Εσωτερικό ταξίδι

0
340

 

 

 

 

Μένος Δελιοτζάκης.

 

Ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου. Η Σ. πίσω από τη μπάρα, γράφει έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου στο μπράτσο της συνοδού μου. Τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου. Δεκαεννιάχρονο κορίτσι η Σ., γεμίζει με αλκοόλ τα ποτήρια και με υποσχέσεις τους νεαρούς θαμώνες. Τραγουδά με πάθος. Κτυπά με δύναμη τις παλάμες στο ρυθμό του Παντελίδη. Στο αφτεράδικο, ξημερώματα Κυριακής. Πρόθυμη ηθοποιός στα video που καταγράφει με το i-phone της, η φίλη μου. Γράφει στο μπράτσο της, τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου. Η Σ., η κοπέλα του ελληνάδικου, δεκαεννιάχρονο κορίτσι, χωρίς γονείς, με τρία αδέρφια. Γράφει στο μπράτσο τον αριθμό του κινητού της. Λικνίζεται κτυπώντας τα χέρια και τραγουδά δυνατά το “γίνεται”. Κι ενώ χρεώνει δυο άπιοτα ποτά, έξω η υγρασία της νύχτας, δίνει τη θέση της στο Κυριακάτικο φως.

 

Πέντε το πρωί. Κυριακή ξημέρωμα. Ο Γ., ο ιδιοκτήτης του διπλανού μπαρ, τραβά τη μαύρη κουρτίνα. Πίσω της η Εγνατία με τα σκουρόχρωμα ταξί. Στοά στη Βουκουρεστίου. Το βράδυ αλκοόλ, τσιγάρα και ξηνισμένες ανάσες. Τραβά την κουρτίνα και στο βάθος τα φώτα της Εγνατίας. Το πρωί, ευγενικοί καταστηματάρχες της στοάς, πωλούν σε μεσόκοπες Σαλονικιές, κουβαρίστρες, μασουράκια, κλωστές για κέντημα και δακτυλήθρες. Στοά στη Βουκουρεστίου. Άλλοτε κέντρο του χονδρεμπορίου υφασμάτων και “νεωτερισμών”. Απόψε ο Γ. ξημερώματα Κυριακής, μας κερνά σφηνάκια. Μας πλησιάζει εκφράζοντάς της το θαυμασμό του. Θυμάμαι το βλέμμα του το προηγούμενο βράδυ να μας κοιτά. Να την κοιτά. “ Είσαι κάβλα”. Αν και δεν δείχνει να είναι οι γυναίκες στα ερωτικά του ενδιαφέροντα. Κερνά σφηνάκια. Στα δεύτερα, εγώ απών από το κέρασμα. Κατεβαίνοντας τα πλατιά σκαλιά της στοάς στη Βουκουρεστίου, ανάμεσα σε τσιγκελάκια και βελόνες πλεξίματος, η φωνή του Γ.. “Καλόν έρωτα”.

 

Στριτ πάρτι σε κάποιο στενό στα Λαδάδικα. Στην πραγματικότητα, ούτε στριτ, ούτε πάρτι. Από μια μπύρα στα όρθια, στο υγρό πλακόστρωτο, προτιμάμε ποτά στη μπάρα. Πίσω της αυτός. Σαν ξεχασμένος τσοπεράς του ογδόντα, γεματούλης, πολυλογάς, με “ρώσικο” μουσάκι, υπερκινητικός. Πίσω από τη μπάρα. Μιλά με όλους. Για τον ΠΑΟΚ, τον Σαβίδη, την Τούμπα. Βγαίνουμε κοντοπατριώτες. Η καταγωγή του από το Σοχό. Σόχαλης. Στα νιάτα του, ξεχασμένος κάπου στη Σκωτία. Ίσως ξεχασμένος ακόμη στις κεφαλιές του Φουντουκίδη, την ταχύτητα του Παρίδη και την αρχοντιά του Σαράφη. Η φίλη μου εκνευρίζεται από τη φλυαρία του ξεχασμένου “τσοπερά” από το Σοχό. Μας κερνά τσιγκούνικα σφηνάκια που καίνε το λαιμό. Με πιάνει από το χέρι και με τραβά από τη μπάρα, στο τραπέζι του μπιλιάρδου στο βάθος της αίθουσας. Ο Σόχαλης ξεχασμένος “τσοπεράς”, μιλά συγχρόνως με τρεις παρέες. Η γεύση του τσιγάρου της στα χείλη μου. Εκεί πάνω στη πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου, στο βάθος της αίθουσας. Τα δεύτερα τσιγκούνικα σφηνάκια, χρεωμένα.

 

Πλατεία Άθωνος. Εκεί ήπιε πρώτη φορά ουίσκι. Μαζί μου. Από τα χέρια του Σ.. Ιρλανδέζικο. Το θυμόταν ο Σ., κι ας ήταν Μάρτης. Ήπιε πρώτη φορά μαζί μου ουίσκι, Νοέμβρη μήνα. Μας προσφέρει μπρουσκέτες με σολομό. Ο Σ. θυμάται, πως και τότε είχε προσφέρει μπρουσκέτες. Με σολομό και λευκό κρασί. Και μετά ουίσκι. Ιρλανδέζικο. Πλατεία Άθωνος. Δυο κορίτσια στη άκρη της μπάρας. Στα τραπεζάκια, παρέες πανεπιστημιακών του ΑΠΘ δειπνούν. Ο Σ. γεμίζει τα ποτήρια με λεπτές κινήσεις, με ευγένεια. Φλύαρος όσο πρέπει. Διακριτικός όσο είναι αναγκαίο. Γεμίζει τα ποτήρια με ιρλανδέζικο ουίσκι. Στο πατάρι παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής. Παράξενη οχλαγωγία. Εκεί ήπιε πρώτη φορά ουίσκι, από τα χέρια του Σ.

 

Πάλι εδώ με τη βαλίτσα στο χέρι, στο δρόμο για το αεροδρόμιο. Επιστροφή στην Αθήνα. Ένα γρήγορο ποτό. Στο “δικό μας” μπαρ. Όση ώρα είναι πίσω από τη μπάρα η Ε., είναι ανέκφραστη. Γεμίζει ποτήρια. Ποτά. Είναι το μπαρ που συναντιόμαστε. Πάντα μαζί. Ποτέ καθένας μόνος του. Ποτέ με άλλη παρέα. Η Ε. είναι ανέκφραστη, συγκεντρωμένη λες στο βαρύ της καθήκον. Να είναι εκεί, πάντα παρούσα. Εκεί, το πρώτο βράδυ που ήρθαμε κοντά, της μίλησα για τα χείλη της. Για τα μάτια της. Χαμογέλασε και έγειρε επάνω μου. Η Ε. ανέκφραστη. Στο “δικό μας” μπαρ. Με θέα τον “ανετάρηστο” από την ομίχλη Λευκό Πύργο. Η Ε., της στρίβει ένα τσιγάρο, ανέκφραστη. Απορροφημένη στο έργο της. Το ταξί περιμένει. Αναχώρηση. Την αποχαιρετάμε εγκάρδια. Τον επόμενο μήνα πάλι εδώ. Μαζί. Η Ε. χαιρετά ανέκφραστη.

 

 

Προηγούμενο άρθροΚωστής Παπαγιώργης: O μερακλής τσοπάνος που άρμεξε τους τράγους
Επόμενο άρθροO Καβάφης του Δ.Δασκαλόπουλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