρθουν με την ενηλικίωσή του.
Γι’ αυτό κι αρχίζει να μετράει από την πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου, να μετράει όπως η γιαγιά του μετρούσε για να ’ρθει ο ύπνος… να «μετράει ώσπου να ’ρθει…». Περιμένοντας «να ’ρθει κάτι… Αυτό που λένε πως θα ’ρθει… Ποιο να ’ρθει; Αυτό… Ποιο αυτό; Αυτό που μου είπαν… Αυτό που θα με κάνει να περνάω καλά. Ωραία!»
Κάποιος «Γκοντό», λέω εγώ, σαν αυτόν που περίμεναν ο Βλάντιμιρ κι ο Εστραγκόν, οι ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ:
- «Θα ’πρεπε να ’ναι εδώ» – «Μα δεν είπε πως θα ’ρθει οπωσδήποτε» – «Κι αν δεν έρθει;» – «Θα ξανάρθουμε αύριο» – «Και μεθαύριο πάλι» – «Πιθανόν – «Και ούτω καθεξής» – «Το ζήτημα είναι….» – «Ως που να ’ρθει».[1]
Είναι το μέλλον, λέει ο Παπακώστας, που όλο πλησιάζει κι όλο δεν φαίνεται, που θα ’ναι «καλό» μόνο αν τηρηθούν οι «προτροπές» των γονέων και του σχολείου που επιβάλλουν τον υπερπροστατευτικό έλεγχό τους, αδιαφορώντας πλήρως για την απρόσκοπτη ελεύθερη συναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού με ευελιξία και σταθερότητα: Πρέπει να κάνεις… κι αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο… ή δεν πρέπει να γίνει αυτό, εκείνο και τ’ άλλο…
Σταχυολογώ μερικά, συμπυκνωμένα εδώ:
- Αν φάω το φαΐ μου θα έρθει, θα έρθει; Ναι θα έρθει, τότε ας το φάω το φαΐ μου. […] Αυτό που θα έρθει, αυτό που έρχεται. Θα περνάω καλά, ποια καλά; Τι καλά, α! Να το! Το βλέπω. Το θέμα είναι πως πρέπει να περιμένω, πως πρέπει να φάω. […] Όχι, μου το ’παν, αν δεν κάνω φασαρίες. Δηλαδή, τι να μην κάνω φασαρίες; Δηλαδή να μην μιλάω και να σέβομαι τους μεγαλύτερους και τότε θα ’ρθει; Ναι! Κάτι βλέπω να ’ρχεται. […] Αλλά για να ’ρθει, μου το ’πανε, πρέπει να διαβάζω, να μελετάω κι όταν μελετάω και διαβάζω θα ’ρθει, μου το ’πανε. Γιατί μου το ’παν; Κι αν δεν μου το ’λεγαν; θα περίμενα; Κι αν περίμενα; Τι θα περίμενα; […] Περί τίνος ομιλούμε; Περί του φαγητού; Όχι, περί αυτού που θα ’ρθει. Α!!! θέλει πολύ; Αν διαβάζω αυτά, αν μελετάω εκείνα, αν κάθομαι ήσυχα, αν δεν θέλω να βγαίνω έξω, αν τρώω πολύ, αν ντύνομαι καλά, αν μιλάω σεμνά, αν δεν έχω απαιτήσεις, αν δεν ζητάω, αν δεν θέλω τίποτα, αν δεν κλαίω, αν κάνω υπομονή θα ’ρθει, μου το είπαν. […] Μου είπαν να κάνω υπομονή, όπου να ’ναι έρχεται. Να το! Να το, πλησιάζει. Θα πηγαίνω και βόλτες, θα βγαίνω και έξω, στα δάση, στα πάρκα, στην πόλη, στη θάλασσα. Ωραία, τότε ας περιμένω. […] Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι εδώ, λύκε, λύκε είσαι ’δω; Έρχεται. Αρχίζω να ανησυχώ. Τι ανησυχείς; Που πλησιάζει. Τι πλησιάζει; Πλησιάζει! Πλησιάζει! Δεν ξέρω! Αυτό. Πρέπει να τρώω, πρέπει να διαβάζω, πρέπει να υπακούω, πρέπει να μη θέλω, πρέπει να βάλω τα καλά μου ρούχα, πρέπει να…!
