του Ηρακλή Παπαϊωάννου (*)
Δεν θυμάμαι ποια φορά ακριβώς είναι αυτή που παρίσταμαι σε παρουσίαση βιβλίου του Άρι Γεωργίου, ως θεατής ή εισηγητής. Ίσως αυτό μαρτυρά τη σχέση εκτίμησης και φιλίας που μας συνδέει, εδώ και 25 χρόνια. Περισσότερο ακόμη όμως, μαρτυρά νομίζω τον ακατάβλητο τρόπο με τον οποίο ο Άρις συνεχίζει να εκδίδεται, με όρους φωτογραφικούς. Αυτή τη φορά μάλιστα εις διπλούν. Με μια υπερπαραγωγή, στην οποία η Δύση συναντά την Ανατολή, όπως ήταν ο τίτλος του περίφημου δίσκου όπου ο βιολιστής Yehudi Menuhin συναντούσε μουσικά τον δεξιοτέχνη του σιτάρ Ravi Shankar. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, χρονολογική ίσως:
Το λεύκωμα Η Αμερική σε 78 στροφές, Μια διαδρομή έχει ως βάση του μια δίμηνη φωτογραφική περιπλάνηση του Γεωργίου στην Αμερική σε σχετικά νεαρή ηλικία, το 1978. Έκτοτε ο Άρις επέστρεψε στη χώρα ως ταξιδιώτης και φωτογράφος. Στο λεύκωμα, όμως, προτίμησε να κρατήσει τη ματιά της πρώτης επίσκεψης, με τον ευδιάκριτο συχνά κόκκο των υπερευαίσθητων ασπρόμαυρων φιλμ της εποχής. Το λεύκωμα ακολουθεί σαράντα χρόνια μετά.
Στο κείμενό του ο Άρις σχολιάζει το πώς η φωτογραφία συνιστούσε ίσως γι’ αυτόν διέξοδο έκφρασης απέναντι στο δέος της αρχιτεκτονικής, την ανασφάλεια ενός νέου επιστήμονα να βιοποριστεί από αυτήν. Προτείνει δηλαδή τη φωτογραφία ως ασφαλές καταφύγιο. Όταν γνώρισα τον Άρι δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1993, εργαζόταν ήδη με επιτυχία ως αρχιτέκτονας. Και δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι είδε τη φωτογραφία ως ασφαλές καταφύγιο. Ίσως ως ενθουσιώδες ορμητήριο. Όμως έχει δίκιο στο εξής: οι ανησυχίες μας σπρώχνουν να κάνουμε πράγματα που ίσως διαφορετικά παρέμεναν διαρκείς δυνητικότητες. Είμαστε, μεταξύ άλλων πολλών, ότι ορίζουν και περιορίζουν τα άγχη, οι εμμονές, οι ιδιαιτερότητές μας. Τα τελευταία χρόνια περισσότερο από ποτέ. Στην περίπτωση του Άρι οι εμμονές και οι ιδιαιτερότητες φαίνεται μάλλον να λειτούργησαν ως πολύτιμη καύσιμη ύλη. Το άλλο κείμενο του τόμου, του Γιώργου Χουλιάρα, ακτινογραφεί την Αμερική του 1978 και μας τοποθετεί μοναδικά, με εκτενείς κρίσεις και ακριβή στοιχεία, στο πνεύμα της εποχής. Ένα διεισδυτικό δοκίμιο ανεξαρτήτως των εικόνων, πόσο μάλλον παράλληλα μ’ αυτές.
