της Νίκης Τρουλλινού
Σκοτείνιαζε πια πάνω από τη Μεσόγειο, πήρε το βιβλίο στα χέρια, ‘’Ενας σουλτάνος στο Παλέρμο’’ ∙ χάιδεψε το εξώφυλλο: αυτό το ανακάτεμα των Νορμανδών του Βορρά με τους Άραβες της Ανατολής και της Ιφρικίας παραήταν προκλητικό για να του αντισταθεί, κι ύστερα, ποιος ξέρει, ίσως και μάθημα πολύτιμο – γελούσε μόνη της, κρατώντας σημειώσεις στα περιθώρια των σελίδων. Αχ! Μωρέ, έτσι νομίζεις πως θα γράψεις λογοτεχνία; Και θαρρείς πως ο αυτοσαρκασμός την διέσωσε, με βλέπουν άραγε που μόνη μου γελώ; – κοίταξε δεξιά της. Δίπλα το κάθισμα άδειο, παραδίπλα, κάθεται ένας άνδρας. Βγάζει ένα μικρό, τόσο δα σημειωματάριο. Κι ένα μικρό, τόσο δα μολυβάκι. Και γομολάστιχα. Του παλιού καιρού πράγματα, μα αυτός είναι ακόμα νέος: τα μαλλιά του αρχίζουν μόλις τώρα να γκριζάρουν ελαφρά στους κροτάφους, πλούσια, ανοικτά καστανά, γένια περιποιημένα αλλά όχι λιμοκοντόρικα και μικρά γυαλιά στα μάτια. Γράφει με μικρά γράμματα. Γράφει φράσεις μικρές, μόνο αυτό μπορεί να καταλάβει. Γράφει, διαβάζει, σβήνει. Σκέφτεται, γράφει, δυσφορεί, σβήνει. Στρέφει το κεφάλι του προς τη μεριά της∙ είναι και δεν είναι μαζί της. Ύστερα ατενίζει, θαρρείς, τον διάδρομο, και οι φράσεις του πάντα σύντομες, πάντα μικρές. Ποίηση, σκέφτεται ∙ γράφει ποιήματα. Θα μπορούσε να το είχε πει και δυνατά, δεν ήταν ανάγκη, ίσως κοιτούσε δήθεν κρυφά και αρκούντως φανερά, αυτό έφτανε για να της χαμογελάσει κάποιες φορές. Ίσως πάλι να είδε το βιβλίο της, το όνομα του Τάρικ Άλι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες πάνω στο εξώφυλλο: πνευματικές συγγένειες αγνώστων στα νυσταγμένα καθίσματα ενός αεροπλάνου.
Θα χαθεί μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη στο πλήθος των επιβατών, μέσα στη βουή στο αεροδρόμιο του Παλέρμο.
Και Σάββατο βράδυ, στο Massimo Theatro, βγαίνει κι αυτός από την Όπερα του Παλέρμο. Τώρα της χαμογελά. Έχει το χέρι του τυλιγμένο στη λεπτή μέση γυναίκας με την σίγουρη ομορφιά των τριάντα και βάλε χρόνων της. Την θυμάται. Με θυμάται. Τώρα του χαμογελώ. Τον θυμάμαι. Σκύβει και ψιθυρίζει στο αυτί της συντρόφου του, χαμογελαστός. Σκύβω και μιλώ στις φίλες μου για τον άγνωστο γραφιά του αεροπλάνου, χαμογελαστή. Στη βάση της μαρμάρινης σκάλας του θεάτρου, αυτήν την ίδια που οι Κορλεόνε έλυναν λογαριασμούς, ξεκλειδώνει μια παλιά βέσπα∙ ανεβαίνουν κι οι δυο. Εκείνη έχει κιόλας πιαστεί σφιχτά πάνω του, χωμένο το κεφάλι της, πλαγιαστό, στην κοιλότητα του αυχένα του, κίνηση διεκδίκηση του παρόντος, ανταπάντηση στην ακίδα μιας μικρής, τόσης δα, ανικανοποίητης περιέργειας στη φωνή του. Εκείνος γυρνά και μοιάζει να γνέφει καληνύχτα ή απλώς κοιτά με τον βλέμμα των ανθρώπων που κάτι γνωρίζουν από τις συμπτώσεις των τυχαίων συναντήσεων, τη μοναξιά των νυκτερινών πτήσεων, το ανείπωτο και καθαρά αρθρωμένο αντίο, το ουδέποτε και όμως επελθόν σφίξιμο των χεριών. Χάνονται στους στενούς δρόμους της Σισιλιάνικης Πολιτείας ένα μαγιάτικο σαββατόβραδο που μυρίζει μανόλια.
Σκέφτομαι συχνά πως ίσως τον ξαναδώ κάποτε ∙ θα χαμογελά πάνω στο χαρτί, στο αυτί ενός βιβλίου, ποίηση βεβαίως, με σύντομους στακάτους στίχους γραμμένους με μολυβάκι σε μικρό σημειωματάριο, ‘’Εν πτήσει’’ , Και θα είμαι εκεί, κρεμασμένη στην άκρη ενός κόμματος, κρυμμένη πίσω από μια τόση δα τελεία.