του Ηλία Καφάογλου
Στον Γιάννη Βαρβέρη, μέμνησο
Τα μακρινά ασθενικά φώτα να δω. Αυτή η επιθυμία χόρδισε τις σκέψεις και τις αισθήσεις. Τότε, το 2005, αναλόγως και τώρα, το 2019, με τον διπλό τόμο Αναλόγιο 2005-2007. Δραματική και σκηνική γραφή στην Ελλάδα – τολμώ, κατ΄αρχάς να πω, ένα εκδοτικό διαμάντι.
Και ερωτήματα ρύθμιζαν τον βηματισμό – και σήμερα τον ρυθμίζουν. Λόγου χάριν, πώς μπορεί κανείς να δώσει φωνή και βήμα στη νεότερη ελληνική θεατρική δημιουργία; Και πώς μπορεί κάποιος να συγκροτήσει σε Λόγο αυτήν τη φωνή; Πόσο μάλλον, που δεν πρόκειται για μία φωνή, για έναν λόγο, αλλά για πολλαπλές φωνές, διάφορες και διαφορετικές. Φωνές συχνά αποκλίνουσες μεταξύ τους, πολύτροπες και εμ-παθείς, όπως στην ψίχα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, γεννιούνται, καλλιεργούνται, αναπνέουν και εγείρονται. Επιπλέον, πώς αυτές οι φωνές, συχνά αρτιγενείς και σηματοφόρες, όχι μόνον θα αρθρωθούν, αλλά θα συνομιλήσουν με ομότροπες φωνές που ασπαίρουν έξω από τα ελληνικά σύνορα. Πώς, δηλαδή, θα συν-ομιλήσουν φιλέταιρα με άλλες γλώσσες, άλλες αισθήσεις, αλλότρια αισθήματα. Πώς δικές μας και ξένες φωνές θεατρικές θα εγείρουν τις δικές τους ενστάσεις για τα υλικά από τα οποία η πραγματικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι υφασμένη, πώς θα προβλήματα θα φωτιστούν, πώς, μέσω της θεατρικής πράξης και πρακτικής, θα αποδοθούν στον κόσμο τα χαμένα του θαύματα. Γιατί πάντοτε υπάρχουν στιγμές, τόποι, άνθρωποι που περιμένουν εκείνους που τα χρειάζονται και τα αξίζουν. Έτσι ώστε η σιωπή να μη μείνει άλεκτη. Να γίνει από σκηνής λόγος. Αναλόγιο.
Το «Αναλόγιο» γεννήθηκε ακριβώς για να συμβάλλει σε απαντήσεις στα ερωτήματα που μόλις διατυπώθηκαν. Ως προσπάθεια παλαιότερες και καθιερωμένες αρθρώσεις θεατρικού λόγου να συνομιλήσουν πρώτα πρώτα με νεότερες συνιστώσες. Γιατί το θέατρο είναι, πάνω απ΄ όλα, μια συνομιλία, η συνομιλία που είμαστε. Γεννήθηκε, επομένως, ως συλλογική προσπάθεια. Παλαιότεροι και νεότεροι συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, ενδυματολόγοι, μουσικοί, περφόμερς, θεατρολόγοι, άνθρωποι του θεάτρου εν γένει να συνυπάρξουν στη σκηνή, ο καθείς κατά τον οπλισμό και τα όπλα του. Καλύτερα, να συνυπάρξουν σε μία σκηνή, στο πλαίσιο μίας διοργάνωσης. Από τον άμβωνα αυτόν να συνομιλήσουν με το κοινό, την κοινωνία των πολιτών, είτε μέσω της θεατρικής πράξης είτε μέσω στρογγυλών τραπεζιών. Εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι μεγαλεπήβολο. Όπως απεδείχθη, ευτυχώς, ούτε ουτοπικό.
Το «Αναλόγιο» γεννήθηκε στη χώρα όπου το θέατρο ως γραφή και ως σκηνική πράξη ιδρύθηκε, στον τόπο όπου αναπτύχθηκε ως ένας τρόπος (απο) κάθαρσης από τα πάθη και τους καϋμούς του κόσμου. Στον τόπο όπου μεγάλοι σκηνοθέτες και φωτεινοί ηθοποιοί περαίωσαν επί σκηνής εμβληματικά κείμενα.
