Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση από το Μανχάτταν)
Γιορτές Γυναικών
Για τις γιορτές ετούτη εδώ η πόλη, όπως συνήθως, άρχισε να στολίζεται από νωρίς. Μιλάμε για μήνες, όχι εβδομάδες. Βάζει επάνω της τα φανταχτερά φωτεινά στολίδια των Χριστουγέννων σε πλατείες, σε δρόμους, και βιτρίνες, κι επίσης φοράει τα καλά της από πλευράς πολιτιστικής, δηλαδή ό,τι το καλύτερο σε εκθέσεις, σε συναυλίες, σε θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, στις εκδόσεις και παρουσιάσεις βιβλίων και σε άλλες κατηγορίες της έκφρασης του πνεύματος. Μου τράβηξε το ενδιαφέρον, κατόπιν σύστασης των πολιτιστικών σελίδων των εφημερίδων, μια έκθεση/ιστορική αναδρομή για το κίνημα του φεμινισμού στην γκαλερί του νέου μοντέρνου κτιρίου του πανεπιστημίου Κούπερ Γιούνιον, εκεί όπου το Γκρήνουιτς Βίλλετζ αρχίζει να μεταλλάσσεται σε Ανατολικό Βίλλετζ. Ένα μουντό απόγευμα αρχές του Δεκέμβρη οδεύω προς τα εκεί με την περιέργεια ανάμεικτη με μια δόση νοσταλγίας μιάς και πριν περίπου μια δεκαετία δίδασκα σε εκείνο το κτίριο πανέξυπνες και πανέξυπνους νέους μηχανικούς.
Η έκθεση μας υπενθυμίζει από πόσο νωρίς το κίνημα των γυναικών, για μια ισοδύναμη συμμετοχή στην κοινωνία, είχε αρχίσει. Βλέπουμε μια μεγάλη αφίσα που διαφημίζει δυο συγκεντρώσεις σε αυτό εδώ το πανεπιστήμιο. Στην Πρώτη Φεμινιστική Μαζική Συγκέντρωση, στις 17 Φεβρουαρίου, 1914, το θέμα είναι «Τι σημαίνει για μένα ο φεμινισμός», συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα «δεκάλεπτοι λόγοι», και συμμετέχουν, σε ισαριθμία, γυναίκες και άντρες μαζί. Η δεύτερη συγκέντρωση, τρεις μέρες αργότερα, καταπιάνεται με τα δικαιώματα της γυναίκας, όπως «Το δικαίωμα της Εργασίας», «Το δικαίωμα να έχει τις Πεποιθήσεις της», «Το δικαίωμα για το Όνομά της», «Το δικαίωμα να Αγνοεί τη Μόδα», «Το δικαίωμα να Οργανώνεται». Και η έκθεση ακολουθεί την ιστορική εξέλιξη της εξάσκησης αυτού του τελευταίου δικαιώματος (μέσα από πολιτικές αφίσες, εκδόσεις, και φωτογραφίες) που αργότερα, από τη δεκαετία του 1970, συμπεριλαμβάνει στη διεκδίκηση δικαιωμάτων και τη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Από τις τελευταίες πολιτικές εκφάνσεις, μεγάλο μέρος της έκθεσης συμπεριλαμβάνει τις προκλητικές ασπρόμαυρες αφίσες της ομάδας Κορίτσια Αντάρτες (Guerrilla Girls) που, σε ένα ακουστικό-οπτικό λογοπαίγνιο, εμφανίζονταν με μάσκα γορίλα (Gorilla) σε διαδηλώσεις και κόλλαγαν τις αφίσες σε τοίχους και κολόνες του Μανχάτταν.
Βγαίνοντας από την έκθεση, στην Έβδομη Οδό, απέναντι, σε ένα παιχνίδι της ειρωνείας, αντικρίζω την εορταστική πρόσοψη της ιστορικής μπυραρίας (“ιδρυθείσα το 1854”) ΜακΣόρλυ (McSorley’s), όπου πάνω από έναν αιώνα (μέχρι το 1970) δεν επέτρεπαν την είσοδο σε γυναίκες! Χρειάστηκε δικαστική απόφαση για να έρθει η αλλαγή.
