Μπερνάρ Γκολς[1]
Γνώριζα ότι ετοιμαζόταν αυτό το βιβλίο, και είμαι πολύ ευτυχής που ο Κώστας Νασίκας μου ζήτησε ευγενικά να γράψω τον πρόλογο, διότι δεν φανταζόμουν ότι το κείμενο αυτό θα ήταν τόσο δυνατό και πρωτότυπο. Όπως ο Κώστας, έτσι κι εγώ έχω έντονο ενδιαφέρον κι ιδιαίτερο πάθος για τη γλώσσα, αλλά, στην περίπτωσή του, προστίθεται το στοιχείο της διγλωσσίας (ελληνικά-γαλλικά) που τον κάνει, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερα ευαίσθητο στα φαινόμενα μετατόπισης του κέντρου, που μπορούν να εκδηλωθούν στο ίδιο το πλαίσιο της γλώσσας, κι αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, που καθιστά τη δουλειά του τόσο συναρπαστική. Δεδομένου ότι το παρόν βιβλίο φέρει εξαρχής τη σφραγίδα μιας αναφοράς στον Πάουλ Τσέλαν (Paul Celan), θα ήθελα κι εγώ να ξεκινήσω τον πρόλογο αυτό με μερικά λόγια σχετικά με τον εν λόγω ποιητή.
Ο Πάουλ Τσέλαν γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1920 στο Τσέρνοβιτς της σημερινής Ουκρανίας και τότε Ρουμανίας. Η οικογένειά του ήταν γερμανόφωνοι Εβραίοι. Το πραγματικό του όνομα ήταν στα ρουμανικά Ανσέλ, και είναι οπωσδήποτε ο γερμανόφωνος ποιητής που μελετάται περισσότερο σε όλο τον κόσμο αυτή τη στιγμή. Πεθαίνει στο Παρίσι, στις 20 Απριλίου 1970, πέφτοντας στον Σηκουάνα. Πολύ επώδυνα και πολύ έντονα τραυματισμένος από την εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο Πάουλ Τσέλαν έρχεται να διαψεύσει την περίφημη φράση του φιλοσόφου Θίοντορ Αντόρνο (Theodor W. Adorno) ότι «είναι βάρβαρο να γράψεις ποίημα μετά το Άουσβιτς». Το ποιητικό του έργο, γραμμένο στην ίδια τη γλώσσα των δημίων, αποτελεί παράδειγμα τεράστιου ποιητικού και γλωσσικού θάρρους που τον οδηγεί, πράγματι, στην καρδιά μιας γραφής σύνθετης και ιδιαίτερα συναρπαστικής. Το 1946, έγραψε τα εξής: «Θέλω να σας πω πόσο δύσκολο είναι, για έναν Εβραίο, να γράφει ποιήματα στη γερμανική γλώσσα. Όταν εκδοθούν τα ποιήματά μου, θα καταλήξουν και στη Γερμανία και –επιτρέψτε μου να κάνω αυτή την τρομερή υπόθεση– το χέρι που θα ανοίξει το βιβλίο μου μπορεί να έχει σφίξει το χέρι του δολοφόνου της μητέρας μου. […] Και θα μπορούσε να συμβεί και κάτι ακόμα χειρότερο […]. Και εντούτοις, αυτό είναι το πεπρωμένο μου: να πρέπει να γράφω ποιήματα στα γερμανικά».
Το θεωρούσα σημαντικό να αρχίσω από αυτό, δηλαδή από το αναπόφευκτο γεγονός ότι ο λόγος δεν είναι απλώς μήνυμα του εκφερόμενου, ο λόγος παίρνει αξία και από το υλικό που τον συγκροτεί – με άλλα λόγια, από τη γλώσσα. Το να μιλάει κανείς στη μία ή την άλλη γλώσσα δεν είναι αδιάφορο, διότι το εκφερόμενο και η εκφορά του βρίσκονται σε στενή διαλεκτική σχέση και θα ήταν μάταιο να θελήσουμε να αγνοήσουμε αυτό το γεγονός.
