Βαγγέλης Δημητριάδης (*)
Η προσωπική διαπίστωση της Λίτσας Ψαραύτη ότι «Οι πόλεμοι δεν τελειώνουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τους κουβαλάμε μέσα μας και σε κάθε ευκαιρία ξανανοίγουν οι πληγές που άφησαν.» (σ. 108) αφορά όλους τους ανθρώπους της γενιάς της, που είχαν την ατυχία να βιώσουν τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940 και να επιζήσουν μέχρι την εποχή μας. Η μνήμη τους έχει σταθμεύσει στα συνταρακτικά εκείνα περιστατικά και δεν βασιλεύει μέρα από τη ζωή τους να μην ονειρευτούν, να μη συνδιαλεχθούν με τον εαυτό τους ή να μην ανακοινώσουν στους γύρω τους, συνήθως εμφατικά, κομμάτια από τους εφιάλτες του πολέμου, σα να πρόκειται για συμβάντα της παρούσας ημέρας, η ένταση των οποίων δεν έχει ακόμα κατασταλεί. H λείανση που επιφέρει, συνήθως σε άλλες περιπτώσεις, ο παρεμβαλλόμενος χρόνος δεν φαίνεται να επηρεάζει τη δύναμη με την οποία επανέρχονται και εφορμούν στην καθημερινότητα και στα όνειρά τους ολοζώντανα ο θάνατος, η βία, η πείνα, ο ξεσπιτωμός, η αναπόφευκτη προσφυγική περιπέτεια. Η ψυχή τους δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από την αγωνία, τις τύψεις, το φόβο, την αγριότητα. Τους συμβαίνει ό,τι αναφέρει ο Τζορτζ Στάινερ: «Οι μυθολογίες είναι τα σχήματα που προσπαθούμε να επιβάλλουμε, με τη βούληση ή την επιθυμία μας, στις σκιές των φόβων μας, στο αλλιώς ανεξέλεγκτο χάος της εμπειρίας.»[1] Ωστόσο, μέσα στο ζοφερό πολεμικό περιβάλλον οι καρδιές των παιδιών και των εφήβων εκείνης της περιόδου, διαθέτουν τα αποθέματα να ερωτευθούν και να χτυπήσουν με τους χαρούμενους ρυθμούς του επερχόμενου και πολλά υποσχόμενου μέλλοντος. Γιατί η ζωή συνυπήρξε με το θάνατο στη λαίλαπα του πολέμου και διασώθηκε, όπως ο έρωτας ζυμώθηκε με την παλικαριά και νίκησε τις φοβίες και τη δειλία.
Πάνω σε τούτο το «θεωρητικό», κατά κάποιο τρόπο, υπόβαθρο χτίζει η Λίτσα Ψαραύτη το νέο της μυθιστόρημα, Στα μονοπάτια της νιότης, παρέχοντας με εξαιρετική αληθοφάνεια στους εφήβους, στους οποίους απευθύνεται, ένα άκρως ελκυστικό από πολλές απόψεις ανάγνωσμα. Μέσα σε αυτό καταγράφονται με γνώση και ειλικρίνεια γνωστές και άγνωστες πτυχές από τη νεότερη γενική και, κυρίως, την τοπική ιστορία ενός ακριτικού νησιού (της Σάμου απ’ όπου κατάγεται η συγγραφέας) και οι περιπέτειες δυο τολμηρών ερωτευμένων νέων στη γερμανοκρατούμενη πατρίδα τους. Παράλληλα η αφήγηση, μεταφερμένη τριάντα χρόνια αργότερα, αναφέρεται αφενός στην επανασύνδεση της σχέσης των δυο ηρώων και αφετέρου στην καινούρια κατάσταση που έχει δημιουργήσει από τη μεταπολίτευση του 1974 και εντεύθεν στην Ελλάδα η οικονομική εισβολή των Ευρωπαίων, ιδιαίτερα των Γερμανών.
Η ροή της υπόθεσης του μυθιστορήματος συντελείται σε δυο εναλλασσόμενα παρόντα: στο παρόν της γερμανικής κατοχής 1943-44 και στο παρόν της αφήγησης, που τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με πρωταγωνιστές τα ίδια πρόσωπα, τη Δάφνη και τον Οδυσσέα. Ο κυματιστός εγκιβωτισμός της διπλής περιπέτειας των ηρώων αποκαλύπτει τη σχετικότητα του χρόνου, και δημιουργεί την αίσθηση πως όλα τα γεγονότα πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, ως διά μαγείας, πάνω στην ίδια σκηνή ακριβώς όπως στο θέατρο.
Σε αυτό το σύντομο αλλά μεστό μυθιστόρημα το «λογοτεχνικό στερεότυπο» της Λ. Ψαραύτη εκφράζεται με μια οικογενειακή βυζαντινή εικόνα και ένα κοχύλι-ενθύμιο παντοτινής αγάπης. Στην εξέλιξη της υπόθεσης η προϋπάρχουσα εικόνα εξακολουθεί να υφίσταται και να συνοδεύει προστατευτικά τη συγγραφέα και μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος, υποδηλώνοντας πιθανόν τη σχέση της αιωνιότητας με τη θνητότητα. Αντίθετα το φυλαχτάρι-κοχύλι, υπονοώντας την πεπερασμένη διάρκεια της ζωής και του έρωτα, εγκαταλείπεται από την ηρωίδα στον τόπο από όπου προέρχεται εν είδει αφοριστικού αναθέματος.
