της Δήμητρας Ρουμπούλα
H δίψα για την επιβίωση αποτελεί συστατικό στοιχείο του μύθου γύρω από τον Φραντς Κάφκα, η φήμη του οποίου σημαδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από μια δυστυχισμένη ζωή εξαιτίας της αρρώστιας που τον ταλαιπώρησε στα πιο δημιουργικά του χρόνια και τελικά του αφαίρεσε τη ζωή στα 41 του. Τώρα, όμως, ο Μίχαελ Κούμπφμύλλερ ρίχνει ένα φωτεινό, σχεδόν χαρούμενο φως στον μεγάλο συγγραφέα, ο οποίος στο τελευταίο έτος του βίου του ζει ένα μεγάλο έρωτα και παίρνει τη ζωή στα χέρια του, πριν να είναι πολύ αργά.

Το καλοκαίρι του 1923, ο Κάφκα, ήδη βαριά άρρωστος με φυματίωση, γνωρίζει τον τελευταίο έρωτα της ζωής του που ακούει στο όνομα Ντόρα Ντιαμάντ. Και μέσα σε λίγες βδομάδες, κάνει ό,τι δεν είχε σκεφθεί δυνατό για τον ίδιο: Επιλέγει να ζήσει μαζί με μια γυναίκα που μοιράζεται μαζί της ένα δωμάτιο, ένα τραπέζι κι ένα κρεβάτι. Και μετακομίζει στο Βερολίνο, που ήταν όνειρο ζωής, εν μέσω της φοβερής οικονομικής κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο 40χρονος συγγραφέας και η 25χρονη νηπιαγωγός θα ζήσουν μαζί μια τραγική και όμορφη ιστορία αγάπης, παρά τη θανάσιμη αρρώστια, την οικονομική ανέχεια, τις αμφιβολίες των γονιών του, τη δυσκολία να γράψει. Θα είναι ο τελευταίος έρωτας του συγγραφέα της «Μεταμόρφωσης» και της «Δίκης», ίσως ο πιο ουσιώδης και πάντως ο λιγότερο γνωστός.
Με βάση αυτό το αληθινό γεγονός, ο Μίχαελ Κούμπφμύλλερ (γεννήθηκε το 1961 στο Μόναχο και ζει στο Βερολίνο) γράφει «Το μεγαλείο της ζωής» (εκδ. Άγρα): ένα ευγενικό, λεπτό, ρομαντικό βιογραφικό μυθιστόρημα, που πλημμυρίζει από τους χυμούς της αγάπης μα και τις σκιές του θανάτου. Απαλά και με σεβασμό υφαίνει στην αφήγηση ό,τι υπάρχει για εκείνη την περίοδο, από τον Τύπο της εποχής, την αλληλογραφία και τα ημερολόγια του Κάφκα – η μεταξύ τους αλληλογραφία δυστυχώς δεν έχει διασωθεί, αλλά ο συγγραφέας έχει διαβάσει, κατά δήλωσή του, κάποιες σελίδες που έγραψε η Ντόρα Ντιαμάντ για τη σχέση της με τον Κάφκα, λίγο πριν πεθάνει, το 1952, στο Λονδίνο. Και έτσι ο Κούμπφμύλλερ κατορθώνει να αναπλάσει αυτή τη σχέση και να δημιουργήσει μια βαθιά συγκινητική παραβολή για τη ζωή και τον έρωτα, τη γραφή και το θάνατο.
Η ερωτική ζωή του Κάφκα, συχνού επισκέπτη των πορνείων στα νιάτα του, είναι κυρίως γνωστή μέσα από τις σχέσεις του με τη θρυλική Μίλενα Γέσενσκα, στην οποία απηύθυνε παθιασμένες επιστολές, και τη Φελίτσε Μπάουερ, με την οποία αρραβωνιάστηκε και σκόπευε να παντρευτεί, αλλά αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Ο Κάφκα, μέχρι να γνωρίσει την Ντόρα Ντιαμάντ, δεν συγκατοίκησε ποτέ με μια γυναίκα. Οι μελετητές του θεωρούν ότι η αιτία της αποστροφής του για μια δική του οικογένεια πηγάζει από τη δύσκολη σχέση με τους γονείς του, ειδικά με τον αυταρχικό πατέρα του, κάτι που αντανακλάται και στα γραπτά του. Πηγάζει και από την αφοσίωσή του στο γράψιμο. «Τις γυναίκες πρώτα τις τραβούσε και μετά τις έδιωχνε από κοντά του, τις φόβιζε με το φόβο του, ανησυχούσε πως θα τον εμπόδιζαν στο γράψιμο».