Αν διάβασα καλά και κατάλαβα καλά, το στοίχημα του Κώστα Νασίκα, στοίχημα δύσκολο αλλά και τόσο ενδιαφέρον, είναι να μας δείξει πώς εμπλέκονται μεταξύ τους με διαφορετικό τρόπο η εξορία και η γλώσσα: Η γλώσσα μπορεί να βρεθεί εξόριστη μέσα στη μηχανική και αποϋποκειμενοποιητική γλώσσα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, όπως συνέβη με τον ναζισμό· μπορεί επίσης να είναι ένας χώρος από τον οποίο είναι κάποιος εξόριστος, με συνέπεια να βρίσκεται εξόριστος και από τη ζωή, όπως συνέβη με τον Πάουλ Τσέλαν. Η γλώσσα μπορεί ακόμα να κουβαλάει μέσα της την εξορία, με τη μορφή του άφατου· το παρατηρούμε αυτό στις μαρτυρίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι ίδιοι οι επιζήσαντες μπόρεσαν να επιβιώσουν αντιστεκόμενοι μέσα στη γλώσσα και μέσω της γλώσσας· η ξένη γλώσσα μπορεί μερικές φορές να χρησιμεύσει ως τόπος εξορίας για αυτούς που δεν μπορούν να προσεγγίσουν τρομακτικά βιώματα στη μητρική τους γλώσσα. Αυτές οι πολλαπλές εμπλοκές της γλώσσας με την εξορία παίρνουν ιδιαίτερες μορφές στην κατάσταση της μεταβίβασης, εκεί που οι λέξεις μπαίνουν στην υπηρεσία της ορμικής πράξης και παλινδρομούν προς τις μορφές της δράσης και της χειρονομίας· και στην κατάσταση αυτή, συναντούν τις ίδιες συνθήκες με εκείνες που υποθέτουμε ότι βρίσκονται στις απαρχές του λόγου και του θεσμού που είναι η γλώσσα.
Σίγουρα, η εξορία συνεπάγεται πάντοτε, λίγο πολύ, ένα πένθος που χρειάζεται να γίνει για τη μητρική γλώσσα, όπως μας το έδειξε τόσο καλά η Τζούλια Κρίστεβα,[2] αλλά εδώ πρόκειται για κάτι άλλο, για κάτι που δεν θα αφορούσε την εξορία του ομιλητή, την εξορία του ομιλούντος υποκειμένου, αλλά την εξορία της ίδιας της γλώσσας, την εξορία της γλώσσας εντός της ίδιας της γλώσσας ή την εξορία ως άφατο εντός της γλώσσας…
Γλωσσικές εξορίες!
Και έτσι τίθεται το ζήτημα της «μετά» λειτουργίας της γλώσσας και της δυνατής ή αδύνατης εξωχωρικότητάς της.
Η γλώσσα περιλαμβάνει, πράγματι, μια σύμφυτη «μετά» λειτουργία, δηλαδή μία λειτουργία αναστοχαστική στο βαθμό που, όπως συμβαίνει και με τη σκέψη την οποία δεν μπορούμε να σκεφτούμε παρά μόνο με τη σκέψη μας, δεν μπορούμε, προφανέστατα, να μιλήσουμε για τη γλώσσα παρά μόνο με τη γλώσσα μας…
Συνεπώς, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τη γλώσσα από ένα σημείο που θα βρισκόταν εκτός γλώσσας, και σε αυτό ακριβώς ένας συγγραφέας του μεγέθους του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein)[3] επέμεινε, όπως γνωρίζουμε, τόσο επωφελώς.
Και εντούτοις, μου φαίνεται πως ο Κώστας Νασίκας εξερευνά αυτόν τον ακατανίκητο ασυμπτωτικό πειρασμό…
Το έργο του οργανώνεται, πράγματι, σε δύο κύρια μέρη τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο, αλλά που τα συνδέει ίσως η κεντρική προβληματική αυτού του ανήκουστου εγχειρήματος.
Το πρώτο μέρος αντιπροσωπεύει, όπως καταλαβαίνω, τη συγχρονική όψη, θα λέγαμε, αυτού του εγχειρήματος, εφόσον συγκεντρώνει διάφορα κεφάλαια («Η εξόριστη γλώσσα», «Η σχιζοφρενής γλώσσα», «Εξόριστος από τη γλώσσα», «Αντίσταση εντός της γλώσσας»), τα οποία επιδιώκουν να παρουσιάσουν ένα χάσμα, έναν ενδεχόμενο μετασχηματισμό της γλώσσας στην ίδια την καρδιά της παρούσας εκφοράς της ή, όπως το διατυπώνει ο Πάουλ Τσέλαν, της γλώσσας ως χώρου προσανατολισμού.