Η δύναμη του μυθιστορήματος Στα μονοπάτια της νιότης έγκειται στην πολυεπίπεδη κλιμάκωση του σασπένς και στην ταχύτητα με την οποία μετακινούνται οι εικόνες στο χρόνο, διατηρώντας μια αειθαλή επικαιρικότητα και ζωντάνια. Η κεντρική ιστορία της Δάφνης και του Οδυσσέα εμπλουτίζεται με δευτερεύουσες υποθέσεις, άρρηκτα δεμένες με τη δράση των δύο ηρώων και τη μικροϊστορία της Σάμου. Έτσι το αναγνωστικό ενδιαφέρον παραμένει διαρκώς τεταμένο, ενώ το ανθρώπινο περιβάλλον της τριακονταετίας αποτυπώνεται συσπειρωμένο με απόλυτη σφαιρικότητα.
Η αφήγηση μας ωθεί σε διάφορους προβληματισμούς, αυτόδηλους και καλυμμένους, που προκύπτουν μετά από ενδελεχή ενδοσκόπηση. Τότε διακρίνονται: ο έρωτας σε αντίθεση με τη δίνη του πολέμου, ο ηρωισμός σε αντιδιαστολή με την προδοσία, η εφηβεία σε αντιπαράθεση με την ωριμότητα, η συναλληλία απέναντι στην αδιαφορία, ο λόγος της καρδιάς σε αντίκρουση με τον ορθολογισμό. Όλα αυτά συγκρούονται, ζυμώνονται, γιγαντώνονται, καταλαγιάζουν, συνθέτονται, οδηγούν στην κορύφωση, στον επιδιωκόμενο εξαγνισμό και στην τελική κάθαρση, η οποία, από ιδεολογική άποψη, ταυτίζεται απόλυτα με τις αρχές της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας: ο ανέσπερος κατ’ αρχήν έρωτας, διατηρημένος στα κατάβαθα της ψυχής, ενώ αναδύεται από το πουθενά και μεσουρανεί, στο τέλος, με επιλογή της ηρωίδας, βασιλεύει οριστικά. Με αυτό τον τρόπο οριοθετούνται νομοτελειακά τα πρέπει και τα δεν των κοινωνικών μας συμβάσεων και ηθικών περιορισμών. Διότι ανάμεσα στον ηρωισμό και την προδοσία η Λ. Ψαραύτη επιλέγει το αυτονόητο, εκείνο που αναβαθμίζει την ανθρώπινη ιδιότητα, έστω κι αν καταδικάζει τον προδότη με ελαφρυντικά. Συγκρίνοντας όμως τον έρωτα σαν αίσθημα και έκφραση νεότητας και βιολογικής ευφορίας με την ηθική τάξη, τους κανόνες της θρησκείας και τα κοινωνικά ταμπού, αμφιταλαντεύεται ελαφρώς αλλά στο τέλος, χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια και την ώριμη ηλικίας της, συγκλίνει στη δεύτερη επιλογή.
Από αισθητική άποψη, ο αφηγηματικός ρυθμός ενισχύεται από τον εκρηκτικό χαρακτήρα της ηρωίδας. Οι συμπεριφορές της διανθίζουν με χιούμορ την άλλοτε βαριά και άλλοτε «συντηρητικά» ερωτική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Η ανάδειξη της σκωπτικής διάθεσης πραγματώνεται βασικά από τις διαφορές των χαρακτήρων των δύο εφήβων. Ο Οδυσσέας είναι πιο σοβαρός, νουνεχής, ψύχραιμος, θαρραλέος, ένας μικρός ήρωας. Εμφανίζει αρετές ενάρετου ενήλικα. Εκών άκων συμπαρασύρει τη Δάφνη στις παράτολμες, πολλές φορές, επιλογές του. Εκείνη είναι χαρακτήρας αλέγρος, με θηλυκές αδυναμίες και ευαισθησίες προς κάθε κατεύθυνση. Αλλά και αποφασιστική. Ο χρόνος δεν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά των ερωτευμένων. Απλά, τα επικαλύπτει προσθέτοντας σοβαρότητα και βαθύτερο αυτοέλεγχο. Για τούτο, εν κατακλείδι, δίνει στην ηρωίδα την ευκαιρία να αυτοκαθαρθεί από ενοχές, τύψεις, ονειροφαντασίες και να επιστρέψει στην κανονικότητα της ζωής εξαγνισμένη «σα να πέρασε πάνω απ’ τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη χωρίς να καεί» (σ. 122).
(*) Ο Βαγγέλης Δημητριάδης είναι εκπαιδευτικός, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Απόπλους και υπεύθυνος έκδοσης του μικρού περιοδικού Το Τηγάνι
INFO
Λίτσα Ψαραύτη, Στα μονοπάτια της νιότης, Πατάκης, Αθήνα 2016
[1] Τζορτζ Στάινερ, Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, Αντίποδες, Αθήνα 2016, σ. 320.