Εκείνοι

0
143

Της Λίλας Κονομάρα.

 

Υπήρχε κάτι σ’ αυτούς που δεν μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Αρχικά νόμιζα πως ήταν το αυτοκίνητο. Πολύ φανταχτερό. Δεν ήθελα όμως και να βγάλω βιαστικά συμπεράσματα. Στο κάτω κάτω, μόλις πριν από μια βδομάδα είχαν μετακομίσει στη γειτονιά.

Η γυναίκα μου ολοένα γκρίνιαζε που είχα δώσει το σπίτι αντιπαροχή. Δεν καταλάβαινα τι την είχε πιάσει ύστερα από τόσα χρόνια. Έκανε πολύ ζέστη εκείνο το καλοκαίρι κι ο νοτιάς δεν βοηθούσε την κατάσταση. Ίσως να έπαιξε κι αυτό κάποιο ρόλο αν και τότε δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυαλό.

Όλα ξεκίνησαν από το πορτάκι του κήπου. Στην αρχή δεν το κατάλαβα, μεσολάβησαν κι οι μέρες που έλειψα. Στο γυρισμό όμως, δεν άργησα να το προσέξω, ήταν άλλωστε τόσο ενοχλητικός ο θόρυβος. Κανείς δεν το μαντάλωνε ποτέ αυτό το πορτάκι. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν κάθε τόσο, όχι μόνο της πολυκατοικίας αλλά και άλλοι που έκοβαν δρόμο για τις πίσω αυλές. Δεν το άφηναν όμως να χτυπάει, λίγο πριν πέσει το γλωσσίδι πάνω στο σίδερο, το σταματούσαν με μια γρήγορη κίνηση του χεριού. Δεν είχαν μιλήσει ποτέ γι’ αυτό, όλοι όμως το τηρούσαν. Ήταν μια από εκείνες τις μικρές κινήσεις που τους έκαναν μια γειτονιά, όπως σίγουρα θα υπήρχαν τέτοιες και σε άλλα μέρη. Κανείς δεν θυμόταν πότε  ξεκίνησαν, ήταν σαν να υπήρχαν πάντα. Και τώρα, μέσα σε λίγο διάστημα, ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Άρχισαν πρώτοι εκείνοι, ύστερα τα παιδιά τους που μπαινόβγαιναν συνέχεια με τα ποδήλατα και μετά κι άλλοι, από εκείνους που ήξεραν τη σημασία αυτών των πραγμάτων. Φαίνεται όμως πως τα πράγματα δεν μετρούσαν πια το ίδιο. Έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει αμήχανα για κάτι που καθημερινά έκανα τόσες φορές χωρίς να το σκεφτώ. Παρόλα αυτά, αρνιόμουν να αφήσω την πόρτα να χτυπήσει.

Δυο τρεις φορές, συνάντησα τον τύπο στην είσοδο ή έξω στον κήπο. Κοντός, χοντρός, με μικρά μάτια και αρκετά προχωρημένη φαλάκρα για την ηλικία του. Είχε λεπτή φωνή που δεν ταίραζε με το σουλούπι του και σε χαιρετούσε πάντα πολύ ευγενικά μ’ έναν τρόπο όμως σαν να σε κορόιδευε.

Λίγο αργότερα έγινε αυτό με τις τριανταφυλλιές. Μέσα σε μια νύχτα, κάηκαν όλες. Την προηγούμενη μέρα, εκείνη είχε βάλει το αυτοκίνητό της πάνω στο γκαζόν κι οι σαπουνάδες από τα απορρυπαντικά έτρεχαν στο χώμα. Τα παιδιά γέμιζαν τις χούφτες τους και πασάλειβαν τους τοίχους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τα καρύδια, αγίνωτα ακόμα για να παίξουν πόλεμο. Ούρλιαζαν χαρούμενα ενώ εκείνη συνέχιζε να πλένει προσεκτικά το αυτοκίνητο, ξύνοντας πού και πού κάποια βρωμιά με το νύχι της. Όταν έφυγαν δεν είχε απομείνει παρά ένα άσπρο ποτάμι όπου κολυμπούσαν πράσινα καρύδια και πέταλα λουλουδιών. Ήταν σαν τις κηδείες στην Ινδία, το είχα δει σ’ ένα ντοκυμαντέρ. Μετά το κάψιμο, όλα πετιούνται στο ποτάμι. Εκείνη την ώρα έπινα συνήθως τον καφέ μου και χάζευα τις τριανταφυλλιές. Αυτό όμως ήταν κάτι που είχε τελειώσει. Στα μάτια μου είχα συνέχεια το άσπρο ποτάμι.

