Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.
Μια σειρά συνειρμών νοηματικής αλληλουχίας εγείρεται από τις δύο λέξεις που συνθέτουν τον τίτλο της καινούριας ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι που μας πέρασε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν: Εποχή αφής, άρα και Εποχή των αισθήσεων ή μήπως και Εποχή του έρωτα; Ξεκινώντας την ανάγνωση των πρώτων κομματιών του βιβλίου ο αναγνώστης διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσδοκιών στο επίκεντρο του οποίου αναμφισβήτητα βρίσκεται ο έρωτας. Και διαδραματίζει πράγματι το συναίσθημα αυτό νευραλγικό ρόλο στη συλλογή, καθώς, αν θεματικά τη συνέχει παράλληλα με τον θρυμματισμένο χρόνο, τη διάψευση των προσδοκιών και την εναγώνια εκπλήρωση της επαφής, μορφικά την καθορίζει. Η συλλογή δομείται βάσει μιας εναλλασσόμενης τριφωνίας, προικοδοτώντας το έργο με δραματικότητα, αφού οι παράλληλοι μονόλογοι τριών προσώπων κατατείνουν και εντέλει εγκαθιδρύουν μια διαλογικότητα των φωνών.
Συνεπώς, εν προκειμένω η δραματικότητα δεν προσδίδει απλώς μια εσωτερικότητα στη δράση των ποιητικών ανώνυμων πρωταγωνιστών αλλά έχει έντονα τον χαρακτήρα του υπόρρητου και της εσωστρέφειας, έχει τη διάσταση μιας οιονεί επικοινωνίας και μιας επαφής λανθάνουσας. Είναι ευρηματικό το δομικό στήσιμο της συλλογής από την Αδαλόγλου: οι τρεις πρωταγωνιστές ― δύο γυναίκες και ένας άνδρας ―ξεδιπλώνουν τις μύχιες σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους: φόβος, προσμονή, ένα αίσθημα του ανικανοποίητου, η ελπίδα για συνάντηση. Οι απρόβλεπτες διαδρομές του έρωτα βυθίζουν σε ένα πένθος το ποιητικό υποκείμενο και η απώλεια της ερωτικής Εδέμ υπογραμμίζεται ενίοτε μέσα από τη μετωνυμική χρήση μουντών και πένθιμων χρωμάτων, όπως είναι επί παραδείγματι, το μοβ ή το μαύρο, αλλά και μέσα από εικόνες που ιχνογραφούνται με φόντο τη σκιά και τη βροχή, το φθινόπωρο και το κρύο.
Η ευρηματικότητα, ωστόσο, της δομής έχει ακόμη μία διάσταση εν προκειμένω. Η ποιήτρια χωρίς να χρησιμοποιεί ποιητικές περσόνες, alter ego του ποιητικού υποκειμένου, τριχοτομεί τον ποιητικό «εαυτό», υποδυόμενη ρόλους χωρίς ονόματα. Η λέξη «φωνή» με αύξουσα αρίθμηση, η οποία χρησιμοποιείται και για τους τρεις πρωταγωνιστές της συλλογής, αποδεικνύεται ένα δραστικό αναγνωστικό οδόσημο, τονωτικότερο από οποιοδήποτε ηχηρό ονοματεπώνυμο στον βαθμό που δεσμεύει την προσοχή του αναγνώστη, καθώς οι γέφυρες επικοινωνίας που στήνονται συγκροτούνται στη βάση της πιο ξεχωριστής ανθρώπινης ιδιότητας, της ικανότητας της ομιλίας, και οι αναγνωστικές προσδοκίες εξυφαίνονται στον άξονα της προσμονής για επικοινωνία σε τόνο εξομολογητικό.