Έτσι, το «Αναλόγιο» συστήνει και συνιστά μια συνέχεια – όπως, άλλωστε, εντύπως το ανά χείρας βιβλίο αναμφίλεκτα καταδεικνύει. Συνιστά και συστήνει, όμως το «Αναλόγιο», συγχρόνως, και ρήξη, τομή, αν προτιμάτε, αφού νεότερες προβληματικές σε ό,τι αφορά στην κειμενική διαπίστευση, αλλά και σε ό,τι αφορά στην επί σκηνής παράστασή της και ερμηνεία της επείγονταν να αποκτήσουν δημόσια φωνή σε κρίσιμους καιρούς. Γι΄ αυτό, άλλωστε, τα αφιερώματα, ήδη από την εισόδιο διοργάνωση, το 2005, σε καταξιωμένους συγγραφείς συνδυάστηκαν και συνυπήρξαν με νεότερες προτάσεις εντελούς καλλιτεχνικής δημιουργίας, θεατρικής αλλά και εικαστικής και με τους τρόπους της μουσικής. Επείγονταν να εκφραστούν αυτές οι φωνές όχι μόνο γιατί ήθελαν δημοσίως να δοκιμάσουν τη συνοχή των υλικών τους, όχι μόνο γιατί ήθελαν να κάνουν ενδιαφέρον ό,τι οι ίδιες ενδιαφέρον θεωρούσαν, ούτε μόνο γιατί ανυπομονούσαν να ανυπομονήσουν, αλλά γιατί το μετέωρο βήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στα πρόθυρα της εκδήλωσης αυτού που χαρακτηρίζουμε ως «κρίση» έθεσε νέα δεδομένα, δημιούργησε καινούργιους προβληματισμούς, γεώργησε νέες ανάγκες.
Η υλοφροσύνη και το λάιφ στάιλ, το φαίνεσθαι και η ιδιωτικότητα, που απορρόφησε όλο και περισσότερο τα παλιά ηθικά και πολιτικά περιεχόμενα εξουδετερώνοντάς τα, η πολιτική που από πολιτική κατέστη δυναμική διαχείριση πληθύος ιδιωτών, η ιδιώτευση, επομένως, ως επιλογή ζωής, όχι κατ΄ανάγκην από ανάγκη, η ζωή, πλέον που έχει μετακενωθεί σε βιωτή, η φαλκίδευση των αξιών της συλλογικότητας, η ξενοφοβία, ο μη σεβασμός της ετερότητας και του διαφορετικού, ήδη πριν την εκδήλωση της κρίσης έθεσαν ακριβώς νέες προκλήσεις. Πρόκειται για αυτά τα «μακρινά ασθενικά φώτα» στα οποία εν αρχή αναφέρθηκα.
Η θάλασσα των προκλήσεων αυτών δεν ήταν αψάρευτη, επομένως το «Αναλόγιο» -το λέω εδώ ρητά: μια πρωτοβουλία εν εξελίξει ήδη από τη γέννησή της, μια πρωτοβουλία ανοιχτή στον διάλογο, στην επίκριση, στην αναίρεση, ακόμα ακόμα, μια μαθητεία, δηλαδή- δεν θα μπορούσε και δεν θα δικαιούτο να στηριχτεί ως εγχείρημα σε πρόταγμα αναιρετικό. Ωριμότητα είναι να αγαπάς τον άλλο με τον τρόπο του. Ωριμότητα είναι να αξιοποιείς το έργο και την εμπειρία των δασκάλων.
Έτσι, το «Αναλόγιο», ό,τι και όσα εν αρχή σκαρφίστηκε η θεατρολόγος κυρία Σίσσυ Παπαθανασίου και αόκνως διεκπεραιώνει με την ομάδα της, δεν προέκυψε ως πράξη παρθενογένεσης, ούτε συστάθηκε και εξελίχτηκε, ως θεσμός πλέον, εν είδει κόσμου κλειστού, ας πούμε όπως αυτός που ο ίσκιος των δασών δημιουργεί. Πρώτα πρώτα, συστάθηκε ως οίκος, εκεί όπου πάντα επιστρέφουμε για να μπορέσουμε να ξαναφύγουμε. Γιατί, θυμίζω ήθος στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι ακριβώς ο οίκος, το ενδιαίτημα. Από αυτή την άποψη , το «Αναλόγιο» συνιστά μια πράξη ήθους. Μια περιπαθή, δηλαδή, εξερεύνηση του αγνώστου, μια περιπέτεια, και συγχρόνως μια αποθέωση του γνωστού, μια κάθε φορά επιστροφή. Ακριβώς, μια συνέχεια και μια τομή, όπως ήδη υπαινίχτηκα. Όπως κάθε πρακτική ηθικής στάσης.
