του Θανάση Αγάθου (*)
Το Cocktail Εποχών, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γκοβόστη, είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Έφης Καραλέξη, μετά τον Μεταθανάτιο χαρταετό, που είχε βγει από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 2015. Περιλαμβάνει 30 ποιήματα, που χωρίζονται σε δύο ενότητες από δύο motto, που δίνουν το προσωπικό στίγμα της ποιήτριας.
Το πρώτο motto εισάγει στο κλίμα της συλλογής, δημιουργώντας ταυτόχρονα μιαν έντονα κινητική εικόνα (τα νερά των ποταμών που εκβάλλουν στη θάλασσα ή, για να χρησιμοποιήσω τον στίχο της Καραλέξη, τα καταπίνει λαίμαργα η θάλασσα) και ένα σχόλιο για το «φάρδεμα» της αδικίας.
Στο «Ας ήταν ψέμα», το πρώτο ποίημα της συλλογής, δημιουργείται μια σουρεαλιστική εικόνα με τη σελήνη να αιμορραγεί πεσμένη στα πόδια των θνητών, αφού έχει προηγηθεί το ουράνιο ξεφάντωμά της, ενώ το δεύτερο μισό του ποιήματος αποτίει φορό τιμής στον Νίκο Εγγονόπουλο, παραφράζοντας τον στίχο του Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε. Εδώ είναι Μπαλκάνια[1] σε Εδώ είναι γη· δεν είναι παίξε γέλασε.
Στο ποίημα «Ιώδης άνθιση» κυριαρχεί το υγρό στοιχείο, καθώς το σχετικό με τη θάλασσα λεξιλόγιο (κατάρτι, γλάρος, καράβια, ύδωρ, βρέχουν, νερό, κύματα) διαπλέκεται με το ουράνια οράματα και την ελπίδα της άνθισης.
Το «Αν μιλούσαν τα φύκια» είναι ένα αντιθετικό παιχνίδι ανάμεσα στη γη και τη θάλασσα, τη ζωή και τον θάνατο, τη στενότητα του φερέτρου, της τελευταίας ανθρώπινης κατοικίας, και την απεραντοσύνη του βυθού.
Το «Όλα εν τάξει» παραπέμπει σε ένα ειδυλλιακό αρκαδικό τοπίο: ο λόφος, η στάνη χωρίς βοσκό και τα χορτάτα πρόβατα συγκροτούν έναν τόπο μνήμης, μια εικόνα γαλήνης που λειτουργεί ως παραμυθία στις στιγμές της τρικυμίας εν κρανίω και κάνει τις σκέψεις να αποκτούν την ποθητή ευταξία.
Η «Κρύπτη δακρύων» είναι μια παραίνεση προς τον άνθρωπο να αφήσει ελεύθερα τα δάκρυά του να τρέξουν υπό το φως του ήλιου και να φορέσει επιτέλους τον ανθρώπινο μανδύα του.
Στο ποίημα «Απείθαρχη νότα» η χαρούμενη και πολύχρωμη ατμόσφαιρα του χορού μπολιάζεται με τη χαρά και τη θλίψη (καρφωμένες στα τακούνια του ποιητικού υποκειμένου) και το απρόβλεπτο μπορεί να παρουσιαστεί οποτεδήποτε, ωθώντας ακόμη και μια νότα να δραπετεύσει προς άγνωστη κατεύθυνση και να προκαλέσει όχι φιγούρα του χορού αλλά μουσικό ατύχημα. Και το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται αυτοσαρκαζόμενο: Μήπως να χόρευα ξυπόλητη;.
Στο ποίημα «Μετάληψη συναισθήματος» η θέαση του κάτασπρου των αφρισμένων κυμάτων της θάλασσας λειτουργεί εξαγνιστικά και επιφέρει την κάθαρση. Το σύντομο ποίημα έχει μιαν έκδηλη κινηματογραφικότητα, γεγονός που επιτείνεται και από τη χρήση της λέξης «μετείκασμα» (η εικόνα που παραμένει στο αισθητήριο της όρασης μετά τον εξωτερικό ερεθισμό).