Όμως η διανομή των ρόλων στο ποιητικό ― θεατρικό αναλόγιο της Αδαλόγλου μας επιφυλάσσει ακόμη μία έκπληξη. Εξηγούμαι: Αν η πρώτη φωνή, η γυναικεία, είναι αναμενόμενη, η δεύτερη, η ανδρική μας ξαφνιάζει, καθώς προδίδει έναν ποιητικό χαμαιλεοντισμό, ενώ η τρίτη φωνή μιας γυναικείας φιγούρας που παρατηρεί το ζευγάρι, αποσκοπώντας στην επανένωσή του και δρώντας ως ένα πανεποπτικό Εγώ, έχει παρουσία ρυθμιστική και κρατά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε τον ρόλο που έχει στο μυθιστόρημα ο παντογνώστης αφηγητής ή ένας από μηχανής θεός στο θέατρο που μπορεί να προσφέρει ελπίδα. Τούτες, οι εναλλαγές προσδίδουν στη συλλογή τον χαρακτήρα της πολυπρισματικότητας, προικοδοτούν το ποιητικό έργο με πολλές γωνίες αφήγησης που πολλαπλασιάζονται σχεδόν καλειδοσκοπικά, αν ενσωματώσουμε στην εξίσωση της ερμηνείας τους παράγοντες του χρόνου, της μνήμης και της αίσθησης.
Τα κομμάτια της συλλογής είναι πυκνά και σύντομα, λιτά, πολλά εξ αυτών με περιορισμένα χωρικά όρια αλλά ταυτόχρονα αρκετές φορές με εγκιβωτισμένη τη δύναμη του ερωτικού επιγράμματος: Με έβαλες πάλι στα μάτια των αντρών,/ Αλλά με άφησες εκεί, εικόνα αφίλητη,/ σε προσμονή γηράσκουσα./. Η πυκνωμένη τους μορφή είναι απότοκη ή απλώς συνάρτηση της ποιητικής γλώσσας, που θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω σωματική, δεδομένου ότι εκπορεύεται από τις αισθήσεις και πλάθεται από αυτές με κεντρομόλο δύναμη την αφή. Διαβάζουμε από το ποίημα που χάρισε τον τίτλο σε όλο το βιβλίο: (…) Εποχή αφής./Ο άνεμος στα μαλλιά./ Τα δάχτυλα στα μαλλιά./Τα δάχτυλα στα δάχτυλα./Τα δάχτυλα στα χείλη./Τα χείλη στο μάγουλο/ Το μάγουλο στην παλάμη./ (…).
Είναι όμως ταυτόχρονα χαρακτηριστικό ότι παρά την έντονη δραματικότητα της συλλογής, τα κομμάτια και η γραφή της Αδαλόγλου δεν διακρίνονται απλώς για την απουσία υψηγορίας, αλλά κυρίως για τον μινόρε τόνο τους που λειτουργεί διεγερτικά αντιστικτικά με την έντονη δραματικότητα, συνθέτοντας ένα αντιθετικό ζεύγμα με ένα κρεσέντο συναισθημάτων από τη μια και ένα τονικό ντεκρεσέντο από την άλλη. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως η ποίηση της Αδαλόγλου ― στοιχείο που είδαμε πολύ έντονα και στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της με τίτλο Οδυσσέας, τρόπον τινά (Σαιξπηρικόν 2013) ― είναι προσωπική με πρωτογενές υλικό το βίωμα, το οποίο λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως συνάρτηση της Μνήμης. Το βίωμα στο ποιητικό σύμπαν της Αδαλόγλου αποτελεί εκείνη την απαραίτητη αναλυτική κατηγορία για την προσέγγιση και ερμηνεία των διαπροσωπικών σχέσεων. Διαπιστώνουμε όμως από τα ποιήματά της πως το εκάστοτε προσωπικό βίωμα του ποιητικού υποκειμένου δεν είναι αποκολλημένο από το παρόν κοινωνικό πλαίσιο, γι’ αυτό και ορισμένα από τα κομμάτια της συλλογής μεταλλάσσουν την κοινωνική εμπειρία της γράφουσας σε κριτική οικειοποίηση του κόσμου. Διαβάζουμε από το ποίημα «Φέιγ Βολάν»: (…) Λίγο πριν από το ύψος της Ερμού/ μετέωρες αποφάσεις./ Συλλαλητήριο για τους απολυμένους/ εκατοντάδες μηνύματά μου φέιγ βολάν πεταμένα στους δρόμους/ ζητούν τον λόγο από εκείνον που παρίστανε τον παραλήπτη./ ή σε άλλο ποίημα: Καθάρισε τη μνήμη του τηλεφώνου./ Τόσο κόκκινο, την πνίγει./ Εικόνες από μακριά και πιο κοντά/ διαμελισμένα ερείπια/ πρόσωπα θρήνος/ οροί τραύματα αίμα/ ρουκέτες παράκρουσης/ ανατιναγμένη λογική/ ζωές λαθραία παγιδευμένες/λάμες απόγνωσης/ σημαδεμένα φρούτα θεομηνίας/.
