Aλέκος Λούντζης:Είναι επικίνδυνο πράγμα το γράψιμο

0
2285

 

Συνέντευξη στη Γιούλη Αναστασοπούλου.

Tι θα ήθελες να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για τους ήρωές σου;

Μοναδική ηρωίδα αυτού του μικρού παζλ από ποιήματα, πρόζα και πεζά, της Προπαγάνδας, είναι δικαιωματικά η ίδια. Εκείνη δηλαδή η ψυχολογική παρατήρηση πως οποιοσδήποτε λέει κάτι, σε οποιαδήποτε συνθήκη και σε όποια αναμέτρηση, έχει την αξίωση να γίνει πιστευτός. Η προπαγάνδα, λοιπόν, όρισε το περίγραμμα και την αρχιτεκτονική γραμμή της συλλογής. Η ιδέα ήταν μια ευνοϊκή αφετηρία η οποία όταν δουλεύτηκε έφερε τις υπόλοιπες, τις τράβηξε στη φόρμα της και σταδιακά τις μεταμόρφωσε στα τελικά κείμενα. Είναι αλήθεια ότι είτε ποίημα είτε πεζό, έχω πάντα την πρόθεση να πω πειστικά μια ιστορία. Εξού και στο βιβλίο υπάρχουν δύο σειρές ποιημάτων που τρέχουν παράλληλα, ενίοτε και μετωπικά η μια προς την άλλη: Η σειρά της προπαγάνδας όπου τρόπον τινά χαράσσεται το περίγραμμα, τα πρόσωπα και τα προσωπεία της βασικής ιδέας και τα άλλα ποιήματα που η σκιαγραφημένη εικόνα δοκιμάζεται, καθρεφτίζεται ή και ανατινάζεται. Η δική μου αναμέτρηση στην πρώτη γραφή και κυρίως στη μακρά διαδικασία «ζυγοστάθμισης» των κειμένων της συλλογής ήταν ακριβώς με μια εμμονή πύκνωσης: Να αποτυπώσεις τα περισσότερα απ’ όσα φαντάστηκες με τα λιγότερα μέσα που επιτρέπεις στον εαυτό σου, απόπειρα όχι αφαίρεσης αλλά κάτι σαν «δίαιτα», να αφυδατώσεις τη γλώσσα από το λίπος χωρίς να χάσεις εντελώς το μέλι του λυρισμού αλλά και χωρίς να χαρίσεις το ψωμί της ιδέας.

Τι σε κινητοποίησε να γράψεις τo Προπαγάνδα, κάποια γράμματα για κάποια  πράγματα;

Σε σημαντικό βαθμό η ανασφάλεια πως ίσως να μην μπορέσω ποτέ να βάλω μια τελεία που να την εννοώ. Η σύντομη ιστορία έχει ως εξής. Πριν την Προπαγάνδα προσπαθούσα να βάλω σε ράγες την ιδέα για ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο βασικός χαρακτήρας του, ο «απερριτής», έχει την εμμονή και αργότερα την θριαμβευτική επαγγελματική καριέρα να αφαιρεί το περιττό απ’ ότι πιάνει στα χέρια του, να παραλαμβάνει ξεχαρβαλωμένα έργα-σεντόνια και να τα παραδίδει σφριγηλά και τσιτωμένα, ίσα ίσα να καλύπτουν τη σάρκα. Είναι κατανοητό να μην σας φαίνεται σπουδαία ιδέα, αλλά εμένα, για καλό ή για κακό, μου φαίνεται και είναι στα άμεσα σχέδια μου να ασχοληθώ συστηματικά μαζί της. Ωστόσο, λίγο από συγκυρία και λίγο από απελπισία, βρέθηκα κάποια στιγμή να δοκιμάζω τις ικανότητες του «απερριτή» στις δικές μου ημιτελείς ιστορίες.

Τη συγκεκριμένη φόρμα, της πεζής ποίησης ή της πρόζας, την δοκίμαζα και την παίδευα σε όλες τις απόπειρες, πάντοτε όμως μέσα στο σώμα μιας ευρύτερης πεζογραφικής σύνθεσης. Αυτός είναι μάλλον κι ένας από τους λόγους που δεν ήμουν ευχαριστημένος με κανένα από τα δύο. Κάποτε ήρθε η στιγμή να διαχωριστούν και να αναπνεύσουν κι ως συνήθως χρειάστηκε μια συγκυρία προσωπική· ήταν κατά κάποιον τρόπο η ώρα για κάποια γράμματα και κάποια πράγματα. Τότε συνειδητοποίησα, αρχικά με κάποια έκπληξη, ότι αυτό το σώμα ελλειπτικών κειμένων μπορούσε να βαδίσει μόνο του και κυρίως πως, αν δεν προσπαθούσα εντατικά να τους δώσω μία αυτόνομη μορφή, δεν θα κατάφερνα να συγκεντρωθώ σε τίποτε άλλο. Κάπως έτσι προέκυψε το πρώτο σώμα της προπαγάνδας. Από εκεί και πέρα λειτούργησε αυτό που ο Αρανίτσης αποτύπωσε ανεξίτηλα Ιστορίες που άρεσαν σε μερικούς ανθρώπους που ξέρω, κι όλα πήραν γλυκά τον δρόμο τους μέχρι το τυπογραφείο.