Στο «hide and seek» κυριαρχεί η αίσθηση της ματαίωσης, της παραίτησης και του αδιεξόδου των διαπροσωπικών σχέσεων, φιλτραρισμένη με το παιγνιώδες εύρημα του κρυφτού (όπως αποδίδεται στα ελληνικά το «hide and seek» του τίτλου), που παίζει ένα ζευγάρι μετά τον χωρισμό του. Το ποίημα κλείνει με μιαν άκρως μελαγχολική αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου: Αν πέσω πάνω σου, περαστική μες τους περαστικούς, / αν φευγαλέα μ’ αγγίξεις / μπράβο σου, βρε, με βρήκες θα σου πω / και θα σε προσπεράσω / γιατί εκείνες τις μέχρι θανάτου συμπλοκές μας, / πολλές φορές τις μνημονεύσαμε, / πολλά κεριά ανάψαμε σαν σε νεκρούς αγαπημένους./ Να πάψεις να με ψάχνεις (σ. 19).
Ως παρελθόν του προηγούμενου ποιήματος μπορεί να αντιμετωπιστεί η «Αναβίωση», ανάκληση ενός επώδυνου αποχαιρετισμού, ενός «σκηνοθετημένου αντίο», χαμένου στα βάθη της μνήμης.
Παρεμβάλλεται ένα αυτοαναφορικό τρίστιχο σχετικά με τη διαδικασία της γραφής (σ. 21), που χωρίζει την πρώτη και τη δεύτερη ενότητα της συλλογής, και ακολουθεί το εξαιρετικά σύντομο ποίημα «Ανέφικτο», με θέμα το δείπνο του έρωτα.
Στο ποίημα «Η υγρή αγρυπνία των βράχων» συγκεντρώνονται αρκετά από τα στοιχεία του θαλασσινού τοπίου που πρωταγωνιστούν στην ποίηση της Καραλέξη: η νύχτα, υπεράνω όλων, η θάλασσα, η έρημη ακτή, το κύμα, η άμμος, τα βράχια, η σελήνη. Η νύχτα συνδέεται με το νερό σε ένα πλαίσιο ταυτόχρονα παραμυθένιο και σκληρά ρεαλιστικό: Αμίλητη κατέβηκε η νύχτα. / Λένε, είχε μιλιά, όταν γεννήθηκε, / μα δίψασε / κι έσκυψε στην πηγή με τ’ αμίλητο νερό. / Ανεξακρίβωτο· αλλ’ ας περισωθεί ως τι παραμυθένιο. (σ. 25).
Το ποίημα «Λόγος στυφός που μώβιζε» ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, στα όρια του ονείρου ή, ακριβέστερα. του εφιάλτη. To αδηφάγο στόμα του γκρεμού, η επερχόμενη πτώση, τα τρομαγμένα πουλιά, ο κατακόκκινος ήλιος συνθέτουν ένα τρομακτικό σκηνικό τοπίο, μέσα στο οποίο αιωρείται μια αίσθηση αβεβαιότητας και θανάτου.
Στο ποίημα «Ολιγάρκεια» ο αριθμός είκοσι –όσα και τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του ανθρώπου– εκφράζει τα όρια της προσπάθειας του ποιητικού υποκειμένου: Πεισματικά απορρίπτω τους άλλους αριθμούς / γιατί δεν θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί άλλη (σ. 28).
Στη «Μετάλλαξη» εντοπίζεται μια νοσταλγική και τρυφερή επιστροφή στους τόπους μνήμης της παιδικής ηλικίας. Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, οι μυρωδιές των εποχών, ο ερχομός του πρώτου χελιδονιού ανήκουν σε μιαν άλλη, αμετάκλητα χαμένη, εποχή, πολλά χρόνια πριν από την οδυνηρή μετάλλαξη που επιφέρει το κακόηθες του χρόνου (σ. 29).