Το δεύτερο μέρος αντιπροσωπεύει τη διαχρονική όψη του ίδιου αυτού εγχειρήματος, εφόσον τα κεφάλαια που τo απαρτίζουν («Αυτοεξόριστος εντός της γλώσσας», «Το εκτός γλώσσας στην ψυχανάλυση», «Η μεταβίβαση κατασκευάζει τη γλώσσα») αφορούν τις σχέσεις της γλώσσας ως προς τη δυναμική της μεταβίβασης, η οποία –χρειάζεται να το υπενθυμίσουμε;– βασίζεται, ουσιαστικά, στην επανάληψη από απόσταση –χρονική απόσταση– παρελθόντων τρόπων σχέσης τόσο για τον αναλυόμενο, όσο και για τον αναλυτή, που εκδηλώνονται με αντιληπτικά ή κινητικά σημεία και όχι γλωσσικά.
Αυτή η διπλή προσέγγιση, συγχρονική και διαχρονική, που οργανώνει το έργο, απηχεί έτσι τον διπλό άξονα της ίδιας της γλώσσας, τον συγχρονικό και τον διαχρονικό, εξού και μια πολύ ισχυρή διάσταση του κειμένου αυτού, που αρθρώνει έτσι, σύμφωνα με τις μελέτες του Πολ Ρικέρ (Paul Ricoeur) για τη δομή των μύθων, τη δομή της δράσης και τη δομή της αφήγησης.
Συγχρονία / διαχρονία, και συνεπώς, χώρος / χρόνος, επίσης.
Κατά κάποιο τρόπο, μέσα από την αρχιτεκτονική οργάνωση αυτής της συλλογιστικής, ο Κώστας Νασίκας θέτει σήμερα, με τον τρόπο του, το περίφημο ζήτημα του Καρτέσιου σχετικά με την «επεκτάσιμη» ή μη φύση της σκέψης. Γνωρίζουμε ότι ο Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud) έλυσε αυτό το ζήτημα προτείνοντας την ιδέα ότι μπορεί η σκέψη να μην είναι επεκτάσιμη μέσα στον χώρο, αλλά είναι επεκτάσιμη μέσα στο χρόνο μέσω των αναμνήσεων, και συνεπώς, μέσω της μεταβίβασης και των διάφορων τρόπων της που εκφράζονται με λέξεις ή με πράξεις. Μου φαίνεται ότι η παρούσα εργασία του Κώστα Νασίκα εγγράφεται κι αυτή στην ίδια αναζήτηση, προσπαθώντας, όμως, να την επεξεργαστεί στο πεδίο του λόγου. Με άλλα λόγια, μπορεί η γλώσσα να εξοριστεί χωρικά μέσα της, μπορεί να εξοριστεί χρονικά από τη λειτουργία της στους κόλπους της μεταβίβασης και στην υπηρεσία των πράξεών της;
Από το πρώτο μέρος, κρατάμε κυρίως τα τερατώδη αποτελέσματα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού στην ίδια τη δομή της γλώσσας, στην οποία η δικτατορία της σκέψης ήθελε να επιβάλει το σημασιολογικό της πεδίο, περιορίζοντας στο ελάχιστο το ιδιωτικό μέρος των σημείων, για να το υποκαταστήσει με ένα κυρίαρχο δημόσιο μέρος από το οποίο είχε αφαιρεθεί –και το οποίο αφαιρούσε– κάθε υποκειμενικότητα (ακολουθώ εδώ, σχετικά με το δημόσιο και το ιδιωτικό μέρος των γλωσσικών σημείων, έννοιες του Γουίλφρεντ Μπιόν [Wilfred Bion]), αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μια ομιλία, εκείνη του Άντολφ Άιχμαν (Adolf Eichmann), μπόρεσε να αυτοκενωθεί από τον εαυτό της μέσα στον εαυτό της, για να μείνει ένα κέλυφος κενό από λειτουργικά σημαίνοντα, που είχαν αποσημανθεί και είχαν βγει εκτός συμφραζομένων.
Αυτό το πρώτο μέρος μάς κάνει να νιώσουμε την τερατωδία του ναζιστικού εγχειρήματος το οποίο, εντέλει, δεν άγγιζε μόνο τα θύματα· διείσδυε στην ίδια την καρδιά του λόγου που χρησιμοποιούσαν τα ικανότερα τσιράκια του, τερατωδία υποστηριζόμενη –ή ανακλώμενη;– από το ίδιο το όργανο – δηλαδή, το λόγο του κόμματος, τη διάδοσή του και την έκφρασή του.
Εξορία της γλώσσας σε αυτή καθαυτήν την πράξη της ομιλίας.