Όταν λίγες μέρες αργότερα άκουσα την κυρία Ιακωβίδου να φωνάζει, κατάλαβα ότι τα πράγματα που είχαν τελειώσει πολλαπλασιάζονταν με ταχύτητα. Η κυρία Ιακωβίδου δεν φώναζε ποτέ. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με κατάλευκα μαλλιά και καλοσυνάτο πρόσωπο. Το μοναδικό πράγμα για το οποίο την είχα ακούσει να παραπονιέται ήταν για τους πόνους στα γόνατά της. Κι αυτό, χαμηλόφωνα, μ’ ένα μικρό χαμόγελο κι εκείνο το ελαφρύ ψεύδισμα σαν να ζητούσε συγγνώμη για την ενόχληση. Τα δυο παιδιά την είχαν βάλει στο μάτι. Παραμόνευαν πίσω απ’ την εξώπορτα και την τρόμαζαν ή έπεφταν δήθεν τυχαία επάνω της και της πατούσαν με δύναμη το πόδι. Το σάστισμά της ήταν τέτοιο κάθε φορά που πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνα είχαν εξαφανιστεί. Όταν μια μέρα, έκανε ένα σχόλιο στη μητέρα τους, εκείνη της απάντησε: «Ελάτε τώρα, παιδιά είναι. Είναι δυνατόν να τα ξεσυνερίζεστε, εσείς μεγάλη γυναίκα; Αλλά πού να καταλάβετε, σάμπως είχατε ποτέ δικά σας;»

Η φωνή της, σαν δυνατό κρώξιμο, ακούστηκε σ’ όλο το δρόμο. Κατακόκκινη, η κυρία Ιακωβίδου έτρεξε να κρυφτεί στο διαμέρισμά της. Από τότε εγκαταστάθηκε στο πρόσωπό της μια μόνιμη ανησυχία που γινόταν καθαρός τρόμος όταν έμπαινε ή έβγαινε από την πολυκατοικία. Ήταν αδύνατον, βλέπεις, να ξεχάσεις αυτά τα παιδιά, οι φωνές τους αντηχούσαν όλη μέρα. Ακόμη και στον ύπνο μου νόμιζα πως άκουγα τα χαχανητά τους, το ποδοβολητό στις σκάλες ή την μπάλα να χτυπάει στο πλακόστρωτο.

Μετά από εκείνη τη χρονιά, τα χελιδόνια δεν ξαναγύρισαν. Κάθε τόσο βρίσκαμε κατεστραμμένες φωλιές και ψόφια πουλιά.

Τις Κυριακές, άρχισαν να καλούν φίλους. Κατέφθαναν με τα αυτοκίνητά τους και πάρκαραν μπροστά στην είσοδο του γκαράζ. Οι άντρες έβαζαν την ψησταριά στον κήπο κι έπιναν μπύρες. Οι γυναίκες πηγαινοέφερναν πιάτα με μεζέδες. Φορούσαν χτυπητά φορέματα και στα χέρια τους κουδούνιζαν βραχιόλια. Κάθε τόσο δυνάμωναν το κασετόφωνο για να απολαύσουν κάποιο τραγούδι που σκέπαζε για λίγο τα ουρλιαχτά των παιδιών. Ήταν αδύνατον να πιάσεις άλλη κουβέντα, μετά από μια δυο προσπάθειες σώπαινες. Στην είσοδο, παιχνίδια, πεταμένα χαρτιά από παγωτά και λυωμένα μπισκότα.