Η Αμερική του 1978, σε ένα ταξίδι coast to coast, προτείνεται ως ευκαιρία να πραγματευτεί κανείς τη μυθολογία με την οποία μεγάλωσε, σε μια δυτικόστροφη χώρα όπως η Ελλάδα, στα μάτια της οποίας ο Νέος Κόσμος φάνταζε ως Γη της αυτοδημιούργητης Επαγγελίας. Η εικόνα προηγούνταν με συνέπεια της ίδιας της χώρας, αποδίδοντάς την και συγχρόνως πλαστογραφώντας την. Όπως ορθά επισημαίνει ο Άρις στην Αμερική του ’70 αναμετριέται κανείς με πολλές επιστρώσεις εικόνων: την εικόνα της απέραντης χώρας, τη μοναδική καθ’ ύψος αρχιτεκτονική, τις μεγάλες κοινωνικές, φυλετικές και άλλες αντιθέσεις, τον φρενήρη ρυθμό των μεγαλουπόλεων, τον εθισμό προς το διαρκώς καινούργιο. Ύστερα, είναι η Αμερική μέσα από τις κινηματογραφικές της μυθοπλασίες που άσκησαν οικουμενική γοητεία, ακόμη κι όταν επεκριναν το Αμερικανικό Όνειρο, ίσως τότε ακόμη πιο πολύ, σαν γλυκιά διαστροφή: Η φωλιά του κούκου, Ο Ταξιτζής, Ο Ξένιαστος Καβαλάρης, Ο καουμπόης του Μεσονυχτίου, για να αναφέρω μερικές μόνο αξιόλογες ενδοσκοπήσεις της περιόδου. Είναι οι φωτογραφίες των μεγάλων δημιουργών που σκάλιζαν τα σωθικά της: Diane Arbus, Bruce Davidson, Garry Winogrand, Lee Friedlander, William Klein και πολλοί άλλοι. Κάθε ένας τους μια μοναδική Αμερική. Θα μπορούσε να μιλήσει βέβαια κανείς ακόμη για την Αμερική της λογοτεχνίας (την beat ποίηση και πρόζα, Jack Kerouack, William Burroughs) ή της μουσικής, blues, punk, της αγαπημένης jazz του Άρι, της οποίας άλλωστε ήταν και η κοιτίδα.
Σε προσωπικό επίπεδο εξομολογούμαι το δικό μου μερίδιο μυθολογίας: όταν τα χρόνια του ’70 ο θείος μου με ξεσήκωνε για το Λος Άντζελες, με σαγηνευτικές προσκλήσεις σπουδών στο περίφημο UCLA, ή με τα αμερικανικά δώρα που έδειχναν στα μάτια ενός παιδιού τόσο εκλεπτυσμένα, που παρότι βιομηχανικά έμοιαζαν σαν χειροποίητα. Ακολούθησε η ενήλικη αναμέτρησή μου με τη χώρα, την ανατολική ακτή, όπου σε μια σειρά χρόνων έζησα τις όποιες μεγάλες επαληθεύσεις και διαψεύσεις της μυθολογίας αυτής.
Καμία χώρα δεν ενσάρκωσε ποτέ ίσως στο παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο τόσο πολύ την ελπίδα για μια καινούργια ζωή, που θα παρέγραφε όλες τις εκκρεμότητες με την παλιά, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, προσωπικές. Και η Αμερική συχνά κρατούσε την υπόσχεσή της, ειδικά τότε, όχι χωρίς να απαιτήσει υψηλό τίμημα.
Η επίσκεψη στη Ρωσία από την οποία προέκυψε το λεύκωμα Μετά το Παραπέτασμα, Ρωσία 1998, Μόσχα Αγία Πετρούπολη, έρχεται 20 χρόνια μετά την Αμερική και 20 χρόνια από σήμερα. Μια περίεργη συμμετρία αποστάσεων φαίνεται να φέρνει το ζεύγος αυτό εκδόσεων στο φως τη συγκεκριμένη στιγμή.