Η φυματίωση είχε καταβάλλει πολύ τον Κάφκα το καλοκαίρι του 1923. Οι αδελφές του, με τις οποίες είχε καλύτερες σχέσεις από ότι με τους γονείς του, του είχαν εξασφαλίσει ένα εξοχικό – «Καλή τύχη» το έλεγαν – στο Μύριτς, στις ακτές της Βαλτικής, με την ελπίδα να αναρρώσει, να πάρει κιλά και να ξαναγράψει. Εδώ κι ένα χρόνο είχε πάρει σύνταξη από το Ασφαλιστικό Ταμείο Εργατικών Ατυχημάτων όπου εργαζόταν. Στη λουτρόπολη γνωρίζει την κατά πολύ νεότερή του Ντόρα Ντιαμάντ, μια ελκυστική και δυναμική κοπέλα, επίσης Εβραία, από την Πολωνία, μαγείρισσα στην κατασκήνωση της Εβραϊκής Στέγης του Βερολίνου. «Και την εμπιστεύτηκε με την πρώτη ματιά». Εκείνη ξεχωρίζει τον Καθηγητή στην παραλία, άλλοτε μόνο κι άλλοτε με την αδελφή του και τα ανίψια του. Ο ίδιος, ενώ «κανονικά θα ΄πρεπε να φοβάται και να αγωνιά», νιώθει «έτοιμος να ορμήσει μπροστά, να ριχτεί με τα μούτρα σε μια καινούργια ζωή». Την προειδοποιεί όμως για τη φυματίωση και τις «αλλόκοτες συνήθειές» του, για να ξέρει με ποιόν πάει να σχετιστεί. «Θέλω μόνο να είμαι όπου είσαι κι εσύ, τα υπόλοιπα θα τα καταφέρουμε», του απαντά. Ο Φραντς ακούει προπάντων αυτό το «εμείς», τι γλυκό και τι δυνατό που ακούγεται, λες και δεν έχουν τίποτα σπουδαίο να φοβηθούν από δω κι εμπρός. «Είσαι η σωτηρία μου, της λέει. Και μάλιστα όταν είχα πάψει πια να πιστεύω στη σωτηρία. Αν γίνεται να πεθάνει κανείς από ευτυχία, τότε εγώ απ΄ αυτό θα πάω το δίχως άλλο. Κι αν πάλι από ευτυχία μπορεί κανείς να ζήσει, τότε θα ζήσω».
Η ζωή χαμογελά στον Κάφκα, της χαμογελά κι αυτός. Το όνειρό του να ζήσει στο Βερολίνο γίνεται πραγματικότητα και μάλιστα μαζί με εκείνη που του προσφέρει αγάπη και φροντίδα άνευ όρων. Η ζωή βέβαια δεν είναι εύκολη εκεί. Αλλάζουν συνεχώς σπίτι, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν στα ύψη, το μάρκο πέφτει ασταμάτητα και παρασύρει μαζί του τους Γερμανούς όλο και πιο βαθιά σε μιαν άβυσσο φτώχειας και δυστυχίας. «Για λίγο ζουν σαν μέσα σε γυάλινο θόλο, αδιάφοροι μάλλον για ό,τι συμβαίνει απ΄έξω, την τρομερή ακρίβεια που τελικά επηρεάζει και τη δική τους ζωή, τη γενική αναστάτωση, την πνευματική χρεοκοπία». Συγχρόνως, η αρρώστια δεν αστειεύεται. Η κατάστασή του επιδεινώνεται, οι πόνοι επανέρχονται, ο βήχας γίνεται επίμονος, ασταμάτητος, το βάρος του διαρκώς μειώνεται. «Η Ντόρα τον φροντίζει με συγκινητική διακριτικότητα, αόρατη σχεδόν, έτσι που η ντροπή του κρατιέται σε όρια».
Ο αγώνας και των δύο είναι μεγάλος. Περισσότερο για κείνον που προσπαθεί και πάλι να γράψει. Γράφει κυρίως επιστολές και σημειώσεις στα τετράδιά του. «Αυτό θα πει να είναι κανείς συγγραφέας;», αναρωτιέται η Ντόρα. Σ΄ ένα γράμμα στον επιστήθιο φίλο του Μαξ (Μπροντ) μιλάει για τη δουλειά του, που συνεχίζεται στο Βερολίνο – «Δεν είναι, ωστόσο, παρά δοκιμές, σχέδια για ένα νέο μυθιστόρημα, αρχές, αποσπάσματα, πότε πότε κάτι μικρό, που το τελειώνει και με την πρώτη ευκαιρία το πετάει στη φωτιά». Ο Μαξ τους επισκέπτεται συχνά, τους βοηθά, μεριμνά για τα γραπτά του, φέρνει νέα από την Πράγα και τους δικούς του, οι οποίοι ανησυχούν για την υγεία του – στην αρχή ο Κάφκα δίσταζε να τους μιλήσει για την Ντόρα, αλλά όταν το έμαθαν είχαν αμφιβολίες, αλλά την χαρακτήρισαν «καλή νεράιδα». Όταν η κατάστασή του χειροτερεύει, επιστρέφει στην Πράγα για λίγο, μέχρι να εισαχθεί σε σανατόριο κοντά στη Βιέννη, όπου πεθαίνει στις 3 Ιουνίου του 1924, «μεσημέρι στην αγκαλιά της».