Παραγγέλματα όλα αυτά που στάλαζαν σιγά, σιγά μια προκαθορισμένου μήκους κύματος ευπείθεια, που γνώρισαν γενιές και γενιές ίσαμε τώρα, και την οποία ο αμερικανός ψυχολόγος, B. F. Skinner (1904-1990), επεδίωξε να εφαρμόσει με δραστικότερα μέσα, να την οργανώσει επιστημονικότερα, μεταφέροντας στην κοινωνιολογία τα πορίσματα της έρευνάς του σε ζώα, όπως τις αρχές της «συντελεστικής μάθησης» (operant conditioning), όπου τον σημαντικότερο ρόλο παίζει το δίπολο «ανταμοιβή/τιμωρία» και όχι η «επανάληψη του ερεθίσματος», όπως στα απλά εξαρτημένα αντανακλαστικά.
Ο Skinner πίστευε πως όχι μόνο μπορούμε, αλλά και πρέπει να ενισχύσουμε επιλεκτικά όλες τις «επιθυμητές» συμπεριφορές. Άποψη, φυσικά, η οποία παραπέμπει στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο (1932) του Huxley ή το 1984 (1950) του Orwell, μόνο που σε αυτά οι ανάλογες πρακτικές καταγγέλλονται. Μόνη αξία γι’ αυτόν η «πολιτισμική επιβίωση», για την οποία πρότεινε τα ακόλουθα «ριζοσπαστικά»: «Πρέπει να επιχειρήσουμε βαθιές αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά (…). Αυτό που μας χρειάζεται επιτακτικά είναι μια εφαρμοσμένη επιστήμη, μια τεχνολογία της συμπεριφοράς» [Beyond freedom and Dignity (1971)].
Επρόκειτο για τη θεωρία και πρακτική του «κοινωνικού μπηχεβιορισμού», που καυτηρίασε έντονα ο Noam Chomsky ως ειδική εκδοχή των θεωριών για τη χειραγώγηση του ανθρώπου.
Το είχαν κάνει πράξη οι κάθε είδους ολοκληρωτισμοί, από τον σταλινισμό, τον φασισμό και το ναζισμό του μεσοπολέμου μέχρι τις πιο πρόσφατες τριτοκοσμικές φονικές ονειρώξεις τύπου Πολ-Ποτ, που φαίνεται να ερεθίζουν και σήμερα τα πνεύματα μπροστά στη λαίλαπα της σύγχρονης κοινωνικο-οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης αξιών και ιδεολογιών.
Το έργο έχει ξαναπαιχτεί στο παρελθόν, τότε που οι απογοητευμένες μάζες κατέφευγαν στο χωνευτήρι που προετοίμασε έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο. Στο γνωστό φιλμ Καμπαρέ πρωταγωνιστεί βέβαια η ναζιστική βία, αλλά και εκείνος ο νέος που αρχίζει να τραγουδά καλλικέλαδα τη φύση για να πάρει σιγά-σιγά το τραγούδι του στρατιωτικό ρυθμό και να γίνει εμβατήριο.[2]
Το ξαναείδαμε στην κινηματογραφική ταινία «Το Κύμα» του σκηνοθέτη Ντένις Γκάνσελ, που προβλημάτισε πρόσφατα γύρω από τα αποτελέσματα κάποιων «ριζοσπαστικών» μεθόδων εκπαίδευσης που θυμίζουν Skinner και οι οποίες ενσταλάζουν ναζιστικές ιδέες και συμπεριφορές [η ταινία μεταφέρει στη σύγχρονη Γερμανία το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τοντ Σράσερ που αφηγείται ανάλογα πραγματικά γεγονότα στην Καλιφόρνια το 1967]. Αντίθετα δηλαδή προς ό,τι συμβαίνει στην ταινία Τα παιδιά της χορωδίας (Les choristes, 2004) του Christophe Barratier. Εδώ, ο άνεργος δάσκαλος μουσικής που έρχεται να εργαστεί ως επόπτης σε σχολείο της Γαλλίας του 1949, όπου έχουν συγκεντρωθεί για «σωφρονισμό» παιδιά και έφηβοι, αρνείται να συνεχίσει την παιδευτική θεωρία (δράση – αντίδραση) και πράξη (ξυλοδαρμοί και απομόνωση) που βρίσκει εκεί. Θα τα προσπεράσει, όπως και την βιαιότητα των ίδιων των παιδιών, με τη μουσική, τη δημιουργία μιας χορωδίας που αλλάζει ολόκληρη την ατμόσφαιρα του σχολείου.