«Μια χώρα που ποτέ δεν είχα ονειρευτεί να κατακτήσω», είναι ο τίτλος του κειμένου του Άρι σ’ αυτή την έκδοση. Η φωτογραφία εδώ εννοείται ως κατάκτηση συμβολική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ιστορικά δεν είχε και κυριολεκτική συμβολή. Η επίσκεψη πραγματοποιείται μια δεκαετία σχεδόν μετά την πτώση του καθεστώτος και την παράδοση της χώρας στις ευκαιρίες και τις ακριβές απολαύσεις του Δυτικού τρόπου. Για πολλούς μοιάζει να μην άλλαξε τίποτε. Επί αυτού πολλά και καίρια επισημαίνει το πυκνό και κατατοπιστικό ιστορικά δοκίμιο του Ρόμπιν Μπέηκερ, που μιλά μεταξύ άλλων για τη Ρωσία που έχει μάθει να υπομένει. Τη Ρωσία της μεγάλης ιστορίας, της πρωτοπορίας στην τέχνη, των μεγάλων αφηγήσεων. Μια Ρωσία, όμως, της οποίας η σύγχρονη εικόνα ήταν πάντα ελλιπής, διέφευγε μέσα στη σοβιετική εσωστρέφεια. Οι εικόνες με τις οποίες λοιπόν αναμετριέται κανείς εδώ είναι μιας παλιάς μεγαλοπρέπειας, μιας διαψευσμένης ουτοπίας και της σύγχρονης ανισότητας.
Όσοι επισκεφθείτε την έκθεση, όπου Αμερικανοί και Ρώσοι δεν διαχωρίζονται αεροστεγώς, αλλά αντίθετα συνυπάρχουν μ’ έναν επιμελημένα ατημέλητο τρόπο, θα διαπιστώσετε ίσως εύκολα πόσο η Αμερική ως κοινωνικός χώρος ισχυροποιεί την αυτοπεποίθηση των πολιτών, ενίοτε αυθάδη, στηριγμένη στην επίγνωση ότι είναι στο επίκεντρο όλης σχεδόν της υφηλίου. Πόσο η Ρωσία αντίστοιχα γεννά πολίτες συμφιλιωμένους με μια ζωή λιτή, οικονομικά και κοινωνικά, που μπορεί να διαθέτει απλότητα, αλλά προϋποθέτει αδικαιολόγητα πολλές θυσίες και στερήσεις. Η θεματική γειτνίαση φωτογραφιών από τις δυο χώρες, η ανισοϋψής ανάρτηση και η διαφορά στα μεγέθη και το φορμά, εγείρει μια αίσθηση μη ισορροπημένης πρόσμιξης, που συνιστά ίσως ένα υπόγειο πολιτικό σχόλιο.
Άφησα σκόπιμα για το τέλος τις φωτογραφίες, που σήμερα εισπράττουμε με την κρίσιμη εμπειρία σαράντα χρόνων και όσων μεσολάβησαν, από την εποχή του Τζίμι Κάρτερ και του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ως αυτή του Ντόναλντ Τραμπ και του Βλάντιμιρ Πούτιν. Οι φωτογραφίες υπογραμμίζουν πολλά από όσα θα υπέθετε κανείς γνωρίζοντας τη δημόσια εικόνα των δυο χωρών και άλλα τόσα ίσως, συγκυριακά ή άγνωστα. Αυτό δεν κάνει άλλωστε πεισματικά η φωτογραφία, παίζοντας με το όριο του γνωστού και του άγνωστου με κάθε ευκαιρία; Τελείως σχηματικά αναφέρω ότι περιλαμβάνουν την υποβλητική αρχιτεκτονική, τα διάφορα ασυνήθιστα οχήματα (αδυναμία του Άρι), την κουλτούρα του δρόμου, το προσκύνημα στα εμβληματικά μουσεία, τοπία ανοιχτής κλίμακας, πορτραίτα. Το ύφος τους κυμαίνεται ευδιάκριτα ανάμεσα στη σχετικά απαθή τεκμηρίωση και την προσωπική έκφραση, μαζί με εικόνες αναμνηστικές, φωτογραφίες εντυπώσεων από καθετί ιδιαίτερο και παράξενο, όπως οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι ή το αστραφτερό Λας Βέγκας.