Αν μας συν-εγείρουν όσα προηγήθηκαν, επιτρέψτε μου, σε αυτό το αμήχανο κείμενο –αμήχανο, γιατί πώς να μιλήσεις για το τρόπον τινά επιμελητικώ τω τρόπω παιδί σου, χωρίς οι λέξεις να ενδυθούν την ένδειά τους;- , θα ήθελα να ισχυριστώ πως το «Αναλόγιο» -θυμίζω: παιδί πολλών ανθρώπων τα έργα μας…- θητεύει στην ταπεινοφροσύνη εν αλαζονεία. Ταπεινοφροσύνη, γιατί καθώς είναι εν εξελίξει έργο, δεν μπορεί με κάποια αποφατικότητα να αποτιμηθεί. Αλαζονεία, γιατί, παρά την παρατήρηση που μόλις διατύπωσα, η δεξίωση, υποδοχή, εξέλιξη του «Αναλογίου» το έχει καταστήσει θεσμό.
Σύμμαχό μου σε αυτή την άποψη προσκομίζω τα στατιστικά δεδομένα, όπως στον διπλό –ελληνικό και αγγλικό τόμο- ενσελιδίζονται. Συναριθμούνται ως οδόσημα της διαδρομής 150 καινούργια ελληνικά και αλλόγλωσσα έργα, περίπου 250 εκδηλώσεις, περισσότεροι από 1.200 συντελεστές – δεν καθυστερώ περισσότερο σε άχαρους αριθμούς, ενδεικτικούς, πάντως, της ευζωίας του εγχειρήματος και του «θράσους» της δημιοργού της.
Προσκομίζω, επίσης και παράλληλα, τις σχετικές παρεμβάσεις των θεατρικών κριτικών, δείγματα των οποίων τυπώνονται στον ανά χείρας τόμο, αλλά και τα κείμενα δεξίωσης του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου.
Προσκομίζω, επιπλέον, τη διεθνή δεξίωση του «Αναλογίου», δεξίωση διπλή και γι΄ αυτό πολυδύναμη. Από τη μια, το «Αναλόγιο» διοργάνωσε αφιερώματα στη σύγχρονη δραματουργία άλλων, πλην της Ελλάδας, χωρών, όπως της Ρωσίας, της Αργεντινής, της Σλοβακίας, ενώ για το 2018 έχει προγραμματίσει να παρασταθούν επί σκηνής του Θεάτρου Τέχνης, που τόσο γενναιόδωρα το φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια, ύστερα από το Εθνικό Θέατρο, έργα συγγραφέων από έξι διαφορετικές ηπείρους Καθίσταται, έτσι, πιστεύω το «Αναλόγιο» θεσμός παγκόσμιας εμβέλειας, θεσμός κατεξοχήν κοσμοπολίτικος.
Από την άλλη, το «Αναλόγιο», συμμετείχε σε διεθνή φεστιβάλ, λόγου χάριν στο Σεράγεβο, συνέπραξε με καλλιτέχνες διεθνούς εμβέλειας, μετέχει σε διεθνή φόρα, είναι μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.
Επιπλέον, πιστεύοντας εξ αρχής ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε νέους θεατρικούς συγγραφείς δεν δίστασε να αναλάβει την παράσταση έργων τους, αλλά και να παραγγείλει τη συγγραφή τους. Προέκρινε, όμως, παράλληλα και συγχρόνως, να αναδείξει έργα εμβληματικά της ελληνικής γραμματείας, όπως στο πλαίσιο του Αφιερώματος στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, και την πρώτη παράσταση του έργου Νικολάου Μαυροκορδάτου Φιλοθέου Πάρεργα, σε συνεργασία με τον νεοελληνιστή καθηγητή Ζακ Μπουσάρ.