Τι σημαίνει για σένα το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή από τον Αναγνώστη;

Η κριτική και λίγη σπέκουλα για τα βραβεία είναι διαδεδομένο σπορ αλλά βολικό μόνο για τα βραβεία των άλλων. Τα δικά σου, απλώς, τα χαίρεσαι, τα κουβαλάς και συνεχίζεις. Τόσα κουσούρια έχουμε, αν γίνουμε και ξινοί, αντίο ζωή. Αν κάποιος δεν θέλει σχόλια, κριτική, διάλογο, μακάρι και κάποιον έπαινο, ας μη στέλνει τα κείμενα του παρά  μόνον σε συμβολαιογράφο για να ανοιχτούν στο επέκεινα. Κάθε βράβευση, πόσο μάλλον η συγκεκριμένη, βοηθάει το βιβλίο να φτάσει στα χέρια του αναγνώστη κι αυτό από μόνο του είναι δώρο. Το να αρέσει το πρώτο βιβλίο σου σε οποιονδήποτε, είναι από μόνο του χαρά μεγάλη, το να το βρουν αξιόλογο άνθρωποι που έχεις διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα δικά τους είναι διπλή χαρά κι ένα χτύπημα στην πλάτη να συνεχίσεις.

Με ποιο άλλο βιβλίο συνομιλεί το βιβλίο σου;

Ακούει, δανείζεται, κλέβει από ένα σωρό σπουδαία ή απλώς αγαπημένα βιβλία. Τα παραθέματα του Λάγιου και του Εμπειρίκου στην Προπαγάνδα είναι μια προφανής απάντηση, αλλά εξίσου ισχυρή είναι για παράδειγμα η αγάπη μου για τον Καρούζο και τον Πρεβέρ ή η συγκίνηση μου όταν επιστρέφω στον Κρητικό του Σολωμού. Συνομιλία, ωστόσο, θα μου ήταν δύσκολο να το ονομάσω. Πιο άμεσος διάλογος, και η καθοριστική σημασία του για να μην αισθάνεσαι εξωγήινος, νομίζω ότι υπάρχει με συγκαιρινά έργα όπως για παράδειγμα με τα γραπτά του Θοδωρή Ρακόπουλου, της Λένιας Ζαφειροπούλου,  του Γιάννη Στίγκα, του Θώμα Τσαλαπάτη και άλλων.

Πώς γράφεις και πού;

Οδηγώντας στην εθνική με κατεύθυνση προς Πελοπόννησο, σε κινητό παλιάς κοπής με πλήκτρα, κάτω απ’ το τιμόνι, με τυφλό σύστημα, με μέση ταχύτητα 12ο χιλιομέτρων την ώρα. Κι όλα αυτά χάρη στον προπονημένο δεξιό αντίχειρα. Οι συνομήλικοι θα καταλάβουν. Είναι επικίνδυνο πράγμα το γράψιμο.

 Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι σε ένα αγαπημένο βιβλίο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;

Μια αγαπημένη ευκαιρία διαστροφής, πώς δηλαδή θα μπορούσα να καταστρέψω ένα αριστούργημα ή έστω ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο. Για τέτοια βίτσια θα έβρισκα αρκετούς τρόπους. Σε πρώτη σκέψη θα μπορούσα να βάλω κατιτίς μέσα στο Κιβώτιο ή να στείλω την Αλεξάνδρα και τον Μάρτιν του Περί Ηρώων και Τάφων ανέμελες οικογενειακές διακοπές με τα τρία τους παιδιά. Φοβάμαι, όμως, πως το μόνο που τελικώς θα τολμούσα θα ήταν να βγάλω ένα ανοιχτό εισιτήριο στη Ρέα Φραντζή και στον Βακαλόπουλο για να κάνουν μερικά μακροβούτια ακόμη, κυνηγώντας τη γραμμή του ορίζοντος.

Γράφεις κάτι τώρα;

Είμαι στην κατηφόρα ενός περίεργου αλλά απολαυστικού εγχειρήματος για ένα θεατρικό έργο με τέσσερα χέρια και στη μεγάλη ανηφόρα για ένα μικρό, αλλά μυθιστόρημα.

Τι σου λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο;

 Οι μάζες, αλλά μου λείπουν και σε άλλα κάπως κρισιμότερα πεδία.

Απάντησέ μας σε μια ερώτηση που δεν σου έχουν κάνει ακόμα.

 I do.

Ποιον νέο δημιουργό θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;

Τον Άγη Πετάλα

 

——————————————

 

Βιογραφικό:

Ο Αλέκος Λούντζης γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε νομικά, επικοινωνία και κοινωνική ανθρωπολογία. Δούλεψε περιστασιακά στο ραδιόφωνο, στον τύπο, στο ντοκιμαντέρ και στην ακαδημαϊκή έρευνα. Από το 2006 ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων. Μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Λεύγα από την ίδρυσή του. Δοκίμια, άρθρα γνώμης, πεζά και στίχοι του έχουν δημοσιευτεί σε ακαδημαϊκές εκδόσεις, εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ. Η προπαγάνδα είναι η πρώτη του συλλογή και πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση για το 2016 του περιοδικού «Αναγνώστης».

 

                                                   ——————————————

 

Προηγούμενο άρθροΟι πρωτόπλαστοι του Σωφρόνη Σωφρονίου (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΔικηγορία και λογοτεχνία (του Βασίλη Κουνέλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