Ο έντονος έρωτας σε ένα συμπυκνωμένο χρόνο έντεκα μηνών, η τόλμη να ζήσει με μια γυναίκα για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του, τα εμπόδια μέσα του που καταφέρνει να παραμερίσει, η βασανιστική προσπάθεια να γράψει («Η Ντόρα είχε την αίσθηση πως το χαρτί του ήταν από πέτρα, από υλικό σκληρό και δύσκολο, υλικό που δεν εννοούσε να υποταχθεί…»), η αγωνία για το έργο του γενικότερα, οι σχέσεις με τους γονείς, τις αδερφές του και τον Μαξ, μα πάνω απ΄όλα η άνιση μάχη με το θάνατο, ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Μαζί και μια εποχή, προοίμιο για την άνοδο του ναζισμού, την τύχη των Εβραίων και την έλευση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι γνωστό ότι εν ζωή ο Κάφκα δημοσίευσε ελάχιστα από τα κείμενά του. Διαβάζουμε στο «Μεγαλείο της ζωής»: «Δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιέται τι θα μείνει. Έχει γράψει κουτσά στραβά τρία μυθιστορήματα (σ. εκδόθηκαν μετά θάνατον), δυό-τρεις ντουζίνες ιστοριούλες, και γράμματα, όλη του τη ζωή γράμματα, τα περισσότερα σε γυναίκες που δεν ήταν κοντά του, που προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί δεν ήταν μαζί τους, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει μαζί τους». Πριν φύγει από τη ζωή έκαψε τα περισσότερα χειρόγραφά του και άφησε εντολή στον Μαξ Μπροντ , εκτελεστή της πνευματικής του κληρονομιάς, να κάψει ό,τι είχε απομείνει. Ευτυχώς εκείνος δεν το έκανε, επιτρέποντας έτσι να μπει ο Φραντς Κάφκα στο παγκόσμιο πάνθεον των σπουδαιότερων συγγραφέων.
Ένα βιογραφικό μυθιστόρημα για τον Κάφκα αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, καθώς από τη μια το υλικό γενικώς που τον αφορά είναι εν πολλοίς γνωστό, από την άλλη, απαιτείται απόλυτη στυλιστική ακρίβεια (αποδίδεται θαυμάσια από έμπειρη μεταφράστρια Μαρία Αγγελίδου) ώστε να προχωρήσει πέρα από την ιστορία της λογοτεχνίας, χωρίς ωστόσο να την αντικρούσει. Ο Κούμπφμύλλερ κερδίζει το στοίχημα και κατορθώνει να μεταπλάσει έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα σε μυθιστορηματικό ήρωα, σε έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανός και να γευτεί το μεγαλείο της ζωής, έστω και για λίγο χρόνο – «Στην αγκαλιά της υπάρχουν φορές που το πιστεύει», να βγει δηλαδή νικητής από τη μάχη με τη φυματίωση. Κι αυτό χάρη σε μια γυναίκα.
Το «Μεγαλείο της ζωής», τιμημένο με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας Jean Monnet το 2013, δεν είναι μόνο ένα μυθιστορηματικό πορτρέτο του Κάφκα, αλλά κι ένα αφιέρωμα στη νεαρή γυναίκα που βρέθηκε στο πλευρό του κατά το τελευταίο έτος της ζωής του και που δεν ήταν απλώς μια «νοσοκόμα», όπως την είδαν ορισμένοι ειδικοί. Αλλά και η ζωή της Ντόρα Ντιαμάντ μοιάζει μυθιστορηματική. Ασχολήθηκε με το θέατρο και την εβραϊκή παράδοση, πλήρωσε κι αυτή τα ταραχώδη χρόνια που έζησε. Παντρεύτηκε τον διευθυντή της εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος και μαζί του έφυγε το 1936 στη Σοβιετική ΄Ενωση για να σωθούν από τους ναζί. Μετά από τρία χρόνια, όταν ο σύζυγός της συνελήφθη κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, δραπέτευσε στην Αγγλία, ζώντας τη δύσκολη ζωή των Εβραίων εμιγκράδων. Η αλληλογραφία της με τον Κάφκα δεν έχει διασωθεί, όπως μας πληροφορεί στο τέλος του βιβλίου ο Κούμπφμύλλερ. Το καλοκαίρι του 1924 η Ντόρα πήρε μαζί της στο Βερολίνο είκοσι τετράδια και τριάντα πέντε γράμματα του αγαπημένου της, τα οποία κράτησε παρά την επιθυμία του και αρνήθηκε να τα παραδώσει στον Μαξ Μπροντ που της τα ζητούσε επίμονα. Όμως τον Αύγουστο του 1933 κατασχέθηκαν από την Γκεστάπο, σε έφοδο στο διαμέρισμά της.

info: «Το μεγαλείο της ζωής» Michael Kumpfmuller, εκδόσεις «Άγρα», μετφρ. Μαρία Αγγελίδου, σελ. 275