Κι ακόμα, η μνήμη μου ανακαλεί ένα πεζοποίημα του ε.ε. κάμμινκγς, από τη συλλογή του & [And], του 1925, που έχει για θέμα τη μπυραρία αυτή. Το ποίημα αρχίζει ως εξής:
‘i was sitting in mcsorley’s. outside it was New / York and beautifully snowing.’
‘καθόμουν στου μακσόρλυ. απέξω ήταν Νέα/ Υόρκη κι έπεφτε όμορφα χιόνι .’
Απ’ τη μεριά της Τρίτης Λεωφόρου, βλέπω μια ουρά να σχηματίζεται γύρω από το ιστορικό κτίριο (μέσα του 19ου αιώνα) του Κούπερ Γιούνιον. Φαντάζομαι πως κάτι γίνεται στο Great Hall (τη Μεγάλη Αίθουσα) του πανεπιστημίου, εκεί όπου έχουν εκφωνήσει ιστορικούς λόγους μεγάλοι πρόεδροι των ΗΠΑ, από τον Αβραάμ Λίνκολν μέχρι τον Μπαράκ Ομπάμα. Διασχίζω τη λεωφόρο και ρωτάω, απευθυνόμενος αόριστα στο πλήθος, ποιος ο λόγος της ουράς. Κάποιος ενθουσιώδης μου απαντάει ότι ο Κρις Στάϊν και η Ντέμπι Χάρρυ του συγκροτήματος Blondie, της εποχής της μουσικής punk, υπέγραφαν το νέο βιβλίο φωτογραφίας του Στάϊν με φωτογραφίες της Νέας Υόρκης από τη δεκαετία του 1970. Εκφράζουμε και οι δυό μας το θαυμασμό μας για εκείνο το ιστορικό συγκρότημα και ανταλλάσσουμε πληροφορίες για το πότε και πού τους είχαμε δει να παίζουν. Προκύπτει ότι και οι δυό μας είχαμε δει τη Ντέμπι Χάρρυ μετά την Blondie, ένα φεγγάρι που εμφανιζόταν με τους Jazz Passengers, εκείνος γιατί ήταν πολύ νέος όταν το συγκρότημα ήταν εν δράσει, κι εγώ γιατί εκείνη την εποχή ήμουν σε άλλη (μουσική) φάση. Επιστρέφοντας στο σπίτι, σκέφτομαι πώς εκείνη την εποχή οι γυναίκες είχαν αρχίσει να παίρνουν σιγά σιγά τη θέση τους στο στερέωμα του ροκ, ηγούμενες συγκροτημάτων (fronting bands), όπως οι αδερφές Γουίλσον με το συγκρότημα Heart και η Patti Smith με τα εκάστοτε μουσικά της σχήματα. Κι επίσης σκέφτομαι πως ετούτη τη χρονιά οι γυναίκες είναι, υπό πολλές απόψεις, στο προσκήνιο των πολιτικών και πολιτιστικών γεγονότων σε αυτήν εδώ τη χώρα. Να! Στον κατάλογο των 10 Καλύτερων Βιβλίων της χρονιάς, που κάθε χρόνο αυτή την εποχή επιλέγουν οι κριτικοί της εφημερίδας Νιού Γιόρκ Τάϊμς, τέσσερις στους πέντε συγγραφείς στην κατηγορία fiction (μυθιστόρημα, διήγημα) είναι γυναίκες, και άλλες δύο συμπεριλαμβάνονται στους πέντε συγγραφείς της κατηγορίας non-fiction. Πήρε αιώνες για να φτάσουμε ως εδώ. Ας το γιορτάσουμε!
