του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Εν αρχή είναι ο τίτλος. Αντιστικτικός, ρεαλιστικός αλλά και ειρωνικός. Ο Αλέξης Πανσέληνος στο τελευταίο του μυθιστόρημα με αυτόν τον ευφάνταστο τίτλο «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια « (Μεταίχμιο) οριοθετεί την εποχή στην οποία αναφέρεται. Η αφήγησή του απλώνεται σε τέσσερις σημαδιακές χρονιές 1950-1953. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου, η χώρα προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να ξεχάσει. Τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια (ρούμπες, σάμπες, ελαφρολαικά, αρχοντορεμπέτικα κ.ά) αντανακλούν αυτή την θέληση. Όπως τα προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή κάθε κεφαλαίου λειτουργούν και αντιστικτικά, ειρωνεύονται το ίδιο το περιεχόμενο, καθώς ο εμφύλιος δεν έχει στην ουσία του τελειώσει. Το 1952 εκτελείται ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοι του, εξακολουθούν δωσίλογοι, κατάσκοποι διπλοί, αγωνιστές, δολοφόνοι της ΟΠΛΑ, χαφιέδες και άλλοι να ζουν στον απόηχο μιας αιματηρής νίκης της κυρίαρχης παράταξης.
Ο Αλέξης Πανσέληνος τοιχογραφεί την Αθήνα της μεταπολεμικής εποχής. Μια Αθήνα πληγωμένη, με τα σημάδια των σφαιρών στους τοίχους, μισοκατεστραμμένη αλλά ταυτόχρονα ζωντανή. Μια Αθήνα που ανυπομονεί να ζήσει, να στήσει αγορές και εμπόριο, να μορφώσει τα παιδιά της, να ανοικοδομηθεί, να διασκεδάσει, να αισθανθεί αυτό που έχασε: την γοητεία της ελαφράδας, την άκοπη ανεμελιά, την βύθιση στα απλά αισθήματα της ασφάλειας, του ψωμιού, της στέγης αλλά και του γέλιου, του έρωτα, της χαζοχαρούμενης διάθεσης.
Η ιστορία του «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια» είναι πολλές ιστορίες μαζί. Πρόσωπα- χαρακτήρες, το καθένα στον δικό του μικρό περίγυρο, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, μορφωτικό επίπεδο κινούνται μέσα στον αφηγηματικό ιστό και συναντώνται, άλλοτε τυχαία κι άλλοτε επί τούτου. Ο πάνσοφος συγγραφέας τούς πλέκει ψιλοβελονιά σε έναν καμβά ενιαίο. Αλλά αν και όλοι χάνονται στην σκόνη της αθηναϊκής χοάνης εντούτοις παραμένουν διακριτοί: Ο πλούσιος συντηρητικός οικογενειάρχης Πέλος Μπιρδιμήρης, ο χαλβαδοβιομήχανος, και από την άλλη μεριά ο διανοούμενος δικηγόρος Πέτρος Ρώτας (αναφορά στον πατέρα του συγγραφέα Ασημάκη Πανσέληνο). Ο Νεκτάριος, ένας πρώην της ΟΠΛΑ, που επιπλέει και «σπρώχνει» με τις δράσεις του την ιστορία. Ο ομοφυλόφιλος στιχουργός – εργάτης, ο μικρός Στάθης με τις ερωτικές φαντασιώσεις, ο κόσμος των «δουλικών», των μικρών υπηρετριών που στέλνονταν από τα χωριά τους να δουλέψουν στα αθηναϊκά αστικά σπίτια. Ο κόσμος της τέχνης με τον Δανέλλη, ζωγράφο, του οποίου η μεγάλη έκθεσή του σε κεντρική γκαλερί της Αθήνας ματαιώνεται με άνωθεν υπόδειξη μεγαλοπαράγοντα που θίχτηκε από τις σχέσεις του Δανέλλη με την κόρη του. Και άλλοι πολλοί, κάποιοι δευτερεύοντες που κινούνται στις παρυφές της ανθρωπογεωργραφίας του συγγραφέα αλλά και πολύ χαρακτηριστικοί όπως τα δύο αδέλφια, γόνοι πλούσια οικογένειας, η αιμομικτική τους σχέση, η οικογενειακή παρακμή και η περιθωριοποίησή τους.
Ο Πανσέληνος θα μιλήσει και για υπαρκτά πρόσωπα της τέχνης, όπως για τον Γιάννη Ρίτσο (μια αυτοβιογραφική σκηνή, όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν επισκέφθηκε το πατρικό του ο ποιητής μετά την εξορία) ή για τον Γιάννη Σκαρίμπα, την ανυπόταχτη αυτή σουρεαλιστική – επαναστατική πέννα. Θα δώσει μια ιλαρή εικόνα της νεαρής ντιζέζ Μελίνας (Αμαλίας) Μερκούρη που διεκδικεί μια θέση στη δημοσιότητα μέσω των καλλιστείων και την εικόνα των συντηρητικών διανοουμένων, υπαρκτών όπως του Τερζάκη, του Μυριβήλη και άλλων επινοημένων.