Το «Και εγένετο ως έδει γενέσθαι» αποτυπώνει την προδοσία του Ιούδα στο Όρος των Ελαιών. Το φιλί εκείνη την ακίνητη νύχτα σε εκείνο το ακίνητο τοπίο με τις υπέργηρες ελιές, τα τριάκοντα αργύρια, η μεταμέλεια σε σχήμα μιας θηλιάς, υποβάλλουν την αίσθηση του μοιραίου, του αναπόφευκτου, σε απόλυτη εναρμόνιση με τον τίτλο του ποιήματος.
Στο «Ηλίανθοι εξ έρωτος», ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα της συλλογής, περιγράφεται όλη η πορεία ενός μεγάλου έρωτα από το πρώτο πάθος ως τη γαλήνη, από την πλήρη άνθιση ως το κούρνιασμα, με μιαν αξιοσημείωτη κλιμάκωση ρημάτων σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: αγαπηθήκαμε, ριζώσαμε, ποιήσαμε, κουρνιάσαμε.
Στο ποίημα «Συναγερμός φοβισμένων ψυχών» πρωταγωνιστεί το σπίτι: η νύχτα θέλει να πάρει φως από τη θαλπωρή του, τα αστέρια πέφτουν στο σεντόνι, το ίδιο το σπίτι απλώνει τα χέρια να αρπάξει φως, αλλά ο συναγερμός σκορπά τον φόβο και υπενθυμίζει το ανέφικτο της βλάστησης, της λιακάδας και, τελικά, της επικοινωνίας.
Στο ποίημα «Άκαιρος θρήνος» το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην ανετοιμότητά του μπροστά στον θρήνο και στο μεθοδευμένο σχέδιό του να αφήσει κάποια στιγμή στο μέλλον να κυλήσει θρήνος ποταμός (σ. 33).
Το ποίημα «Μόνο γι’ αυτό» είναι ένας φόρος τιμής στη μητρική στοργή, με τη μητέρα να βρίσκεται εξαϋλωμένη αλλά πάντα παρούσα σε μιαν αλέα του ουρανού και να πλέκει, με τις βελόνες της να γεφυρώνουν τ’ αγεφύρωτα / δίνοντας ρεσιτάλ με το παράλογο (σ. 34).
Το ποίημα «Ανθέων οδύσσεια» εκφράζει τη λαχτάρα του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί, να ξεφύγει από τον κλοιό της κοινωνικής απομόνωσης, θυμίζοντας έντονα τα καβαφικά «Τείχη». Κυριαρχούν και εδώ οι κινητικές εικόνες, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αναμένει τον σεισμό που θα το εκσφενδονίσει στην καρδιά ενός τριαντάφυλλου, ώστε με πέταλα να στρώσει του κόσμου τον ωραίο κήπο / έξω απ’ τα τείχη (σ. 35).
Το ποίημα «Τελεσίγραφο» επικεντρώνεται σε ένα ερωτικό μήνυμα, του οποίου ο αποδέκτης αποδεικνύεται άτολμος να διασκελίσει το πέλαγος που ορθώνεται ανάμεσα σε αυτόν και τον αποστολέα.
Το ποίημα «Γεννηθήτω φως» ισοδυναμεί με μιαν απεγνωσμένη ικεσία για τη γέννηση, την έλευση του φωτός στις διάφορες μορφές του: ικετεύω για τη γέννηση / ενός μικρού ήλιου, / ενός φωτοβόλου άστρου, / μιας φωτεινής λεωφόρου, / ή, έστω, μιας αστραπής, / ενός βεγγαλικού, / ενός κεριού αναμμένου (σ. 37). Αξίζει να υπογραμμιστεί η έντονη αντίθεση ανάμεσα στα σκοτεινά μονοπάτια του πρώτου στίχου και όλες τις εκφάνσεις του φωτός που ακολουθούν.
Στο «Αβέβαιον το βέβαιον», ποίημα που διαπνέεται από ένα στοιχείο αβεβαιότητας και ανατροπής, προσωποποιείται ο ήλιος, που αποκοιμιέται και εμφανίζεται την αυγή, λάμποντας στο παράδοξο δυτικό φως του, / χωρίς εξήγηση στα έκπληκτα όντα.