Bad Plus η φίλη
Είναι η εποχή για το ετήσιο ραντεβού, στο Μανχάτταν, με την ποιήτρια φίλη που ξεκινά από μακρυά, από τη χώρα της ‘στη μικρή μεσογειακή μας γειτονιά’, όπως η ίδια δίνει το στίγμα της. Πέρα από την ποίηση, έχουμε σύγκλιση πολιτική (και για τα όσα τρομερά συμβαίνουν στη δική της γωνιά της μικρής μας γειτονιάς) αλλά και σύγκλιση μουσική, κι έτσι το ραντεβού μας συμπεριλαμβάνει κάθε φορά και μια ζωντανή παράσταση μουσικής τζαζ.
Φέτος, απ’ το μενού μουσικής τζαζ εδώ, διαλέγουμε το τρίο Bad Plus στο ιστορικό κλάμπ Βίλλετζ Βάνκγαρντ. Φτάνουμε μισή ώρα πρίν και η αίθουσα είναι ήδη κατάμεστη. Λίγος αέρας οικειότητας και λίγο χιούμορ με τον μάνατζερ μας εξασφαλίζει ένα τραπέζι προνομιακό στην ελαφρώς υπερυψωμένη πλευρά, σαν μπαλκόνι, απ’ όπου σε λίγο περνούν από μπροστά μας, καθ΄οδόν για τη σκηνή, οι μουσικοί. Ο αρχηγός, ο μπασσίστας, φαίνεται να έχει όρεξη απόψε, καθώς από την εισαγωγή του στο πρώτο κομμάτι σκάει αστεία που εμφανώς ψυχαγωγούν το κοινό (λέω της φίλης ‘φαίνεται να έχει φιλοδοξία να γίνει κωμικός’), και με το ίδιο μεράκι περνάει στη μουσική. Η φίλη, θαυμαστά ενημερωμένη, παρόλη τη γεωγραφική της απόσταση, παρατηρεί ότι το τρίο έχει καινούργιον πιανίστα. Αυτή είναι η πρώτη χρονιά του με το τρίο και πέρα από το χρώμα (κυριολεκικά) ποικιλίας (diversity) που του προσδίδει, φέρνει στον ήχο ένα νεύρο ρυθμών από τα ενδότερα της πόλης (inner city) και ευαισθησία από τον κόσμο των μπλούζ. Από τη μεριά μας είμαστε ευθυγραμμισμένοι με τον μουσικό στα τύμπανα, και στρέφω της φίλης μου την προσοχή στην πολύπλοκη τεχνική του, όπου όχι μόνο οι μπαγκέτες αλλά και τα δάχτυλά του φαίνονται να δημιουργούν καλλιγραφήματα επάνω στο δέρμα των τυμπάνων και στο μέταλλο των κυμβάλων που μετατρέπονται σε πρωτάκουστους ήχους με τα κύματα του αέρα χαϊδεύοντας τ’ αυτιά μας και τα σωθικά μας. Εντυπωσιάζεται η φίλη, μου λέει δεν τον είχε προσέξει γιατί στη τζαζ αυτή είναι ‘άνθρωπος του πιάνου’ (‘a piano person’), πράγμα που με κάνει να σκεφτώ ότι εγώ είμαι άνθρωπος των πνευστών, αυτά με ξεσηκώνουν, η τρομπέτα, το σαξόφωνο και το σπάνιο, στις μέρες μας, τρομπόνι που το έχω απολαύσει κατά κόρον μόνο στη Νέα Ορλεάνη. Δεν υπάρχει λόγος να της το εκμυστηρευθώ, αλλά τώρα παρατηρώ κάτι το περίεργο και απολαυστικό: ότι δηλαδή, φορές φορές, σε αυτό το μουσικό πάρε-δώσε που λαμβάνει χώρα στη σκηνή ο πιανίστας επιφέρει χτυπήματα τυμπάνου στα πλήκτρα του πιάνου, ενώ του ντραμίστα τα δάχτυλα επάνω στα τύμπανα κινούνται τόσο ανάλαφρα όσο συνήθως γλιστράνε δάχτυλα, από άκρη σ’ άκρη στο πιάνο, πάνω στων πλήκτρων τη γυαλιστερή επιφάνεια. Και στη μέση, το μπάσσο σαν διαιτητής, δίνει μια πειθαρχία προορισμού και δένει όλη αυτή τη μουσική πανδαισία.