Από το δεύτερο μέρος κρατάμε κυρίως ένα είδος γλωσσολογικής προσέγγισης της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, αλλά εδώ δεν πρόκειται μόνο για τη ρηματική γλώσσα, αλλά και για τη γλώσσα του σώματος και της πράξης.
Σε μια πρόσφατη εργασία μας, από κοινού με τον Ρενέ Ρουσιγιόν (René Rousillon), με τίτλο Η γέννηση του αντικειμένου,[4] εκείνος από την κλινική του με ενηλίκους και εφήβους, εγώ από την κλινική μου με βρέφη και μικρά παιδιά, καταλήξαμε στη σύμφωνη γνώμη ότι υπάρχει προγλωσσική έκφραση που δεν εξυπηρετεί μόνο τους σκοπούς της άμυνας και της απώθησης, αλλά η οποία, ακόμα κι όταν μπορεί να ρηματοποιηθεί αποτελεσματικά, εξακολουθεί να λειτουργεί στην προγλωσσική της μορφή, ιδίως στους κόλπους της θεραπείας, σαν να συνεχίζει να θέλει να εκφράσει εμπειρίες που ένιωσε και βίωσε κανείς σε χρονικές περιόδους εντεύθεν του λόγου.
Υπάρχει κάτι που επιμένει να ειπωθεί, να συνεχίζει να λέγεται, σύμφωνα με τα κανάλια επικοινωνίας που ίσχυαν την εποχή των γεγονότων.
Εξορία από τη γλώσσα στη χρονική της διάσταση.
Παίρνω το ελεύθερο να παραθέσω μερικές αράδες από το κείμενο του Ρενέ Ρουσιγιόν:
«Το έχω υπογραμμίσει κι εγώ προσωπικά μετά από άλλους, στη σχέση του υποκειμένου με αυτό το μέρος της συσκευής συμβολοποίησης που είναι η γλώσσα, αλλά αυτό εφαρμόζεται και στη σχέση που διατηρεί το υποκείμενο με το μητρώο της πρωτογενούς συμβολοποίησης, δηλαδή με το μητρώο της παραγωγής αναπαραστάσεων-πραγμάτων, όπως το φανερώνει ξεκάθαρα η ανάλυση των διαφορών στη λειτουργία της ονειρικής δραστηριότητας και στη σχέση με την ονειρική δραστηριότητα.
»Οι συγγραφείς και, όλως ιδιαιτέρως, οι ποιητές –σκέπτομαι εδώ ειδικότερα εκείνους που αντιμετώπισαν κατά μέτωπο το πρόβλημα της ίδιας της υφής του λόγου, έναν Μαλαρμέ, για παράδειγμα, ή για να αναφερθώ σε κάποιον σύγχρονο, έναν Βαλέριο Νοβαρινά, περνώντας από τους στυλίστες όπως ο Σελίν ή ο Προυστ– αποτελούν χτυπητά παραδείγματα, και μάλιστα “καλλιεργημένα”, αυτής της μοναδικής και διαφοροποιητικής σχέσης με τη συσκευή ή με την ίδια την υφή της γλώσσας· αλλά, συχνά χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο και όχι τόσο ξεκάθαρα, η “ξαπλωτή ομιλία” των αναλυόμενων μας μαρτυρεί κι αυτή το ίδιο πράγμα. Η μεταβίβαση, στις περιπτώσεις αυτές, δεν εντοπίζεται μόνο στη σχέση που διατηρούν οι αναλυόμενοι με τον αναλυτή ή ακόμα και με την ψυχαναλυτική συνθήκη, αλλά γίνεται αντιληπτή συμπληρωματικά και στο πώς “χρησιμοποιούν” συνολικά την ανάλυση και τον συμβολικό της μηχανισμό, στο πώς χρησιμοποιούν συνολικά τη γλωσσική συσκευή.
»Προσπαθώντας να καταλάβουμε ποια πλευρά της ιστορίας ή της προϊστορίας συγκαλείται έτσι στη μεταβίβαση, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι μεταβιβάζεται έτσι στη σχέση με το μηχανισμό και τις συσκευές συμβολοποίησης, επιβάλλεται σαφέστερα η υπόθεση μιας αναπαραγωγής, μετατεθειμένης στη σχέση με τη συμβολοποίηση, της σχέσης με τη συμβολοποιητική λειτουργία των οιδιπόδειων αντικειμένων».