Τον Αύγουστο, έφυγαν για λίγες μέρες. Η σιωπή επέστρεψε, δυνατή. Μας φαινόταν ότι αν απλώναμε το χέρι θα την πιάναμε. Ξαναβρήκαμε σιγά σιγά κάποιες από τις παλιές μας συνήθειες, όπως για παράδειγμα να πίνουμε τον καφέ στο μπαλκόνι το απόγευμα.

Μόλις επέστρεψαν, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Εκείνη συνέχισε να πλένει το αυτοκίνητό της πάνω στο γκαζόν, αλλά τώρα έφερνε και η μητέρα της το δικό της. Ο Πετρόπουλος του πέμπτου αποφάσισε να αφήσει και τα δικά του παιδιά στον κήπο. Ήταν αδικία, είπε, να τρέχει στην παιδική χαρά. Τα τέσσερα παιδιά άρχισαν να παίζουν μαζί διατηρώντας όμως πάντα ένα είδος αντιπαλότητας που τα έκανε να σκαρφίζονται απίθανα πράγματα. Άρχισαν με την αλληλογραφία, ρίχνοντας κάτω απ’ την πόρτα του καθένα φακέλλους που προορίζονταν για άλλους. Στη συνέχεια, μερικά γράμματα εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς ή βρέθηκαν σκισμένα μέσα στο κουτί, πράγμα που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Σε κάποιους, για παράδειγμα, κόπηκε το νερό ή το τηλέφωνο. Άλλοι, όπως ο κύριος Μάκης, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν όταν αποκαλύφθηκε η σχέση του μ’ έναν νεαρό από τον Πλαταμώνα. Το γράμμα συνοδευόταν από δύο ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές φωτογραφίες. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν με εξέπληξε, ήταν απλώς από εκείνα τα πράγματα που συνειδητοποιείς ότι τα ξέρεις μόνο όταν βγουν στην επιφάνεια. Όχι ότι αυτό θα άλλαζε τίποτα, είχαμε πάντα καλές σχέσεις με τον κύριο Μάκη. Επιπλέον τώρα έπρεπε να ψάξω για καινούριο οδοντίατρο, πράγμα πολύ ενοχλητικό. Στην ηλικία μου, κάτι τέτοια δεν είναι απλή υπόθεση.

Μια μέρα, η μητέρα της  μπήκε στον κήπο με το αυτοκίνητό της. Είπα πως ήταν για το εβδομαδιαίο πλύσιμο. Ξαφνικά όμως την είδα να ξεφορτώνει μια πλαστική λεκάνη γεμάτη πιατικά. Αμέσως μετά ήρθε ένα φορτηγό κι άρχισαν όλοι να ανεβοκατεβαίνουν στον τρίτο κουβαλώντας πράγματα. Κάθε τόσο άκουγα τα τσόκαρά της να χτυπάνε στο μάρμαρο. Είχε νοικιάσει το διαμέρισμα του κυρίου Μάκη.

Ο θόρυβος από τα τσόκαρα ήρθε να προστεθεί στους υπόλοιπους. Τον ακούγαμε μέρα νύχτα πάνω απ’ το κεφάλι μας. Ήταν λες και ήξερε πότε πηγαίνουμε από το ένα δωμάτιο στο άλλο και μας ακολουθούσε: ένας ήχος με μάτια.

Η γυναίκα μου άρχισε να αφήνει όλες τις δουλειές της στη μέση. Καταπιανόταν με κάτι κι ύστερα από λίγο το παρατούσε. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας με κοιτούσε μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενε από μένα, πάντως εγώ προσπάθησα. Τους μίλησα πολλές φορές. Πήγαινα προετοιμασμένος, έτοιμος να αντικρούσω κάθε επιχείρημα. Εκείνοι δεν χρησιμοποιούσαν κανένα, αλλά είχαν ένα τρόπο να με κάνουν να βγαίνω πάντα χαμένος. Ύστερα για μέρες ονειρευόμουν μια μεγάλη φωτιά στον κήπο όπου καίγονταν τσόκαρα, ψησταριές, κασετόφωνα και φανταχτερά εμπριμέ.