Είναι η έννοια του χρόνου και η διαχείρισή της το νήμα που συνέχει τα τρία πρόσωπα της συλλογής; Η έννοια του χρόνου στην παρούσα συλλογή είναι άρρητα συνυφασμένη με τις έννοιες της Ύπαρξης και της Μνήμης, ενώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι αποκρυσταλλώσεις μιας διαλεκτικής σχέσης. Το άχθος της φθοράς και η διαστολή του πραγματικού χρόνου αποτελούν επιμέρους νευραλγικές συνιστώσες του υπαρξιακού στοιχείου που επικαθορίζει με λανθάνοντα τρόπο τα ποιήματα. Ο πραγματικός χρόνος του ρολογιού δεν ταυτίζεται με τον χρόνο, όπως τον βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, καθώς οι λεπτοδείκτες κολλούν, ο χρόνος ακινητοποιείται, η αίσθηση μετατρέπεται σε παραίσθηση και το παρόν αργεί να γίνει το προσδοκώμενο μέλλον. Διαβάζουμε: Συγγνώμη που άργησα να ανοίξω/ έπρεπε να μαζέψω αυτή την παγίδα/ αποκεφαλίζει ποντικούς κατσαρίδες σαύρες/ μια φορά έκοψα κι ένα κοτσύφι / με το τελευταίο λάλημα σφηνωμένο στο χρυσό του ράμφος/ από τότε στοιχειώσαν οι ώρες/ πρέπει να σπρώξω γερά τους λεπτοδείκτες/ κατάλαβες γιατί άργησα ν’ ανοίξω…/.
Την ίδια στιγμή η Μνήμη γίνεται το εργαλείο που στεγανοποιεί το παρελθόν από το παρόν και που επιβάλλει εκείνες τις διχοστασίες που σημασιοδοτούν το σήμερα μέσα από τη διάθλαση του παρελθόντος. Όμως η έννοια του χρόνου πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές που οροθετεί φαίνεται να θρέφει και τη λεπτή ειρωνεία που διαχέεται στη συλλογή και που εκφέρεται πότε απορηματικά και πότε μέσα από την ενδυνάμωση του εσκεμμένα συγκεχυμένου που δημιουργούν οι πολλαπλές εστίες αφήγησης και οι λεπτές τονικές διαβαθμίσεις της γλώσσας των λιτών στίχων του καθημερινού λεξιλογίου. Παρά τη μελαγχολία όμως της γραφής που αναδύεται από τους στίχους της συλλογής της η Αδαλόγλου μοιάζει να μην έχει δηλητηριασμένο αίμα, αφού το μετέωρο τέλος του βιβλίου απεγκλωβίζει ένα ανεσταλμένο φορτίο ελπίδας, δίνει χώρο στο όνειρο και εντέλει στην ίδια τη ζωή.
info:Κούλα Αδαλόγλου, Εποχή αφής, Σαιξπηρικόν