Ήπιαμε μόνο ένα ποτό αλλά βγήκαμε μεθυσμένοι από τη μουσική στη νύχτα την παγερή. Εδώ κάτω στο Βίλλετζ, οι δρόμοι είναι τώρα άδειοι: δική μου πάλι η Νέα Υόρκη. Είναι αργά. Προφανώς τους τουρίστες τους έχει καταπιεί το τζέτλαγκ. Διασχίζουμε από δύση προς ανατολή το Μανχάτταν με κουβέντα για τα πάντα. Χωρίζουμε στη γωνία της Μπρόντγουεϊ, εκεί όπου είναι το ιστορικό βιβλιοπωλείο Στράντ. Παλιός μου συχνός προορισμός, διαπιστώνω ότι έχουν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που έχω έρθει εδώ. Το κρατάω υπενθύμιση, να περάσω αύριο μεθαύριο. Και το κάνω.
Το ψηλοτάβανο κι απλωτό βιβλιοπωλείο βρίθει πελατείας, κάθε ηλικίας. Όλοι αυτοί που έχουν βάλει στην άκρη τα «έξυπνα» τηλέφωνά τους προσωρινά για να ξεφυλλίσουν βιβλία. Τους βλέπεις να κρατάνε στα χέρια, υπό μάλης, πολλά. Τι χαρά! Άραγες για δώρα ή για τη δική τους τέρψη; Δεν έχει σχέση. Το βιβλιοπωλείο ειδικευόταν παλιά στις πωλήσεις βιβλίων σε έκπτωση, βιβλίων που προέρχονταν από ιδιωτικές βιβλιοθήκες, από ιδιώτες που έπρεπε να ξαλαφρώσουν τον χώρο στο μικρό τους διαμέρισμα, ή άλλους που απλώς χρειάζονταν τα χρήματα, και από κριτικούς που λαβαίνουν σωρεία βιβλίων μα που τελικά το ενδιαφέρον τους περιορίζεται σε έναν μικρό σχετικά αριθμό. (Θυμάμαι την πρώτη μου δουλειά, όταν πρωτοέφτασα εδώ, τον καιρό των διακοπών ανάμεσα στα δυο ακαδημαϊκά εξάμηνα: στο σπίτι ένος καθηγητή της Κοινωνιολογίας, στην Παρκ Άβενιου, όπου τακτοποιούσα τη βιβλιοθήκη του θεματολογικά και αλφαβητικά και έβαζα σε κουτιά ένα σωρό βιβλία που είχαν την ένδειξη «για το Στραντ».) Πάνε κοντά δυο δεκαετίες που το Στραντ, μετά από μια μεγάλη ανακαίνιση, μετετράπη σε κανονικό βιβλιοπωλείο χωρίς να χάσει όμως τον αρχικό του χαρακτήρα. Κι έτσι παρουσιάζει την εξής ιδιορρυθμία: σε αντίθεση με τα άλλα βιβλιοπωλεία, τα ράφια έχουν ακόμα τα «μισής τιμής» βιβλία, ενώ τα καινούργια βιβλία και οι νέες εκδόσεις είναι τοποθετημένα σε πολυάριθμα τραπέζια καταμεσής στην αίθουσα.