Νομίζω ότι στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια σύγκλιση με τη μελέτη του Κώστα Νασίκα ως προς τη λειτουργία της γλώσσας στο πεδίο της μεταβίβασης· το πρωτότυπο που φέρνει ο συγγραφέας αυτός στη σκέψη μας είναι το γεγονός ότι θεωρεί την κατάσταση της μεταβίβασης ως «εργαστήρι γλώσσας» παρόμοιο με εκείνα που εμφανίζονται σε άλλες σκηνές, οι κυριότερες των οποίων είναι η μετάδοση της γλώσσας στα παιδιά, η ποιητική δημιουργία, η μετάφραση, η δημιουργία της αργκό και η «νεογλώσσα» που χρησιμοποιούν οι έφηβοι στα γραπτά τους μηνύματα με τα κινητά τηλέφωνα. Τα «εργαστήρια» αυτά είναι, σύμφωνα με τον Φερντινάντ ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure), οι τόποι συνεχούς (ανα)δημιουργίας των γλωσσών, που αναπαράγουν έτσι τις συνθήκες των απαρχών τους. Τα κοινά τους σημεία, όπως τα αναπτύσσουν οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι, είναι η δεικτική, ο προσδιορισμός και η ονοματοδοσία που συνιστούν τα σημεία τα οποία δείχνουν τις θέσεις των παρόντων, τις θέσεις των απόντων καθώς και τις αλληλεπιδράσεις ενός συνόλου ανθρώπων· αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην κατάσταση της μεταβίβασης, έστω κι αν σε αυτήν οι εμφανείς συνεργοί είναι δύο.
Από μέρους μου, θα ήθελα να κλείσω αυτό τον πρόλογο ευχαριστώντας πάλι τον Κώστα Νασίκα για αυτό τον πραγματικά ευρηματικό στοχασμό και ξαναλέγοντας ότι η γλώσσα είναι ταυτόχρονα άνοιγμα και όριο: άνοιγμα προς καθετί που δεν είναι γλώσσα, αλλά και όριο, εφόσον δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη γλώσσα παρά μόνο μέσα από το πεδίο της ίδιας της γλώσσας, όριο το οποίο μόνο οι ποιητές, και ιδίως ο Πάουλ Τσέλαν, υπερβαίνουν, καθώς επίσης και η συνθήκη της μεταβίβασης.
Όπως και να ’ναι, είτε η γλώσσα εξορίζεται από τον εαυτό της είτε όχι, μπορεί επίσης να επικαλύπτει τη διπλή λειτουργία να εκφράζει ή να αποκρύπτει από εμάς τους ίδιους την ίδια μας την τρέλα, όπως το είχε διατυπώσει τόσο καλά η Ρουθ Μεναχέμ (Ruth Menahem)[5] στην εποχή της.
Ευχαριστώ τον Κώστα Νασίκα που βρήκε έναν καινούργιο δρόμο να προσεγγίσει αυτό τον δύσκολο τομέα της γλώσσας και του εκτός του πεδίου της, που, όσο το πλησιάζεις, τόσο διαφεύγει.
info: Κώστας Νασίκας, Εξορίες γλώσσας, επιμέλεια σειράς: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ.Γαβριηλίδης
Σημ: Ο Κώστας Νασίκας είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (APF), διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Lyon-1 και είναι ιατρικός υπεύθυνος στον «Οίκο του Εφήβου» στη Λυών.
[1] Ο Μπερνάρ Γκολς (Bernard Golse) είναι παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής, διευθυντής του Τμήματος Παιδοψυχιατρικής του νοσοκομείου παίδων Νεκέρ (Necker) στο Παρίσι, καθηγητής Ψυχιατρικής του παιδιού και του εφήβου στο Πανεπιστήμιο Ρενέ-Ντεκάρ (Παρίσι V), Εθνικό Ίδρυμα Υγείας και Ιατρικής Έρευνας (Inserm), Παρίσι. (Σ.τ.Μ.)
[2] Kristeva, J., «En deuil d’une langue?», επιθεώρηση Autrement, 1992 («Deuils: vivre, c’est perdre»). (Σ.τ.Σ.)
[3] Wittgenstein, L., Leçons et conversations, Paris, Gallimard, 1971. (Σ.τ.Σ.)
[4] Golse, B. – Roussillon, R., La naissance de l’objet, Paris, PUF, «Le Fil rouge», 2010. (Σ.τ.Σ.)
[5] Menahem, R., Langage et folie, Paris, Les Belles Lettres, «Confluents psychanalytiques», 1987. (Σ.τ.Σ.)