Στο «Cocktail εποχών», παιγνιώδες ποίημα που δανείζει τον τίτλο του σε όλη την ποιητική συλλογή, κυριαρχεί και πάλι η προσωποποίηση: αυτή τη φορά η άνοιξη διαπλέκεται με εμβληματικά στοιχεία των υπόλοιπων εποχών –τους πάγους του χειμώνα, το φρεσκοργωμένο χώμα του καλοκαιριού, τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου– για να φτάσει να διερωτηθεί για τον σκοπό αυτού του αλλόκοτου, ανάποδου ταξιδιού.
Η «Τερατογέννεση» αποτελεί ένα από τα πιο σπαρακτικά και απαισιόδοξα ποιήματα της συλλογής: ο κύκλος που γέννησε τρίγωνο άνθος αναρωτιέται πού χάθηκε ένα στρογγυλό ανθάκι και θρηνεί για την επικράτηση του αφύσικου.
Το «urbi et orbi» είναι μια σειρά από έντονες, δυναμικές εικόνες, με κοινό παρονομαστή το θράσος, ενώ σημειώνονται η εμφατική τοποθέτηση του επιρρήματος «έτσι» στην αρχή κάθε στίχου και το πεισιθάνατο τέλος: Έτσι το έμβρυο σχίζει τη μήτρα / έτσι τα καράβια μαχαιρώνουν τις θάλασσες / έτσι τα πουλιά αιφνιδιάζουν τη γαλήνη των αιθέρων / έτσι αγαπιούνται οι εραστές / έτσι οι σφαίρες καρφώνουν τον στόχο του / έτσι τα τρένα ξεκοιλιάζουν τις ράγες· / με θράσος. / Έτσι οι ζωές μας, αφηνιασμένα άλογα, / καταπίνουν τον χρόνο· με θράσος. / Στο τέλος του τέλους / παραδινόμαστε στον θάνατο / εκ φόβου ταπεινοί (σ. 41).
Το ποίημα «Παράτολμοι εφιάλτες» είναι μια εφιαλτική ανάκληση, μια μνημείωση του ευρωπαϊκού δράματος που είχε ζήσει η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015 –όπως υπογραμμίζει και η χρονολογία στο τέλος του ποιήματος. Πολύ εύστοχη εδώ η χρήση λεξιλογίου που παραπέμπει σε ανασφάλεια, αγωνία, τρόμο, αγρυπνία, με μόνη παραμυθία τη θάλασσα, μάνα γλυκιά παρηγορήτρα, / ν’ αποθέτει τ’ άσπρα φιλιά των κυμμάτων της / στα πόδια της στεριάς (σ. 43).
To «Άδειο καλαθάκι» του ομότιτλου ποιήματος αναφέρεται στο αποθετήριο των φόβων, που αφήνονται στην πόρτα του ουρανού κάθε νύχτα για να επανέλθουν δριμύτεροι και ετοιμοπόλεμοι την επόμενη νύχτα. Η εναγώνια λαχτάρα για λύτρωση από τους φόβους αισθητοποιείται από το σημείωμα με τα κεφαλαία γράμματα μέσα στο καλαθάκι: Ή ΑΥΤΟΙ Ή Η ΖΩΗ ΜΟΥ (σ. 44).
Το «Animus beligerendi» (=εμπόλεμη κατάσταση) είναι μια ευφάνταστη πρόσκληση σε μια νυχτερινή παρτίδα μάχης (σ. 45), έναν συνδυασμό λεκτικής μονομαχίας και ανταλλαγής κρυμμένων συλλογισμών και συναισθημάτων.
Το ποίημα «Της Άνδρου», το τελευταίο ποίημα της συλλογής, είναι ένας φόρος τιμής στην Άνδρο, στα νησιά και στη θάλασσα ταυτοχρόνως. Είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να κλείσει μια ποιητική συλλογή τόσο εστιασμένη στο υγρό στοιχείο.
Όπως, νομίζω, φαίνεται από τις παραπάνω παρατηρήσεις, οι πολύ προσεκτικά επιλεγμένοι τίτλοι των ποιημάτων[2] είναι πάντα θεματικοί, εισάγουν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα του κάθε ποιήματος, τον προϊδεάζουν συχνότερα για το θεματικό κέντρο του ποιήματος που θα ακολουθήσει και σπανιότερα για τη θεματική περιφέρεια, αλλά πάντα με ακρίβεια, οξυδέρκεια και βαρύτητα στη λεπτομέρεια.