Οι φωτογραφίες της Αμερικής είναι ασπρόμαυρες, της Ρωσίας έγχρωμες κυρίως και ασπρόμαυρες. Θα περίμενε ίσως κανείς εύλογα το ανάποδο. Η Αμερική, εκ γενετής σχεδόν μοντέρνα, να υπερχειλίζει από λαμπρό χρώμα. Και η Ρωσία, με τη μακραίωνη ιστορία, να τυλίγεται στο αχνό ασπρόμαυρο φως του μεγάλου χειμώνα, δηλώνοντας τη μονοχρωματικότητα ως πατίνα χρόνου.
Η ημερολογιακή διάταξη των εικόνων σε κάθε λεύκωμα προσφέρει μια λανθάνουσα αφήγηση. Στα ημερολόγια όμως βρίσκει κανείς τυπικές εγγραφές, καίριες παρατηρήσεις, λογοτεχνίζοντα σχόλια. Τα βιβλία του Άρι διαθέτουν μια αντίστοιχη εσωτερική πολυπλοκότητα. Περιλαμβάνουν εικόνες που δεν θα έβρισκε κανείς σ’ ένα αμιγώς καλλιτεχνικό βιβλίο, παρά μόνο για να αναδείξει το ευρύτερο είδος βιώματος που η φωτογραφία μπορεί να μεταφέρει. Εξίσου με άλλες φορές, όπως στην Ωτομπιογκραφί, ο Άρις δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο για την τέχνη της φωτογραφίας, αλλά κυρίως για τον μαγικό εκείνο τρόπο με τον οποίο μια σκηνή μετατρέπεται σε εικόνα, με όλες τις απαραίτητες ή πλεονάζουσες πληροφορίες, την αναπόδραστη αύρα του «στάθηκα εδώ» (ως συμβολικός κατακτητής-εικονοποιός), διέσχισα αυτές τις γεωγραφικές συντεταγμένες, και οι εικόνες συμπυκνώνουν τη μνήμη μου. Είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι και αυτό συγκροτείται κυρίως από τις μνήμες, όλο και πιο πολύ πλέον αποθηκευμένες σε εικόνες. Ο Άρις βέβαια συλλέγει πλείστα όσα άλλα memorabilia μέσα από το σώμα της καθημερινότητας, υπηρετώντας ακαταπόνητα τη μνήμη, προσωπική κυρίως. Και η τροχιά την οποία διανύει, συμβολικά, είναι από τη Δύση προς την Ανατολή.
Τελικά, εισπράττοντας κανείς τα δυο έργα μαζί δεν μπορεί να μην αισθανθεί ανάμεσα σε δυο πραγματικούς όσο και φαντασιακούς κόσμους, ανάμεσα στις δυο βασικές ιδεολογίες που αναμετρήθηκαν τον 20ό αιώνα και μας κέρδισαν ή μας απώθησαν: την ιδέα μιας Αμερικής που υποσχόταν ελευθερία, ευημερία και υλισμό σε δόσεις απεριόριστες, μαζί με κάθε λογής υπερβολή. Μιας Αμερικής που ξέρει να πουλάει τον εαυτό της και την εικόνα της καλά, και υπήρξε μια από τις πιο φωτογενείς ζώνες του κόσμου. Την ιδέα μιας Σοβιετικής Ένωσης, αντίστοιχα, που επαγγέλθηκε τη συλλογικότητα, την πραγμάτωση της σοσιαλιστικής ουτοπίας που ξεκίνησε στην παγωμένη ανατολική άκρη της Ευρώπης ως επανάσταση και είχε συνεγείρει με τα ιδανικά της και το διαρκές αίτημα κοινωνικής ισότητας. Μια Ρωσία εσωστρεφής, αργή στις εξελίξεις, δισυπόστατη ανάμεσα στα σύνορα της Ευρώπης και τη βαθιά Ασία, ανάμεσα στον ακραίο ολιγαρχικό πλούτο και τη βαθιά φτώχια. Το ένα όραμα εξωστρεφές, αγαπούσε αυτάρεσκα τη δημοσιότητα. Το άλλο ερμητικό, ζωσμένο με αυστηρές απαγορεύσεις που θα οδηγούσαν σε κάποιο απώτερο μέλλον στη λύτρωση. Τελικά, η Δύση κέρδισε πύρρειο νίκη, χάρη ίσως στην υπεροχή του ατομικού οράματος απέναντι στο συλλογικό. Αμφότερα όμως διαψεύστηκαν, διαβρώθηκαν από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Και ξεμείναμε σε μια άχαρη εποχή με τη μετα-ιδεολογία, τη μετα-αλήθεια, τη μετα-πολιτική, τη μετα-φωτογραφία.