Κατέληξα να περνάω όλο μου το χρόνο με τέτοιου είδους σκέψεις. Μέρα νύχτα κατέστρωνα σχέδια. Ήταν εξουθενωτικό, σιγά σιγά όμως έμπαινα στη λογική τους. Σημείωσα τις πρώτες μου νίκες. Όταν της αφηγήθηκα τα περιστατικά, η γυναίκα μου δεν μίλησε. Συνέχισε να με κοιτάει μ’ εκείνο τον περίεργο τρόπο. Έπαψε να γκρινιάζει και για το θέμα της αντιπαροχής. Μια μέρα, έριξε δυο ρούχα σ’ ένα μικρό σακβουαγιάζ και μου είπε πως θα πήγαινε να μείνει για λίγο στης αδερφής της. Εντάξει, είπα, χωρίς να δώσω και πολλή σημασία. Έχει περάσει κιόλας πάνω από ένας μήνας.

Τις προάλλες κατέβηκα να ελέγξω το ρολόι της ΔΕΗ. Κατά ένα μυστήριο τρόπο, κάθε τόσο έπεφτε το φως στο μισό σπίτι. Τα παιδιά στρίγγλιζαν όπως πάντα στον κήπο κυνηγώντας το Φίφη, το γάτο της κυρίας Χρυσούλας. Έβαλα τις φωνές, με αγνόησαν. Συνέχισαν να περνάνε από μπροστά μου με ταχύτητα. Καταπιάστηκα με το ρολόι της ΔΕΗ αγνοώντας τα κι εγώ με τη σειρά μου ώσπου άκουσα το κρακ. Γύρισα και είδα τα γυαλιά μου σπασμένα στο τσιμέντο. Τα είχα ακουμπήσει στο καπό του αυτοκινήτου πίσω μου για να σκουπίσω το πρόσωπό μου. Ήταν μια από εκείνες τις πολύ ζεστές μέρες. Όλα γύρω μου ήταν θολά, έβλεπα τους κύριους όγκους μα δεν ξεχώριζα καμιά λεπτομέρεια. Με δυσκολία κατάφερα να φτάσω ως την εξώπορτα.

Τώρα πια βγαίνω σπάνια. Αφότου έπεσα μια δυο φορές, κανόνισα να μου φέρνει τα ψώνια το παιδί του μπακάλη. Το μισό σπίτι παραμένει βυθισμένο στο σκοτάδι, δεν με πειράζει όμως πολύ αφού, ούτως ή άλλως, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Αν δεν γυρίσει η γυναίκα μου, δεν θα μπορέσω να φτιάξω καινούρια γυαλιά. Ώρες ώρες βέβαια αναρωτιέμαι μήπως είναι καλύτερα έτσι. Όπως και με τις ωτασπίδες. Μου τις έδωσε η κυρία Ιακωβίδου, χρησιμοποιεί και η ίδια απ’ ό,τι μου είπε. Στην αρχή τις έβαζα πριν κοιμηθώ. Απλωνόταν ξαφνικά αυτή η υπέροχη, απέραντη σιωπή. Μια δυο φορές ξέχασα να τις βγάλω το πρωί. Ήταν σαν να είχα βρει ένα μυστικό πέρασμα και ξεγλιστρούσα. Τι ωραία είπα μέσα μου,

επιτέλους τους νίκησα.

 

Φυραίνει ο τόπος ολοένα /  χωματένιο σταμνί. ( Γ. Σεφέρης).

Προηγούμενο άρθροΔιακοπές στο ΓΝΑ Γεννηματάς
Επόμενο άρθρο“Τυφλό” τεστ κριτικής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