Εμπράγματος υπερρεαλισμός, απεξοικειωτικός νατουραλισμός (της Ειρήνης Σταματοπούλου) 

0
694

                        της  Ειρήνης Σταματοπούλου         

 

Δύο πράγματα χαρακτηρίζουν τον ποιητή και τον καλλιτέχνη, επεσήμαινε ο Σίλερ: «Ότι υψώνεται πάνω από το πραγματικό και ότι παραμένει εντός του αισθητού».[1]

«Αυτά που είναι πρόσφορα σαν θέματα για τον ποιητή, είναι για τον άνθρωπο πρόσφορα σαν αντικείμενα και επειδή, ενόσω τα ανακεφαλαιώνει κανείς για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί να τους δώσει μια ποιητική μορφή, πρέπει να τους δώσει ως τούτου μια ιδεώδη, μια ανθρώπινη μορφή με την ανώτερη έννοια».[2]

«Τι γεύσεις έχουν τα χρώματα όταν ερωτεύονται;» τιτλοφορεί η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου ένα ποίημα από τη νέα της συλλογή «Μεταπλάσματα», για να προσθέσει αλλού: «Είχα ξεχάσει ότι ήμουν τυφλός, κουφός κι άλαλος / Χωρίς λόγους, γλώσσες, ομιλίες […] Λέξεις αναφωνήματα / λόγια ανάκατα / παιχνίδι βλέμματα / χορεύουν στις πτυχές του πουθενά. / Αν το πουθενά / γίνει εδώ / οι λέξεις καταρρέουν / Ξεγλίστρησε / το λαστιχάκι απ’ το μπαλκόνι / Τι ήχος ανεπαίσθητος κι αυτός!»

Σύμφωνα με τους Ρώσους φορμαλιστές, στην ποιητική γλώσσα, η λέξη γίνεται αισθητή ως λέξη και όχι ως απλό υποκατάστατο του ονοματισμένου αντικειμένου, ούτε ως έκρηξη της συγκίνησης – οι λέξεις και η σύνταξή τους, η σημασία τους, η εξωτερική και εσωτερική μορφή τους, δεν είναι ενδείξεις αδιάφορες της πραγματικότητας, αλλά έχουν το δικό τους βάρος και τη δική τους αξία. Αυτή η «αποαυτοματοποίηση», προκαλεί μια αισθητική πρόσληψη: το αντικείμενο ως όραμα και όχι ως αναγνώριση.[3]

«Αν προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την κριτική της πραγματικότητας, θα εξαγάγουμε εκ του αντιθέτου τη δική μας αντίληψη για το ιδεώδες. Για το σώμα μας θα θέλαμε, χωρίς να πάψει να είναι αυτό το σώμα, να είναι αυτό το σώμα σε τελειότητα. Για τη νεότητα θα θέλαμε, χωρίς να είναι κάποιο άλλο είδος νεότητας, να διαρκεί όπως είναι. Για την απόλαυση θα θέλαμε, χωρίς να τελειώνει ή να είναι διαφορετική, να μετατρέπει σε αιωνιότητα τη στιγμιαία, περαστική απόλαυση. Για την κατανόηση θα θέλαμε, χωρίς να έχει ανάγκη να πετάξει υψηλότερα για να κατανοήσει, να αγκαλιάζει με ένα μεγάλο φτερούγισμά της όλα όσα μπορούν να κατανοηθούν.

Εν κατακλείδι θα θέλαμε, όχι μια τέλεια ζωή, αλλά την τελειότητα της ζωής. Όμως η τελειότητα ενός πράγματος καθαυτό προκύπτει από την απόλυτη ταύτισή του με την ουσία του: με την ύλη, αν η ουσία του είναι υλική· με τη μορφή του αν η ουσία του είναι φορμαλιστική· με τον σκοπό του, αν η ουσία του είναι να έχει σκοπό. Και καθώς αυτό το τέλειο ταίριασμα ονομάζεται ισορροπία, αν είναι εσωτερικό, και αρμονία, αν είναι εξωτερικό, το όνομα που αρμόζει να δώσουμε στο ιδεώδες που αποτελεί το θεμέλιό του είναι αρμονικό ιδεώδες».[4]

Πρόκειται με άλλα λόγια για την ποιητική του αδιαμεσολάβητου οράματος, όπως αυτή υποδηλώνεται στον Μπερξόν και υπογραμμίζεται στον Μπασελάρ, που οδηγεί τη φαντασία και την ύλη στην όσμωση, όπως υπαινίσσεται και ο ίδιος ο τίτλος της εν λόγω ποιητικής συλλογής, σμίγοντας την ονειροπόληση με την αντίληψη στην πράξη θυσιάζοντας τις απαιτήσεις της συνείδησης στη φυσική πραγματικότητα του αντικειμένου.[5]

Με παρόμοιο τρόπο, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου χρησιμοποιεί εδώ λεκτικές μεταφορές που βγάζουν τα αντικείμενα από το οικείο τους γλωσσικό πλαίσιο, κάνοντας τον ποιητικό ειρμό να τα εξιδανικεύει στην αισθητική τους σύνθεση, χωρίς ποτέ να τα απομακρύνει τελείως από την επικράτεια του νοητά ή φαντασιακά πραγματικού. Δεν πρόκειται πρωτευόντως για λογοτεχνικά εμβλήματα, αλλά για συνειδησιακές αναπαραστάσεις που αντλούνται από το ρεπερτόριο της φύσης: προσλαμβάνουν το νόημα και τη λειτουργία τους από το γεγονός ότι ανήκουν κατ’ αρχάς στον φυσικό κόσμο. Στη ρητορική τού στίχου ενδεχομένως δείχνουν εξαϋλωμένα ως το σημείο της αφαίρεσης, γενικευμένα ως το σημείο να φαντάζουν καθαρές ιδέες, εντούτοις ποτέ δεν χάνουν πλήρως την επαφή τους με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα από την οποία πηγάζουν.

Στην ποιητική γλώσσα, οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται ως σημεία, ούτε καν ως ονόματα, αλλά με στόχο να ονομάσουν, έγραφε ο Paul de Man: «οι ποιητές γνωρίζουν ότι η πράξη του ονομάζειν υπαινίσσεται μια επιστροφή στην πηγή, στην καθαρή ενέργεια της αρχόμενης εμπειρίας» . «Και τώρα έλα μου», γράφει η ποιήτρια στα «Μεταπλάσματα», «και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ / ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ / στην πρώτη διέγερση».  Η φράση έχει έτσι την πρόθεση να εκδηλωθεί σαν φυσικό παράγωγο μιας υπερβατικής αρχής, σαν επιφάνεια (epiphany – Paul de Man). Και με τη στενή έννοια του όρου, κατά την οποία μια επιφάνεια δεν μπορεί να αποτελέσει αρχή, αποκαλύπτει και φανερώνει κάτι το οποίο εξ ορισμού ποτέ δεν έπαψε να βρίσκεται εκεί. Πρόκειται μάλλον για την επανανακάλυψη μιας μόνιμης παρουσίας που επέλεξε να αποκρύψει τον εαυτό της από εμάς – εκτός αν είμαστε εμείς που έχουμε τη δύναμη να κρυφτούμε από αυτήν.

Η γραφή γεννιέται από το ψεύδος και την απάτη; Αυτό είναι το ερώτημα που γεννιέται εν γένει από την τέχνη της ποίησης. Μήπως αντίθετα είναι γέννημα της πραγματικότητας ή πάλι παράγει αυτή την πραγματικότητα; Κι αν η γραφή είναι ικανή να καθιστά την πλάνη αλήθεια και την αλήθεια μέσο εξαπάτησης και πλάνης υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή πως βρίσκεται πέραν αυτών των εννοιών, μήπως αναγκάζεται κανείς να ομολογήσει πως εφόσον η αλήθεια επινοείται, οποιαδήποτε επινόηση ενδέχεται να αληθεύει;

«Είμαστε / στο χάσιμο του σφυγμού», απαντά η ποιήτρια, «στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία / στα παράσιτα κάτω από τον ήχο / στο σφάλμα μετά την πρόσθεση / στο αχ! του σπασμού / στην αρχή πάντα – είμαστε». «Μεταγλωττίστε τις ακτές», μας παραγγέλνει, «και τα λιμάνια και τα αστέρια».

Πρόκειται στην ουσία για την αγωνία ότι ακόμα και μέσα από την γραφή τίποτα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Το έργο παραμένει ημιτελές και ο δημιουργός του δεν θα πετύχει ποτέ, όσες διορθώσεις κι αν κάνει, την ολοκλήρωση. Η γραφή συνιστά μια ακραία σπατάλη που ωθεί τον γράφοντα να υπερβεί κάποιο σημείο οριακό σπαταλώντας, πέρα απ’ αυτό που έχει, εκείνο που δεν έχει, δεν είχε και δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει. Είναι η σπατάλη του εκ των προτέρων χαμένου χρόνου , του δανεικού χρόνου  που ο συγγραφέας προσφέρει σε έναν απόντα αποδέκτη, του χρόνου αυτού που είναι η ζωή του. «Με τη ναυτία του χρόνου που έχει πρόσωπο», όπως γράφει και η Παπαγεωργίου, γίνεται ποίηση η έλξη του αισθητού και το ιεροποιημένο πένθος της απώλειάς του.

info: Για την ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου «Μεταπλάσματα», εκδ. Σαιξπηρικόν

[1] Σίλερ – Γκαίτε, Αλληλογραφία, σελ. 222.

[2] Αλληλογραφία, σελ. 206.

[3] Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, σελ. 18. (Jakobson, Sklovskij)

[4] Fernando Pessoa, Λογοτεχνικά δοκίμια, σελ. 129.

[5] Βλέπε, Paul de Man, Περιοδικό «Ποίηση», τεύχος 4, Φθινόπωρο 1994, σελ. 125.

Προηγούμενο άρθροΦόνος, σεξ και κληρονομιές (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΘέδα Καϊδόγλου, Κακές παρέες- Το ύφασμα (δύο διηγήματα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