Στο τραπέζι το πιο κεντρικό με το που μπαίνεις, ο βασιλιάς (ή η βασίλισσα, αν προτιμάτε) των εκδόσεων, την εποχή μας, αναγγέλλεται με μια κόκκινη πινακίδα ορθόστατη καταμεσής των βιβλίων: New Fiction. Διαλεγμένα μυθιστορήματα και διηγήματα από την πλούσια παραγωγή. Και ω! Τι έκπληξη! Μαζί με όλους εκείνους τους Αμερικανούς, κατά μεγάλη πλειοψηφία, συγγραφείς, φαντάζει, σε περίοπτη θέση, και η δική μας η Ερση Σωτηροπούλου με το μυθιστόρημά της «Τι μένει από τη νύχτα» ( «What’s left of the night» στην ωραιότατη αγγλική μετάφραση της Karen Emmerich). Και το συναίσθημα που με πλημμυρίζει έχει μια δόση μεν από υπερηφάνεια ελληνική, μα πιό πολύ περιέχει μια ανέκφραστη χαρά για το μεγάλο ταξίδι με τη φίλη μου αυτή, που είχε ξεκινήσει με την ποίηση, στα χρόνια μας τα μαθητικά, σε μια πόλη αλλοτινή, μια Πατρ(ίδ)α της μνήμης. Στα τραπέζια, ορισμένα επιλεγμένα βιβλία είναι στημένα όρθια, και μια μικρότερη επιλογή φέρει μια κίτρινη καρτέλα με μαύρα γράμματα, μια σύντομη φράση, του βιβλιοπωλείου ένδειξη για το βιβλίο αυτό (από το καλά διαβασμένο προσωπικό). Στο βιβλίο της Σωτηροπούλου η καρτέλα λέει: For the Free Spirit (Για αυτόν που είναι Πνεύμα Ελεύθερο). Τι καλύτερη σύσταση από αυτή προς τον μελλοντικό αναγώστη! Και τι μήνυμα γιορτινό!
Των αγίων πάντων το πανηγύρι
Η αλήθεια είναι πως η αυλαία των γιορτών στο Μανχάτταν ανοίγει με τη γιορτή Χάλλογουϊν (Halloween), παραμονή της Ημέρας των Αγίων Πάντων, στις 31 Οκτωβρίου, με την μεγάλη καρναβαλικού τύπου παρέλαση που ξεκινάει το βράδυ απ’ την αρχή της Έκτης Λεωφόρου, στα όρια του Σόχο, και προχωράει εγκάρσια στο Γκρήνουϊτς Βίλλετζ μέχρι λίγο πιο βόρεια. Διαρκεί περίπου τρεις ώρες, με χιλιάδες μεταμφιεσμένους, με πολλές ευφάνταστες κατασκευές και άρματα να συμμετέχουν, και με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο να την παρακολουθούν από τα κατάμεστα πεζοδρόμια. Πρόκειται για γιορτή με χαρακτήρα πειρακτικό, εξ ου και η εκφώνηση της ημέρας “ή κερνάς ή σου κάνω κάζο” (“trick’a’treat”), με ρίζες και αναφορές στον “άλλο κόσμο”, και έτσι στις μεταμφιέσεις που παρελαύνουν κυριαρχούν τα φαντάσματα, οι βρικόλακες, οι σκελετοί και άλλα διάφορα εκφοβιστικά κατασκευάσματα, αλλά και ό,τι άλλο παράγει ή αποσκοπεί να σατιρίσει η φαντασία όσων συμμετέχουν από την πολιτική και πολιτιστική επικαιρότητα, τραβηγμένο βέβαια στα άκρα.
Επειδή μεγάλωσα σε μια πόλη όπου το καρναβάλι διαρκεί πάνω απ’ όσο οι γιορτές των Χριστουγέννων και το Πάσχα μαζί φροντίζω να είμαι πάντα παρών σε αυτή την παρέλαση. (Μάλιστα είχα αρχίσει να την παρακολουθώ απ’ όταν ήταν ένα μικρό τοπικό ξεφάντωμα στη γειτονιά των γκέϊ στο δυτικό Βίλλετζ, ένα επαναληπτικό σουλατσάρισμα, πάνω κάτω στην Κρίστοφερ Στρητ, αστεία μεταμφιεσμένων γκέϊ ανδρών και τραβεστί.) Φέτος έτυχε να διδάσκω στην άλλη άκρη του Μανχάτταν και ίσα που πρόλαβα την…ουρά της. Το είχα σκοπό όμως να τη γιορτάσω την ημέρα με τον φίλο με τον οποίο συνήθως παρακολουθώ την παρέλαση μαζί σχολιάζοντας τα δρώμενα, ένα είδος παράδοσης. Λοιπόν, του τηλεφώνησα και πήραμε τα μπαρ της γειτονιάς σβάρνα, αυτά που μας ταίριαζαν: Μολτ Χάουζ, Χαφ Πάϊντ, Γουάϊτ Οουκ, Μπλήκερ Στρητ Μπαρ, τα πάντα κατάμεστα. Και δεν είχαμε καθόλου όρεξη να την βγάλουμε στα όρθια. Καταλήξαμε σ’ ένα μπαρ που το είχαμε σχεδόν ξεχάσει, σε μια γωνία βόρεια της πλατιάς οδού Χάουστον και ανατολικά της Μπρόντγουέϊ. (Ο γνωστός σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε, που είχε μεγαλώσει στην τότε αμιγώς Ιταλική γειτονιά νότια της Χάουστον σ’ εκείνο το σημείο, είχε χαρακτηριστικά πεί πως «για πρώτη μου φορά διάσχισα τη Χάουστον όταν πήγα να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης [New York University]», που βρίσκεται μόλις δυο-τρία τετράγωνα παρακεί. Τόσο ριζωμένοι ήσαν στις γειτονιές τους τότε οι ντόπιοι! Στις μέρες μας, τα πάντα ρεί…)
Στο μπαρ βρήκαμε δυο σκαμπό στη γωνία του μακρύτατου πάγκου πίσω από τον οποίον ο μπάρμαν τρέχει αδιάκοπα να ικανοποιήσει τη δίψα για ποτό αλλά και για κουβέντα των, ως επί το πλείστον, μεταμφιεσμένων θαμώνων σε παρέες ή σόλο. Δίπλα μας μια μικρή παρέα από τριαντάρες με περούκες και στολές κολλητές στο σώμα φαίνεται να έχει αρχίσει το πάρτυ από νωρίς. Ευθυμία διάχυτη και συνάμα ρευστή σεξουαλική αμφιθυμία. Πιάνει κουβέντα μαζί μας η πιο κοντινή και σιγά σιγά γινόμαστε όλοι γνωστοί. Όπως συμβαίνει σ’ αυτήν εδώ την κοινωνία την πάντα εν κινήσει, ποιες είναι οι ενασχολήσεις σου είναι από τις πρώτες ερωτήσεις. Μαθαίνουμε ότι οι δύο από αυτές είναι ψυχίατροι στο Ράϊκερς Άϊλαντ, στις πιό βίαιες φυλακές της Νέας Υόρκης. Η μια είναι υπεύθυνος για τους άντρες φυλακισμένους και η άλλη για τις γυναίκες, μας εξηγεί η τελευταία αυτή, μια λεπτότατη γαλανομάτα, ξανθή κατά την περούκα και, υποπτεύομαι, και στο φυσικό της μαλλί. Οι γυναίκες [στη φυλακή] υποφέρουν στερήσεις χωρίς παράπονα, μας λέει, ενώ οι άντρες, τους αποκαλεί “pussies” (το οποίο αφήνω στην αγγλική…), όλο κλαίγονται στη φίλη της. Αστειευόμενος την ρωτάω πού μας κατατάσσει, εμένα και τον φίλο, ψυχολογικά εκ πρώτης όψης, σύμφωνα με την επαγγελματική της γνώμη. Κατ’ αρχάς διαμαρτύρεται ότι φαίνομαι να μην