Το σώμα των ποιημάτων αυτής της συλλογής αποκαλύπτει μιαν εξέλιξη και μια ωρίμανση στη γραφή της Έφης Καραλέξη. Ενώ οι θεματικές σταθερές της πρώτης συλλογής της, Μεταθανάτιος χαρταετός, εμφανίζονται κι εδώ (ο έρωτας, ο θάνατος, η αέναη πάλη με τον χρόνο και τη φθορά του η μνήμη), εν τούτοις εντυπωσιάζει η κυριαρχία του υγρού στοιχείου σε αρκετά ποιήματα («Ιώδης άνθιση», «Αν μιλούσαν τα φύκια», «Μετάληψη συναισθήματος», «Η υγρή αγρυπνία των βράχων», «Τελεσίγραφο», «urbi et orbi», «Παράτολμοι εφιάλτες», «Της Άνδρου»), η φανερή ή υποδηλούμενη παρουσία του φωτός σε κάποια άλλα («Κρύπτη δακρύων», «Συναγερμός φοβισμένων ψυχών», «Γεννηθήτω φως», «Αβέβαιον το βέβαιον») και η αμφίσημη (άλλοτε εχθρική και σπανιότερα φιλική) σχέση ημέρας και νύχτας, φωτός και σκοταδιού.
Σε όλα σχεδόν τα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο, φορτισμένο αλλά και υποψιασμένο, ευρισκόμενο ενίοτε σε σύγχυση και σε θλίψη, αλλά ποτέ λιπόψυχο ή παθητικό, σχολιάζει την αντιφατικότητα του σύγχρονου ανθρώπου, αντιμετωπίζει κατάματα το υπαρξιακό αδιέξοδο και αποζητά τη λύτρωση, την κάθαρση, σχεδόν πάντοτε με δυναμισμό και ορμή, χωρίς ηττοπάθεια, μα με μια διάθεση κίνησης προς τα εμπρός.
Αν δεχτούμε την άποψη του Βαγγέλη Αθανασόπουλου ότι «η εικόνα αποτελεί την ποιητική σύμπτυξη και συμπύκνωση μιας ιστορίας»[3], γρήγορα διαπιστώνουμε ότι τα δεσπόζοντα εκφραστικά μέσα της ποίησης της Καραλέξη, οι εικόνες, συμπυκνώνουν πάντα ιστορίες. Εικόνες που εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα, εικόνες που συχνά λειτουργούν ως μετεικάσματα, εικόνες δυναμικές και τολμηρές, άλλοτε βίαιες και εφιαλτικές και άλλοτε τρυφερές και ευφρόσυνες, κάποτε απροσδόκητες, μα πάντοτε γοητευτικές. Και ιστορίες, μικρές ή μεγάλες, παγωμένες μέσα στον χρόνο, αλλά αποτυπωμένες με διαύγεια και γεμάτες από την αντιφατικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έχω την αίσθηση ότι η Έφη Καραλέξη, με το ευαίσθητο βλέμμα της και τη φανερή πίστη της στις ανεξάντλητες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας, έχει αρκετές ανθρώπινες ιστορίες να μας αφηγηθεί ακόμη.
Info: Έφη Καραλέξη, Cocktail Εποχών, Εκδόσεις Γκοβόστη, 2017.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Νίκος Εγγονόπουλος, «Όρνεον 1748», 31-33. Η Επιστροφή των Πουλιών, 1946. Ποιήματα, Β΄. Ίκαρος, Αθήνα 1977, σ. 92.
[2] Από την πλούσια διεθνή βιβλιογραφία για τους τίτλους των ποιημάτων, βλ. ενδεικτικά Anne Ferry, The Title to the Poem, Stanford University Press, Stanford 1996.
[3] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι ιστορίες του κόσμου. Τρόποι της γραφής και της ανάγνωσης του οράματος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, σ. 197.