Του Γιώργου Λίλλη. (Μια ανάγνωση των Ασμάτων του Μιχιάρ του Δαμασκηνού του άραβα ποιητή Άδωνι).
Ο μικρός Αλί σταματά μπροστά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και του απαγγέλλει ένα ποίημά του με θάρρος. Ενθουσιασμένος εκείνος εκφράζει την επιθυμία να τον ανταμείψει. Ο Αλί, γνωρίζοντας τη φτώχια των γονιών του, που δεν μπορούν να τον στείλουν σε σχολείο, αρπάζει την ευκαιρία που του δίνεται και ζητά την εγγραφή του σ΄ ένα σχολείο. Ο Πρόεδρος εκπληρώνει την επιθυμία του και τον εγγράφει στο γαλλικό σχολείο στο Ταρτούς και, τρία χρόνια αργότερα, στο κρατικό Λύκειο της Λαοδικείας.
Το πείσμα ενάντια σε ότι μας καθηλώνει να μην έχουμε όνειρα ήταν αυτό που ώθησε τον μεγάλο Άραβα ποιητή Άδωνι να προχωρήσει στην ζωή του. Πεπεισμένος για τον εαυτό του, ανακαλύπτει το εσωτερικό του κόσμο μέσα από την ανθρωποκεντρική ποιητική τέχνη της αρχαίας ανατολίτικης φιλοσοφίας και τις επιρροές του δυτικού πολιτισμού. Ο ίδιος αναφέρει: «Στον Άδωνη εγγράφονται, από τότε που εμφανίστηκε το όνομα, και το εγώ και ο άλλος, η άλλη Ιστορία προστίθεται στη δική μου Ιστορία, ο δυτικός πολιτισμός προστίθεται στον ανατολικό. Αντί να ξεκινήσω ως ποιητής Άραβας ή μουσουλμάνος, ξεκίνησα ως άνθρωπος…».
Ο άνθρωπος που πρεσβεύει ο Άδωνις βρίσκεται στο κέντρο μιας μετουσιωμένης αποθέωσης των αισθήσεών του, γίνεται μάρτυρας του πάθους του για ζωή, ένας μύστης του χαμένου παραδείσου. Ο Άδωνις στο μεταίχμιο του πολυπολιτισμικού του πεπρωμένου. Από πολύ νωρίς συνειδητοποιεί ποιος είναι και τι θέλει να εκφράσει με την τέχνη του. Οι ποιητικές του συνθέσεις είναι δομημένες πάνω στο συμπαντικό ρυθμό. Στο βιβλίο του Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, βιβλίο έντονα αυτοβιογραφικό, όπου η ποίηση αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής, ο έκπτωτος άνθρωπος αναζητά το θείο του προσωπείο, ο λυρισμός δηλώνει ένα καινούριο επίπεδο στη γλώσσα, τα πάντα αναγεννιούνται μέσα στο αισθητικό πλαίσιο της υπερβατικότητάς τους.
«Πορεύομαι προς τα πέρατα και τα πέρατα μένουν. Δεν θα φτάσω ποτέ κι όμως φεγγοβολώ. Είμαι απόμακρος. Πατρίδα μου τα πέρατα. Δημιουργώ μια πατρίδα σαν το δάκρυ φιλική. Όσοι υπονομεύουν τη φλούδα του κόσμου, γεμάτοι σαν κάρβουνο, όσοι στέκουν στις άκρες του ορίζοντα, όσοι τον παραβιάζουν και τον χτυπάνε μέχρις αίματος, όσοι καταφεύγουν στη σκιά των πεταλούδων».
Ο Άδωνις προσκολλάται στο εγώ για να φανερώσει το χαμένο προσωπείο της αθωότητας, για να εξαγνιστεί από την πλάνη. Οι στίχοι του είναι ένα ταξίδι στις πηγές της ανθρώπινης ύπαρξης, παραμένουν δίοδοι ανάμεσα στην πραγματικότητα και το θαύμα της. Τα ποιήματα αυτά μπορεί εκ πρώτης όψεως να φανερώνουν τον εγωκεντρισμό του δημιουργού τους, όμως στο βάθος κρύβεται η αγωνία του ανθρώπου να παραμείνει φωτεινός μέσα στο σκοτάδι που τον περικυκλώνει, να προσδιοριστεί μέσα στο σκοτάδι. Η αγωνία να μην προδώσει την αλήθεια που πρεσβεύει. Ο δρόμος του ποιητή, όντας μοναχικός, τον αναγκάζει να εξαντλήσει τα όρια των μέσα του φωνών, να πιαστεί από τους προσωπικούς του εφιάλτες για να βγει στο ξέφωτο της πνευματικότητας που αναζητά:
«Στ΄ όνομα της ιστορίας, μες στη χώρα της λάσπης,/ τρώει το μέτωπό του όταν πεινάει, / πεθαίνει κι αγνοούν οι εποχές πως πεθαίνει/ πίσω απ΄ αυτή την πελώρια προσωπίδα/ των ασμάτων/ μόνος και πιστός σπόρος/ μόνος κάτοικος στη χοάνη της ζωής”.
Ο συμβολισμός που προδίδουν οι στίχοι του, η ένθεη ατμόσφαιρα, η ενόραση ενός άλλου εαυτού, κρυμμένου, απροσάρμοστου, όλα αυτά συναρμολογούν στο τέλος μια ενιαία μορφή, την αδόκιμη στάση ενός αυθεντικού παρατηρητή, την ειλικρινή του στάση:
«Με τα πράγματα όμως αδέρφωσα/ το πρόσωπο, τα βάθη μου και τον θεό/ παραδέχθηκα να ζω δίχως φυλαχτό,/ παραδέχθηκα τη ζωή να ζωγραφίζω / με το θάνατο, τις πλάνες και τα πράγματα-/ παραδέχθηκα με τα πράγματα να παραμένω».
Ο Άδωνις ανήκει στους ποιητές που ακολούθησαν την προσταγή της δικής τους φωνής, χαράσσοντας νέους τρόπους έκφρασης, υποτάσσοντας την τέχνη τους στο προσωπικό τους όραμα, στην μυσταγωγία της δικής τους λατρείας για την υπαρξιακή αγωνία που γεννά την δημιουργία ενός καινούριου φωτεινού διαστήματος. Ένας μυστικός διάλογος με την ύπαρξη. Για να χαρτογραφηθεί η ψυχική ευημερία και απώλεια. Για να προσδιοριστεί το φως και το σκοτάδι. Για να εξερευνηθούν τα όρια της ζωής και του θανάτου.
Ο Λάουθ πίστευε ότι το ποίημα είναι καθρέφτης ο οποίος, αντί να αντικατοπτρίζει τη φύση, απεικονίζει το άδυτο νου του δημιουργού του. Ο Άδωνις προφανώς αντικατοπτρίζεται μέσα στους στίχους του, γυμνώνεται και αναδύεται στο φως της αλήθειας που πρεσβεύει. Απαξιώνει την περιγραφικότητα, δουλεύει με υλικά που παραλλάσουν την πραγματικότητα, μεταδίδει νοήματα που έχουν αποσιωπηθεί. Αφομοιώνει τη ζωτικότητα ενός ξεχασμένου χώρου για να επιστρέψει στις ρίζες της μνήμης, δουλεύοντας προσεκτικά, όπως ένας μινιατουρίστας που σμιλεύει στωικά για να δημιουργήσει μια εικόνα. Τα ποιήματά του είναι τρόπαια για να κατανοήσουμε καλύτερα την ανθρώπινη ιστορία:
«Για τον άνεμο δημιουργώ ένα στήθος και μια μέση όπου ακουμπώ το ανάστημά μου. Πλάθω ένα πρόσωπο για την άρνηση και το συγκρίνω με το δικό μου. Παίρνω τα τετράδιά μου από τα σύννεφα και πλένω το φως».