Αν τις πόλεις που τις αγαπάς πρέπει να τις περπατήσεις, και αν οι πόλεις οι πραγματικές, όσες έχουν μια ιστορία να διηγηθούν, δεν σου φανερώνονται παρά μόνον αν τις περπατήσεις, αν, επιπλέον, κρίσιμο διακύβευμα στον καιρό μας είναι και το δικαίωμα στον δημόσιο χώρο, τότε οι διαδραστικές πρωτοβουλίες του «Αναλογίου» στους χώρους της πόλης, της Αθήνας, εν προκειμένω, συνιστούν ακόμη μια απόδειξη, για τη δυναμική της όλης πρωτοβουλίας.
ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Από τη σκηνή στον δρόμο, από τον δρόμο στους δρόμους του κόσμου, από τον τόπο στους τόπους: ιδού μια αδρομερής περιγραφή της διαδρομής. Από το κείμενο στη σκηνή, από τη σκηνή στον θεατή, πολίτη της Ελλάδας, από τον θεατή στο κοινό σε όλο τον κόσμο: ορίστε άλλη διαδρομή. Από τον θεατρικό λόγο που κάθε κείμενο υφαίνει και με τον οποίο υφαίνεται στον Λόγο που οργανώνει διάσπαρτες φωνές: να έτερο δρομολόγιο. Από τον άνθρωπο, συγγραφέα, σκηνοθέτη, εικαστικό, μουσικό, ηθοποιό, από αυτούς τους αιωνίως αυτοδίδακτους, αυτούς τους ανα-γνώστες, στον άνθρωπο, τον πολίτη της χώρας μας, του κόσμου. Πρόκειται για διασταυρούμενες τροχιές, δρομολόγια και δρόμους σε διασταύρωση. Είναι η πορεία του ίδιου του «Αναλόγιου».
Ο ανά χείρας τόμος, που πραγματώθηκε με την πρωτοβουλία και χορηγία του Ιδρύματος Ιωάννου Κωστοπούλου, αρωγός, εξάλλου, του «Αναλογίου» από τα πρώτα βήματά του στη σκηνή του κόσμου, δεν είναι εγχείρημα απολογίας. Δεν συνιστά, βεβαίως, απόλογο. Ενσελιδίζει την από το 2005 μέχρι το 2017 πορεία του θεσμού. Συνιστά, παράλληλα, εργαλείο για την ιστορία της θεατρικής παραγωγής στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Προτείνεται, και έτσι, ως έργο αναφοράς για την έρευνα τη σχετική με το θέατρο στη Χώρα μας. Αλλά σημασιοδοτεί και μια τομή. Την επεσήμανα ήδη. Το «Αναλόγιο», ώριμο πια, ένα όνειρο αρχικά, υψηλής συναισθηματικής και δημιουργικής θερμοκρασίας δημιούργημα, μια σκέπη για να οργανώσει το όνειρο, συγχρόνως απότοκο ανάγκης έκφρασης ατομικής και συλλογικής διαπίστευσής της, πράξη αλληλεγγύης, συντροφικότητας, συνοδοιπορίας, έτσι πρόκριμα ανταρτεμένο απέναντι στην ορμητική έφοδο της καθημερινής έγνοιας και στα ρετάλια του καθ΄ ημέραν βίου, εγχείρημα που μεγάλωσε σε μαθητεία, ωρίμασε από συμβάν σε γεγονός, το «Αναλόγιο», ένα στοίχημα προσωπικό αρχικά, έγινε πια ένα πρωτόκολλο πολιτισμικής παρέμβασης.
Όλοι όσοι το έχουμε προσυπογράψει δεν μπορούμε πια να οπισθοδρομήσουμε.
Συνεχίζουμε, γιατί το μέλλον διαρκεί πολύ. Ιδού τι ο θεσμός που εδώ μας απασχόλησε, διδάσκει. Πλέον και διά της φιλέταιρης αφής, αφού η ανάγνωση πάντοτε μια πράξη φιλανθρωπίας συνιστά.
info: «Αναλόγιο 2005-2017. Θεατρική και Σκηνική Γραφή στην Ελλάδα». Από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και την Σίσσυ Παπαθανασίου, Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Θεατρικού Αναλογίου.