Η φωτογραφία περιγράφει, καταγράφει, απογράφει. Ενίοτε και τα τρία συγχρόνως. Άλλοτε έντεχνα κι άλλοτε ωμά. Ο Γεωργίου το έχει κατανοήσει αυτό βαθιά. Ούτως ή άλλως ο καλλιτέχνης είναι (υποστηρίζω κι ας ροκανίζω το κλαδί που κάθομαι), ο καλύτερος θεωρητικός, απλά πρέπει να εξάγει κανείς τη θεωρία μέσα από το έργο του και αυτό ενέχει δυσκολίες μετάφρασης. Ο Άρις αφήνεται σε κάθε μια από τις πτυχές του περιγράφειν, απογράφειν, καταγράφειν και σε όλες μαζί, χωρίς την ανησυχία ότι πρέπει να υπερασπιστεί την πρωτοτυπία της τέχνης του. Αυτά τα βιβλία, άλλωστε, δεν έχουν σκοπό να αποδείξουν τη φωτογραφική του δεινότητα. Αυτή έχει ήδη αποδειχθεί, στο μέτρο του δυνατού, ενίοτε και του αδύνατου. Πρόκειται μάλλον για ένα αποφασιστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τις ενότητες του έργου του, με κεφάλαια της ζωής του, όπως την έζησε, όπως την καταχώρησε σε εικόνες. Περιλαμβάνει μάλιστα και άλλα κεφάλαια που μπορείτε να αναμένετε: προαναγγέλλω εντελώς αυθαίρετα την Ινδία, ίσως την Κίνα, και φυσικά ένα πολύτομο υποθέτω έργο για το αγαπημένο του Παρίσι.
Μας δίνει όμως την ευκαιρία ο Άρις να κάνουμε κι εμείς τους δικούς μας λογαριασμούς, ως θεατές του έργου του. Άλλαξε η φωτογραφία του μετά από 20 χρόνια; Ή μετά από σαράντα; Στους βασικούς της προσανατολισμούς όχι. Παραμένει με συνέπεια πληθωρική, φλερτάρει με την αντικειμενικότητα, χωρίς να κρύβει πάντα καλά τον παιδικό αυθορμητισμό του. Ο Άρις βλέπει, δίκαια θεωρώ, τη φωτογραφία ως μια διαρκή επιβεβαίωση του κόσμου στην οποία κάθε μικρή λεπτομέρεια παίζει το δικό της ρόλο. Κι αν όντως στη φωτογραφική του πρακτική (και ίσως μόνο εκεί) Αμερική και Ρωσία έχουν έρθει ισοπαλία, όπως υποστηρίζει η πρόσκληση της έκθεσης, τι γίνεται στον αγώνα Άρις-φωτογραφία; Εκεί φαίνεται να έχουμε κι άλλα ημίχρονα.
(*) Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου είναι επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης