Ένας τραγικός έρωτας

0
347

Της Βίκυς Βασιλάτου.

 

Το όνομα Mary Shelley έχει συνδεθεί, κυρίως, με το Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας. Αυτό είναι άλλωστε το μυθιστόρημα -το πρώτο της, που, ύστερα από προτροπή τού συζύγου της, Percy Bysshe Shelley, και του γκαρδιακού φίλου τους, Lord Byron, από ιδέα έγινε λέξεις και της χάρισε τη φήμη σε ηλικία μόλις είκοσι ενός ετών. Πέρα όμως από το γοτθικό βιβλίο της, το παλμαρέ της βρίθει από αξιόλογα και ποικίλα έργα, με τη Ματίλντα, γνήσιο τέκνο τού Ρομαντισμού, να συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά.

 

Η απόφασή της να γράψει αυτή τη νουβέλα ήταν ίσως ένας τρόπος για τη Mary Shelley να αντιμετωπίσει το πένθος της για τα δυο ανήλικα παιδιά της (της Clara και του William). Η ολοκλήρωση της Ματίλντας, το 1820, ήταν ίσως μια κραυγή σωτηρίας για τη βρετανίδα μυθοπλάστριά της, ένας τρόπος να αναδυθεί μέσα από τις στάχτες της, να ξορκίσει τη θλίψη, τον θάνατο.

 

Η αυτοδιηγητική αφήγηση της Ματίλντας ξεκινά στο νεκροκρέβατο της ως μια επιστολή με μακροπερίοδες, λυρικές φράσεις· όμορφες, βαθιά συναισθηματικές εικόνες που φλερτάρουν με τον έρωτα και τον θάνατο. Μια επιστολή που απευθύνεται τόσο στον φίλο της, Γούντβιλ, όσο και στον πιθανό αναγνώστη της: «Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος έξω από εσένα, φίλε μου, θα διαβάσει αυτές τις σελίδες, που θα τις παραλάβεις όταν πεθάνω. […] Θ’ αφηγηθώ λοιπόν την ιστορία μου σαν να την έγραφα σε ξένους».

 

Έχοντας πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, η Ματίλντα μπορεί πλέον να αποκαλύψει το μυστικό της, με πάσα ειλικρίνεια, ανατρέχοντας στο παρελθόν με μια «καταγραφή της τραγικής ιστορίας» της:

 

Τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της, τη φυγή τού πατέρα της και τα μοναχικά μα υγιή χρόνια τής παιδικής της ηλικίας, διαδέχεται η πολυπόθητη συνάντηση της δεκαεξάχρονης Ματίλντας με τον γεννήτορά της. Συνάντηση που στέφεται από μια περίοδο ευημερίας και απόλυτης ευτυχίας, προτού παραδοθεί η σκυτάλη σε άλλη μία, αμετάκλητη αυτή τη φορά, φυγή. Μια εγκατάλειψη, επισφραγισμένη με την αυτοκτονία τού πατέρα, ύστερα από την παραδοχή τού έρωτά του προς την κόρη. Μια παραδοχή που ανατρέπει διά μιας την ακεραιότητα και τη ζωή τής Ματίλντας. Η δεύτερη ανατροπή στη ζωή της, λαμβάνει χώρα όταν, μετά την αυτοκτονία του, αποφασίζει να αποτραβηχτεί από την κοινωνία. Τότε, συναντά τον Γούντβιλ, έναν νεαρό και ταλαντούχο ποιητή, που προσπαθεί να την παρηγορήσει, να κατανοήσει τη φύση του πόνου της, θέτοντάς της καίριες ερωτήσεις. Ερωτήσεις που θα λειτουργήσουν ως σπινθήρας για την εκ των υστέρων καταγραφή της ιστορία τής Ματίλντας διά μέσου -όπως προανέφερα- μιας ειλικρινούς και φορτισμένης συναισθηματικά επιστολής.

 

Διαβάζοντας τη νουβέλα τής Shelley, ο αναγνώστης, ενδεχομένως, να συμπεράνει ότι ο παράνομος αυτός έρωτας ολοκληρώθηκε (άλλωστε, ο Godwin -ο πατέρας της- της επεσήμανε πως δεν θα της το εξέδιδε αν δεν έγραφε ένα πρόλογο προς αποφυγή όποιας παρερμήνευσης). Ίσως, ο πιο ανοιχτόμυαλος, να ευχηθεί να γεύτηκαν όντως τον απαγορευμένο καρπό, μιας και η απεικόνισή του -κυρίως με την περιγραφή του πατρικού πόθου και λιγότερο με τα λόγια αγάπης τής κόρης- τον πείθει να ξεχάσει ότι πρόκειται για μια αιμομικτική σχέση (θυμίζοντάς του, ίσως, την ταινία, The Ballad of Jack and Rose, 2005). Από την άλλη, πιθανόν να σκεφτεί ότι η Ματίλντα είναι μια πιο σύγχρονη, παραλλαγμένη σαφώς, εκδοχή τής Ηλέκτρας, με μια βερθερική χροιά. Ίσως, πάλι, την εκλάβει ως μια μεταφορική εικόνα τού εσωτερικού κόσμου μιας γυναίκας τού 19ου αιώνα, που, ενώ επιθυμεί να ακολουθήσει την καρδιά της, έρχεται αντιμέτωπη με κοινωνικούς φραγμούς.

 

Όπως και να διαβαστεί, μπροστά ή πίσω από τις λέξεις, η Ματίλντα είναι η εξιστόρηση ενός καταραμένου έρωτα· όχι και τόσο μυθοπλαστικού, τελικά. Σύμφωνα με θεωρητικούς της λογοτεχνίας, η Ματίλντα δεν είναι αποκύημα της φαντασίας τής Shelley. Έχουν βάσιμες υποψίες ότι, χάρη στο alter ego της, την πρωταγωνίστρια, κατέγραψε μια ναι μεν τραγική μα πραγματική ιστορία. Υποστηρίζουν, εν ολίγοις, ότι οι τρεις ήρωες της νουβέλας της: η αφηγήτρια, ο πατέρας και ο Γούντβιλ μπορούν κάλλιστα να αντιπαραβληθούν με τη συγγραφέα, τον πατέρα της, William Godwin, και τον σύζυγό της και ποιητή, Percy Bysshe Shelley.

 

Οι λογοτεχνικές αναλύσεις που προέκυψαν κατά την ανάγνωση του ψυχογραφήματος της Mary Shelley, το οποίο και εκδόθηκε σχεδόν εκατό σαράντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν εύστοχες, ιδίως όσον αφορά στη σχέση πατέρα / κόρης. Αν και δεν με βρίσκουν πάντα σύμφωνη οι παρατραβηγμένες, βιογραφικές ερμηνείες των λογοτεχνικών έργων, εν προκειμένω, οφείλω να είμαι ακριβοδίκαιη με όσους συμπέραναν πως η Ματίλντα είναι ίσως μία αυτοβιογραφική νουβέλα. Για τον απλούστατο λόγο ότι μέχρι και ο λιγότερο υποψιασμένος αναγνώστης δεν μπορεί -και εκείνος- παρά να εντοπίσει κοινές συνιστώσες· δεν μπορεί -και εκείνος- παρά να θέσει τα εξής ερωτήματα: Μήπως, τελικά, το γεγονός ότι ο Godwin αρνήθηκε να την εκδώσει και δεν της επέστρεψε ποτέ το χειρόγραφό της, είναι μια απόδειξη που επισφραγίζει την υποψία μιας -έστω και κατά φαντασίαν- αιμομικτικής σχέσης; Μήπως, τελικά, η άρνησή του δεν προέκυψε λόγω του ανάρμοστου θέματος που πραγματεύεται, όπως υποστήριζε, αλλά κρύβει τον ενδόμυχο, ανομολόγητο έρωτά του προς την Mary;

 

Στοιχεία βιβλίου:

Ματίλντα

Της Mary Shelley

Σε μετάφραση Ισμήνης Καπάνταη

Εκδόσεις Νεφέλη, 2013

 

Υ. Γ.: Η μετάφραση της Ισμήνης Καπάνταη αξίζει μνείας: έγινε με επιμέλεια και σεβασμό προς το δύσκολο αυτό κείμενο. Με ξένισε όμως το captatio benevolentiae τού σημειώματός της. Σαφώς και ένα κείμενο του 19ου αιώνα έχει «τις χαρακτηριστικές επαναλήψεις, την πληθώρα επιθέτων, τις μακροπερίοδες προτάσεις», όπως πολύ ορθά το θέτει. Δεδομένου όμως ότι ο αναγνώστης επέλεξε μια νουβέλα μιας άλλης εποχής, προφανώς και περιμένει να διαβάσει ένα κείμενο μιας άλλης εποχής, παρά τις όποιες δυσκολίες του.

Προηγούμενο άρθροMια Βιβλιοθήκη με Χίλιες πόρτες…
Επόμενο άρθροΈνα κουβάρι ιστορίες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