Πρωταγωνιστούν επίσης ορισμένα από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής με κορυφαία την εκτέλεση Μπελογιάννη και τον αντίκτυπό της στις συνειδήσεις των ηρώων του, η κυβέρνηση Πλαστήρα, ο βασιλιάς και η αυλή του, οι αμερικανοί και ο ρόλος τους, η κατασκοπία που συνεχίζει να δουλεύει προς όφελος των μυστικών δυνάμεων, ξένων και εγχώριων, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις κ.ά
Πρωταγωνιστής αφανής είναι και ο αφηγητής, ένα πρόσωπο που αλλάζει θέσεις και απόψεις και μπορεί έτσι να περιπαίζει θεούς και ανθρώπους. Πρόκειται για ένα ευφάνταστο εύρημα που δίνει την ευχέρεια στον συγγραφέα να κινεί την μηχανή του (αν τον φανταστούμε σαν σκηνοθέτη) από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Και αυτό το βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου θα καταταχτεί στην αθηναιογραφική σχολή. Η Αθήνα του ΄50 δεν περιγράφεται απλώς αλλά καταγράφεται ρεαλιστικά. Τα στέκια, οι ταβέρνες, τα βιβλιοπωλεία, τα τυπογραφεία, τα γλυκατζίδικα, τα ρεμπέτικα κουτούκια («Τριάνα» του Χειλά), κοσμικά κέντρα («Καλαμπόκας»), τα ξενοδοχεία του κέντρου («Μπάγκειον», «Μεγάλη Βρετανία»), αλλά και τα παρακμιακά ξενοδοχεία πέριξ της Ομόνοιας, τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα («Δραγώνας»), το πατάρι του «Λουμίδη», το ζαχαροπλαστείο «Πέτρογραδ» κ.ά. Μαζί με τους δρόμους του κέντρου στα Εξάρχεια, στον Κολωνό, στο Μεταξουργείο αλλά και στην περιφέρεια στην Κηφισιά, στην Καλλιθέα, το Παγκράτι και αλλού λειτουργούν σαν αυτές τις πολύχρωμες παλιές καρτ ποστάλ που βρίσκουμε πια μόνον στα παλαιοπωλεία και αναπαριστούν γωνιές μιας πόλης που δεν υπάρχει πια.
Η ελαφριά κουλτούρα της εποχής καταγράφεται αναλυτικά, εφόσον και πρωταγωνιστεί. Τα βιβλία και τα περιοδικά της εποχής, το «Ελληνόπουλο», τα αισθηματικά μυθιστορήματα όπως (το επινοημένο ανάλογα με υπαρκτά αντίστοιχα της εποχής που δημοσιεύονταν στα λαικά περιοδικά )«Ο πύργος του θανάτου» της Τζέην Φλέτσερ- Μπάροους, «Ο Αρχισιδηρουργός» του Ονέ, τα αστυνομικά περιοδικά «Μάσκα» και «Μυστήριο» και φυσικά τα τραγούδια της εποχής από τον Μάρκο Βαμβακάρη και το Μητσάκη έως τα τραγούδια του Μενστρέλ, του Ριτσιάρδη, του Βέλλα, του Μ.Θεοφανίδη, του Μ. Σουγιούλ και άλλων μουσικών, τραγουδιστών και στιχουργών που ακούγονταν συνεχώς από την εθνική ραδιοφωνία. Ακόμα και τα ρούχα της εποχής ο συγγραφέας διαθέτοντας μια σκηνογραφική ματιά θα τα καταγράψει, χωριστά για κάθε τύπο, για κάθε τάξη, για κάθε επάγγελμα. Αναλυτικά για τους άνδρες και τις γυναίκες ακόμα και για την ενδυμασία των μικρών παιδιών. Τα καπέλα της εποχής, τα τσιγάρα Έξτρα Ματσάγγου, τα λικέρ και άλλες μικρές λεπτομέρειες δείχνουν με πόση προσοχή και επιμέλεια ο Αλέξης Πανσέληνος παρουσίασε την εποχή λες και είναι ο σκηνογράφος μια ταινίας που πρόκειται να γυριστεί. (Και γιατί όχι; το υλικό του βιβλίου ταιριάζει και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο). Μαζί με το «Δύο φορές Έλληνας» του Μένη Κουμανταρέα είναι ίσως τα δύο πιο πλήρη αθηναιογραφικά μυθιστορήματα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας.
Ο Αλέξης Πανσέληνος και σε αυτό το βιβλίο πρωτοτυπεί. Σπάνια τα βιβλία του μοιάζουν μεταξύ τους. Στην «Μεγάλη πομπή» χρησιμοποιεί μια εγκιβωτισμένη ιστορία κόμικ για να μιλήσει για το νεολαιίστικο σοκ της μεταπολίτευσης, στην «Ζαϊδα», μια φανταστική συνάντηση του Μότσαρτ με τον Διονύσιο Σολωμό, στο «Σκοτεινές επιγραφές» ένα πανοραμίκ της Αθήνας της κρίσης και των ανθρώπων της. Στο «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» δοκιμάζει την πολυπρισματική αφήγηση. Κινεί πολλούς ανθρώπους, παρουσιάζοντας τους σε μικρές αποσπασματικές ιστορίες, που τελικά αποτελούν έναν ενιαίο πίνακα, όχι μιας ιστορίας, αλλά της ιστορίας πολλών ανθρώπων σε μια πόλη και μια εποχή.
Με το μυθιστόρημα αυτό ο αναγνώστης βουτάει μαζί με τον συγγραφέα στην εποχή του ΄50. Θα τον συναρπάσει μέχρι το τέλος, θα νοσταλγήσει κάτι από την χαμένη αθωότητα (κι ας μην έχει ζήσει εκείνη την εποχή), θα στενοχωρηθεί με τις γκρίζες και μαύρες μέρες του ΄50, θα απογοητευτεί όταν θα δει πόσα πράγματα επιβιώνουν ακόμα και σήμερα, θα αγαπήσει τους ήρωες του – γιατί και οι πιο αντιπαθητικοί κρύβουν μια αλήθεια μέσα τους, αυτήν που η ιδεολογία, η πίστη, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να αλλοιώσουν.
info: Αλέξης Πανσέληνος, “Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια” (Μεταίχμιο)