Είδαμε την εκδοχή του Διονύση Παπακώστα, που κλείνει το βιβλίο του γράφοντας:
- Οι φωνές ψιθυρίζουν: «δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, μέλλον πολύ, μέλλον λιγότερο, το εγγύς μέλλον». Ήρθε μια κοπέλα και είπε: «θα σε προετοιμάσουμε για να πορευτείς». «Όχι σήμερα, φοβάμαι, αύριο καλύτερα». «Σήμερα» μου λέει, «το αύριο, είναι στο μέλλον».
Ο αφηγητής «φοβάται» και θέλει να αναβάλλει αυτό που του «επιφυλάσσει το μέλλον» και «δεν ξέρει τι είναι», μα τελικά θα «ξεφύγει» με ένα ευφυολόγημα που δανείζεται από τον Κόκορα του Αρκά, το λυτρωτικό του χιούμορ, με το ξάφνιασμα που προσφέρει η καταλυτική φράση του «αυτό που με ανησυχεί περισσότερο στο μέλλον, είναι ότι όσο πάει και πλησιάζει!».
Ο Φρόυντ πίστευε πως το χιούμορ αποτελεί επινόηση του ψυχισμού για τη λύση μιας σύγκρουσης, μιας έντασης. «Το χιούμορ δεν διαθέτει μόνο κάτι απελευθερωτικό, όπως το ευφυολόγημα και το κωμικό, αλλά κάτι το μεγαλειώδες και ανυψωτικό, γνωρίσματα τα οποία δεν εντοπίζονται στα δύο άλλα είδη του κέρδους ευχαρίστησης από διανοητική δραστηριότητα. Το μεγαλειώδες έγκειται προφανώς στον θρίαμβο του ναρκισσισμού, στη νικηφόρο επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το Εγώ είναι απρόσβλητο»[3]. Είναι γι’ αυτό που οι κατατρεγμένοι το χρησιμοποιούν λυτρωτικά, αντιτάσσοντας την ελευθερία του ψυχικού παιχνιδίσματος στην περιρρέουσα ανελευθερία. Όχι κατά μόνας, αλλά μαζί με άλλους, όπως μαζί με άλλους γελάμε. Όπως στο τέλος και ο Διονύσης Παπακώστας αποφορτίζεται και μας αποφορτίζει από όσα «πιεστικά» προηγήθηκαν.
[1] Σάμουελ Μπέκετ. Περιμένοντας τον Γκοντό. Μτφρ. Μάνθου Κρίσπη. Θέατρο 1962, τχ 3, 43-68.
[2] Βλ. Θανάσης Καράβατος. Ολίγα τινά περί κοινωνικού μπηχεβιορισμού. Σύναψις 2010, τχ 16, σελ. 96-97.
[3] S. Freud. Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο / Το χιούμορ. Μτφρ. Λ. Σιπητάνου, Γ. Σαγκριώτη, επίμετρο Μ. Χρυσανθόπουλος. Πλέθρον, Αθήνα 2009, 311.