την πιστεύω λόγω του νεαρού της ηλικίας της (ίσως και του αλκοόλ στη φωνή) αλλά η ίδια και η φίλη της έχουν διπλώματα, δοκτοράτα και τα λοιπά…Τελικά όμως μπαίνει στο παιχνίδι. ‘Ο φίλος σου φαίνεται ονειροπόλος’, μου λέει, ‘…ενώ εσύ είσαι ακριβώς στη μέση…έχεις αγάπη…’, και τότε ο φίλος επεμβαίνει, ‘τι εννοείς, πού την έχει την αγάπη δηλαδή;’, ‘στα μάτια του’, απαντάει αυτή κατεβάζοντας ακόμα ένα σφηνάκι, ‘γιατί είναι τύπος Μεσογειακός, φυσικά’ της απαντάει ο φίλος ο Αμερικανός, και αμέσως μετά περνάμε σε άλλα. Να, ότι μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη στο κέντρο των ΗΠΑ, ‘φοβερά ρατσιστική’, και ότι οι γονείς της δεν την ήθελαν να πάει σε πανεπιστήμιο, παρόλο που ήταν καλή μαθήτρια. Έκανε αιτήσεις στα κρυφά, και δεν τους έδειξε το γράμμα από το πανεπιστήμιο που την είχε δεχτεί. Το έσκασε από το σπίτι της και σπούδασε επί χρόνια, πήρε τρία διπλώματα. Της αναφέρω πως μια παρόμοια ιστορία για μια νεαρή γυναίκα σε μια οικογένεια Μορμόνων στην πολιτεία Γιούτα είχε γίνει, υπό τύπο αυτοβιογραφίας με τον τίτλο “Educated” (Μορφωμένη), βιβλίο μπεστσέλερ. Μου λέει δεν το έχει υπ’ όψιν της. Κάπου εκεί έπιασε το μάτι μου σε μια παρέα στα τραπέζια έναν άψογα ντυμένο…Ρωμαίο. Ο φίλος μου κατεβαίνει απ’ το σκαμπό και τον ρωτάει αν του επιτρέπει να του τραβήξει μια φωτογραφία. ‘Φυσικά!’ ‘Είσαι ο Μάρκος Αυρήλιος;’ τον ρωτάει. ‘Τι είναι αυτό;’ του απαντάει ο νεαρός. Του εξηγεί ο φίλος, ‘Whatever…’ λέει εκείνος.
Αργά στη νύχτα ο φίλος μου λέει ‘καιρός να του δίνω’. Μένω λίγο παρά πάνω και πιάνω κουβέντα με τον μπάρμαν που έχει ξελαφρώσει λίγο. Τον ρωτάω, απ’ όλες αυτές τις ιστορίες που ακούει ‘πλαγίως’, ή που οι σόλο θαμώνες εκμυστερεύονται στον ίδιον, πόσες μένουν στη μνήμη του, και ποιου είδους; Μου λέει, ‘όταν πέφτω στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια, τους λέω για πάντα αντίο…’ Θυμήθηκα ότι η μια ψυχίατρος είχε αναφέρει ότι έρχεται στο μπαρ επί χρόνια, εβδομαδιαίως, κι έτσι τον ρωτάω αν όλα αυτά τα χρόνια πίσω απ’ τον πάγκο του μπαρ υπήρξαν θαμώνες που τους έχει κάνει φίλους. “Όχι φιλίες”, μου λέει, “απλώς γνωριμίες”. Όταν βγαίνω από το μπαρ οι δρόμοι είναι άδειοι, μονάχα μια αισθητή παρουσία κρύου υπάρχει. Στη γωνία πριν το σπίτι μου, μια παρέα μεταμφιεσμένων φαίνονται να κρέμονται από τις αόρατες κλωστές ενός χειριστή μαριονετών που τον έχει πάρει ο ύπνος, και περιμένουν να τους κινήσει ο άνεμος… Μια καλλίγραμμη κοπέλα ανάμεσα τους με μια πάλλευκη ενδυμασία εφαρμοστή μου χαμογελάει αμήχανη. Της λέω ‘μου αρέσει η στολή σου πολύ’, μου απαντάει με μια φωνή βραχνή ‘thank you, love’, και μου στέλνει ένα αέρινο φιλί που απογειώνεται από την παλάμη της και με παίρνει μαζί του μέχρι τον έκτο όροφο του διαμερίσματος και, αμέσως κατόπιν, μέσα στ’ όνειρο.