Το ποίημα δρα κατασταλτικά στην συνειδητότητα των ορίων, εξυψώνει τον άνθρωπο, τραγουδά την τύψη δίχως φόβο για συνέπειες, νηφάλια αγκαλιάζει όσους έπαιξαν και έχασαν. Η κορύφωση του ποιήματος είναι η ίδια του η πλοκή, ένα ταξίδι που καταλήγει στο αρχέγονο ρόλο του ποιητή να μιλά απλά και αληθινά και με την δύναμη της γλώσσας του να επιμένει στην επικοινωνία ακόμα κι αν δεν υπάρχει αποδέκτης. Η διαίσθηση του Άδωνη τον προφυλάσσει από την συναισθηματολογία, το υλικό του είναι δουλεμένο με τέτοιο τρόπο όπου φανερώνεται ένα πνευματικό οικοδόμημα που έχει ως στόχο να ανακαλύψει ψυχικές διαστάσεις. Το σάστισμά του αυτό, όταν βρίσκεται παρόν στην αναδημιουργία των πνευματικών του υλικών, προέρχεται από την συνειδητοποίηση της ρευστότητας της ζωής αλλά και από το κλειδί που κρύβεται στο λόγο του δημιουργού για να ξεκλειδώσει με συνέπεια, μες στη δημιουργία, το χαμένο υλικό της υπόστασής του. Ο Άδωνης γίνεται μ΄ αυτό τον τρόπο ένας επαναστάτης που δεν τάσσεται εναντίον νόμων και κυβερνήσεων αλλά του ίδιου του ανθρώπου και στο πως αντιλαμβάνεται τον εγκλωβισμό του στην πραγματικότητα. Το εγώ του αυτολογοκρίνεται. Διαθέτει την πυγμή και το θάρρος να αντιστραφεί στον ίδιο του κοσμογονικό πλούτο εξαντλώντας τον. Ενάντιος της υπεραπλούστευσης γίνεται ο υμνωδός μιας λυρικής γλώσσας, μακριά από τις ασημαντότητες της καθημερινής ζωής:
«Που τελειώνει η απόσταση; Που σβήνει ο φόβος; Προσκαλώ το κενό, αδειάζω την πληρότητα. Ακόμα και ο πυρόλιθος μαλακώνει, ακόμα και η άμμος ριζώνει στο νερό. Γιατί δρόμοι και γιατί άφιξη; Χαμένος, χαμένος, δεν θα επιστρέψω. Κατάσταση και όρος μου η πτώση, ενάντιός μου ο ουρανός”.
Σημειώσεις
1. η μετάφραση των ποιημάτων είναι του Μάρκελλου Πιράρ, εκδόσεις Άγρα
2. Ο Άδωνις, φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλί Αχμάντ Σάιντ, είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή αραβόφωνους ποιητές. Γεννήθηκε το 1930 στο Κασαμπίν, ένα χωριό της Συρίας, στην περιοχή της Λαοδικείας. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Δαμασκού. Το 1956 εγκαθίσταται στη Βηρυτό. Το 1957, μαζί με τον Λιβανέζο ποιητή Γιούσεφ Αλ-Χαλ, ιδρύει την ομάδα Σιρ (Ποίηση) με κύριο σκοπό την απελευθέρωση από την “απολιθωμένη παράδοση” και την επαναξίωση της νεότερης αραβικής ποίησης καθώς και το άνοιγμα στην ξένη λογοτεχνία. Το περιοδικό Σιρ εξελίσσεται σε πεδίο πειραματισμών για τη νέα γενιά των πρωτοπόρων ποιητών της Μέσης Ανατολής και δημοσιεύει μεταφράσεις ξένων ποιητών: Γέητς, Έλιοτ, Σαιντ Τζων Περς, Πάουντ, Λόρκα, Μπονφουά, Πας… Το 1960-1961 ο Άδωνις περνά μια χρονιά στο Παρίσι. Καρπός της χρονιάς αυτής είναι τα Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού. Το 1968 ξεκινά το περιοδικό Μαουάκιφ (Στάσεις) που μέχρι το τελευταίο τεύχος του (1994) διαδραμάτισε πρωτοποριακό και ανακαινιστικό ρόλο στον αραβικό κόσμο. Το 1973 ανακηρύσσεται διδάκτωρ Φιλολογίας από το πανεπιστήμιο Σαιν Ζοζέφ της Βηρυτού. Η διατριβή του Το αμετάβλητο και το μεταβλητό (1974) μελετά τα συντηρητικά και ανακαινιστικά ρεύματα στον αραβικό πολιτισμό. Το 1986 ο Άδωνις εγκαθίσταται στο Παρίσι και μέχρι το 1995 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης.