Της Ελένης Σβορώνου.
Το περιβάλλον και η προστασία του είναι αγαπημένο θέμα στην παιδική και νεανική λογοτεχνία. Ίσως το πρώτο βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας με σαφή πρόθεση περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, πριν καν γίνουν γνωστές λέξεις όπως «οικολογία», και «βιοποικιλότητα», είναι Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Γραμμένο στα 1918, επίσημο αναγνωστικό για τα παιδιά της Γ’ δημοτικού, προτείνει σεβασμό στο πνεύμα του δάσους και επιβραβεύει τα παιδιά που το προστατεύουν από τους επίδοξους υλοτόμους και καταστροφείς. Άλλωστε το ποίημα του Παπαντωνίου «Η κατάρα του πεύκου», συνοψίζει μια άποψη που βρίσκει ακόμη απήχηση στους κύκλους της οικολογίας, μόνο με επιστημονική τεκμηρίωση, όχι με μεταφυσικό τρόπο, όπως στον Παπαντωνίου: η φύση εκδικείται.
Είναι αλήθεια όμως αυτό; Η φύση εκδικείται; Και γιατί η φύση είναι γένους θηλυκού; Γιατί χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «ο βιασμός της φύσης», «η μάνα γη» κλπ; Η μεταφορά είναι σαφής: η φύση είναι μια θηλυκή ύπαρξη που δέχεται τις επεμβάσεις του ανθρώπου, μιας αρσενικής ύπαρξης. Η έκφραση «φυσικοί πόροι», επίσης, υποκρύπτει μια παραδοχή. Η φύση είναι εκεί για να την εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος. Προσφέρει πόρους για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Δεν έχει αξία καθαυτή.
Από τη δεκαετία του 1960 κι ύστερα, το οικολογικό κίνημα και το αίτημα της προστασίας τους περιβάλλοντος φέρνει στο προσκήνιο λέξεις όπως «οικολογία», «περιβάλλον», «οικοσύστημα», «αειφορία» κλπ.
Η γλώσσα λοιπόν που χρησιμοποιούμε, οι ιστορίες που λέμε για την προστασία του περιβάλλοντος έχουν έναν ιδεολογικό βάρος, μια τοποθέτηση, συνειδητή ή ασυνείδητη. Όσο πιο αβασάνιστα υιοθετούμε όρους και θέσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τόσο πιο αδύναμος και διδακτικός γίνεται ο λόγος μας. Όσο περισσότερο αφήνουμε τον αναγνώστη να δώσει το δικό του νόημα στα καίρια περιβαλλοντικά ζητήματα της εποχής μας, όσο περισσότερο υποβάλλουμε μια αίσθηση μάλλον παρά δίνουμε έτοιμες λύσεις, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουμε να συμβάλλουμε στην υπόθεση της προστασίας καλλιεργώντας ευαισθησίες και κριτική σκέψη στους νεαρούς αναγνώστες.
Από την εποχή λοιπόν του Ζαχαρία Παπαντωνίου κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της παιδικής λογοτεχνίας για το περιβάλλον.
Το νέφος ήταν ένα από τα πρώτα περιβαλλοντικά ζητήματα που τάραξε την ειδυλλιακή εικόνα μας για το κλίμα, την ατμόσφαιρα και το καταγάλανο του Αττικού ουρανού. Το 1984 ο Αλέξης Κυριτσόπουλος γράφει για παιδιά προσχολικής ηλικίας Το παραμύθι με τα χρώματα, Κέδρος, όπου το ουράνιο τόξο πεισμώνει που ο κόσμος δε δίνει σημασία στα χρώματά του, και φεύγει. Ο κόσμος γίνεται ασπρόμαυρος και τα παιδιά προσπαθούν να φέρουν πίσω τα χρώματα. Λιγότερο μεταφορικός στο χειρισμό του θέματος, ο Γιάννης Ξανθούλης γράφει 1994 ένα θεατρικό για παιδιά, το Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο (Καστανιώτης, 1994), όπου ένα κοριτσάκι, η Αννούλα, δραπετεύει στις στέγες της πόλης επαναστατώντας κατά της τσιμεντοποίησης της πόλης. Ο δήμαρχος θα βάλει μυαλό μόνο όταν το Μαύρο Σύννεφο επισκεφθεί την Τσιμεντούπολη. Το έργο αγαπήθηκε και ανέβηκε σε πολλές σχολικές παραστάσεις. Και το Βρωμοχώρι της Σοφίας Ζαραμπούκα (Κέδρος, 1997) έχει να κάνει με την ατμοσφαιρική ρύπανση και τον αδιάφορο δήμαρχο της πόλης.
Ύστερα όμως η ατμοσφαιρική ρύπανση ξεχάστηκε. Κι ενώ είναι απολύτως υπαρκτή, κανείς δεν ασχολείται με τις μετρήσεις των επιπέδων του όζοντος και άλλων ατμοσφαιρικών ρύπων. Είναι κι αυτό επιλογή της κοινωνίας. Που αντανακλά στην παιδική λογοτεχνία.
Τα απειλούμενα ζώα, και μάλιστα, η θαλάσσια χελώνα Caretta caretta, η μεσογειακή φώκια Μonachus monachus (πάντα εντυπωσίαζε το όνομά τους, το διπλό όνομα που αναφέρεται στο γένος και το είδος και τυχαίνει να συμπίπτει), η καφέ αρκούδα και ο λύκος υπήρξαν επίσης αγαπημένα θέματα των συγγραφέων. Από το Η χελωνίτσα Καρέττα-Καρέττα και το παλιό Φολκσβάγκεν (Παπαδόπουλος, 2007, με πολύ ωραίες ζωγραφιές της Σοφίας Φόρτωμα), που περιλαμβάνεται και στο Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων της Γ’ δημοτικού, ως τα βιβλία της Τζέμης Τασάκου (Εγώ η φώκια Μοναχός, εκδόσεις Νέοι Ακρίτες, 2000 και Η μοναχική φώκια και το παλτό της κυρίας προέδρου, Κέδρος, 2001), το βιβλίο της Άννας Μιχίδη Το Αρκουδάκι και η Ξανθούλα (Μεταίχμιο, 2010), με αναφορά στο Κέντρο Προστασίας της Αρκούδας, το Η αρκούδα που αγαπούσε τα δέντρα του Nicholas Oldland, Καλειδοσκόπιο-Αρκτούρος, 2011, και το Ζήκος ο λύκος του Μιχάλη Καζάζη, Καλειδοσκόπιο, 2012 (ήρθε στα τρία πρώτα βιβλία των λογοτεχνικών βραβείων του «Αναγνώστη», κατηγορία παιδικό εικονογραφημένο) ο κατάλογος των βιβλίων για τα τέσσερα αυτά ζώα δεν έχει τελειωμό. Υπάρχει φυσικά και το κλασικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Τα τρία μικρά λυκάκια, Μίνωας, αν και στόχος του παραμυθιού δεν είναι η ευαισθητοποίηση για τον λύκο ως απειλούμενο είδος. Ωστόσο ήταν από τα πρώτα παραμύθια που ανέλαβαν να αποκαταστήσουν την εικόνα του λύκου, του κλασικού κακού των παραμυθιών!
Σήμερα κι άλλα απειλούμενα ζώα διεκδικούν μια ιστορία όπως η νυχτερίδα, στο βιβλίο της Σύρμως Μιχαήλ Μα που πήγαν οι νυχτερίδες; Μεταίχμιο 2012, βραβευμένο από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Σε όλα αυτά τα βιβλία τα ζώα έχουν ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, τους αποδίδονται συναισθήματα και σκέψεις, λόγος και συνείδηση, και έρχονται αντιμέτωπα με τον άνθρωπο. Ο Ζήκος ο λύκος, μόνο, και τα Τρία μικρά λυκάκια ξεφεύγουν εν μέρει από τον κανόνα και έχουν να διηγηθούν τα δικά τους κατορθώματα. Σε γενικές γραμμές όμως τα ζώα διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή μέσα από τα ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά τους. Σπάνια το άγριο, το άσχημο, το δηλητηριώδες και καταστροφικό εμφανίζονται ως άξια διάσωσης. Αξίζει να προστατεύσουμε ό,τι μας μοιάζει; Η οχιά της Μήλου, απειλούμενο είδος κι αυτό, πώς θα διεκδικήσει μια θέση στην καρδιά του νεαρού αναγνωστικού κοινού; Θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε όμορφη χορεύτρια μήπως ή μπορεί να μας κοιτάξει κατάματα με το φολιδωτό δέρμα της και το ψυχρό της βλέμμα και απλώς να διασχίσει έναν δρόμο χωρίς τον κίνδυνο να την πατήσει ένα αυτοκίνητο;
Τα σκουπίδια και η ανακύκλωση είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα που χειρίστηκε πρώτος, από όσο ξέρουμε, ο Κώστας Μάγος με το Μια νύχτα στη χωματερή, Μικρή Άρκτος, 1999, για να το εξελίξει στο Σκουπιδιστάν, Πατάκης, 2007. Ενώ και ο Χρήστος Μπουλώτης ασχολήθηκε με τα Πολύτιμα σκουπίδια του κυρίου Νο, Ελληνικά Γράμματα 2010, Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, 2011. Εκείνος όμως που μετέτρεψε τα σκουπίδια σε πολιτική, κοινωνική και οικονομική δυστοπία για εφήβους είναι ο Βασίλης Παπαθεοδώρου με τον πρόσφατα βραβευθέντα, λογοτεχνικά βραβεία «Αναγνώστη», Άρχοντες των σκουπιδιών, μυθιστόρημα για νέους, Καστανιώτης, 2012.
Βιβλία για το δάσος (Το δάσος που το έσκασε, Μίνωας, 2002, της Βεατρίκης Κάντζολα, Το δάσος της ξύλινης ξύστρας, του Κώστα Μάγου, Πατάκης, 2007) κ.α.) υπάρχουν επίσης αρκετά ενώ λιγότερα είναι τα βιβλία για τη θάλασσα ως οικοσύστημα και για θέματα όπως η Κλιματική Αλλαγή (που συνήθως συγχέεται με την Τρύπα του Όζοντος, την Όξινη Βροχή και την ατμοσφαιρική ρύπανση). Εξαίρεση είναι το βιβλίο Ο Μάγος του Όζοντος, του Αντώνη Παπαθεοδούλου, Μίνωας, 2008.
Το αστικό περιβάλλον μοιάζει να επανέρχεται, ως αίτημα βελτίωσης της ποιότητας ζωής, με το Ποδήλατό μου αρχηγό τα αυτοκίνητα νικώ, του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, Πατάκης, 2013, ένα από τα βιβλία της σειρά Οικολογήματα.
Πάρα πολλά βιβλία έχουν μείνει έξω από αυτή τη σύντομη διαδρομή στα «οικολογικά» βιβλία για παιδιά. Γιατί τόσο μεγάλη παραγωγή; Ίσως γιατί όσο περισσότερο αδυνατεί μια κοινωνία να πετύχει κάτι, τόσο περισσότερο αισθάνεται την ανάγκη να διδάξει τη νέα γενιά πώς να πετύχει αυτά στα οποία η ίδια απέτυχε!
Κλείνοντας όλα αυτά τα βιβλία γεμίζουμε γνώσεις, ίσως και συναισθήματα για τη φύση που χάνεται. Ίσως έχουμε και ενοχές. Ίσως και διάθεση για δράση. Αλλά λείπει κάτι. Κι αυτό είναι η άγρια φύση στην ολόδική της ομορφιά. Σε αυτή που υπάρχει ερήμην του ανθρώπου. Για κάτι τέτοιο πρέπει να ανατρέξουμε στο Κάλεσμα της άγριας φύσης και στον Ασπροδόντη, του Τζακ Λόντον, μυθιστορήματα για νέους και ενήλικες, συνιστάται η θαυμάσια έκδοση των Ερευνητών, και ίσως στον υπέροχο Μυστικό Κήπο της Frances Hodgson Burnett, κλασικό έργο της βρετανικής παιδικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911, γυρίστηκε ταινία, παίχτηκε στο θέατρο, με μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε πολύ από γενιές παιδιών. (Κυκλοφορεί σε μετάφραση από τις εκδόσεις Λιβάνης, Παπαδόπουλος και Άγκυρα). Εδώ η φύση, εντός του δομημένου και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, αναδεικνύεται σε σιωπηλό πρωταγωνιστή μιας ιστορίας αναγέννησης, ενηλικίωσης, και επιβίωσης από το βαρύ πένθος της ορφάνιας. Μια φύση απαλλαγμένη από το βάρος της οικολογίας. Μυστική, μυστηριώδης, ίσως κοντά στη ρήση του Ηράκλειτου «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί.»