Έλενα Χουζούρη.
Διάβασμα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Βενετίας Αποστολίδου με τον τίτλο «Πόσο κοστίζει το βιβλίο» το οποίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο λόγω της συζήτησης για την κατάργηση η μη της ενιαίας τιμής του βιβλίου. Στο άρθρο η συγγραφέας του αναφέρεται σε απόψεις αναγνωστών ότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι ακριβό. Συνεισφέροντας στην σχετική συζήτηση θέλω να καταθέσω κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι το βιβλίο στην Ελλάδα φαίνεται ακριβό αλλά δεν είναι, πολύ περισσότερο αν συγκριθεί με άλλα πολιτιστικά προϊόντα εφόσον και το βιβλίο υπακούει στους βασικούς όρους της αγοράς. Κατ’ αρχάς, ας παρακολουθήσουμε τα στάδια παραγωγής ενός βιβλίου, και πόσοι εμπλέκονται σ’ αυτά. Πρώτος είναι ο συγγραφέας που χωρίς το έργο του δεν μπορεί να υπάρξει βιβλίο οποιασδήποτε κατηγορίας. Ο συγγραφέας –αν είναι Έλληνας- παραδίδει το χειρόγραφο του-ηλεκτρονικά πλέον- στον εκδότη. Το «χειρόγραφο» πηγαίνει για το πρώτο στήσιμο – που κάποιος, εργαζόμενος σ αυτό τον τομέα, κάνει. Στη συνέχεια το κείμενο πηγαίνει στον επιμελητή – σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και διορθωτής. Αυτός με τη σειρά του, μετά την πρώτη επιμέλεια, το στέλνει για νέο στήσιμο. Αυτό το πηγαινέλα γίνεται άλλες δύο φορές ή και τρεις σε δύσκολα κείμενα. Στο μεταξύ κάποιος τρίτος σχεδιάζει το εξώφυλλο. Όταν ολοκληρώνεται η διαδικασία της επιμέλειας, το κείμενο ακολουθεί τα τελειωτικό στήσιμο και πηγαίνει για εκτύπωση και βιβλιοδεσία. Το επόμενο στάδιο είναι η διανομή και η τοποθέτησή του στα ανά την Ελλάδα βιβλιοπωλεία, την οποία αναλαμβάνει μια ομάδα εξειδικευμένων, ως επί το πλείστον, πωλητών. Όλοι όσοι εμπλέκονται σ αυτήν τη διαδικασία αμείβονται. Ο συγγραφέας – που είναι και βασικός πρωταγωνιστής- αμείβεται σύμφωνα με τα συμβόλαια που υπογράφονται στην Ελλάδα, μ’ ένα ποσοστό που αρχίζει από 8% με 10% και φτάνει στις καλύτερες περιπτώσεις το 15% με ελάχιστες προς τα πάνω εξαιρέσεις, ίσως στους καιρούς των παχιών αγελάδων. Οι υπόλοιποι είναι ή εσωτερικοί εργαζόμενοι, αμειβόμενοι δηλαδή με μηνιαίο μισθό, ή εξωτερικοί συνεργάτες όπως είναι αρκετοί επιμελητές. Στην περίπτωση που το βιβλίο είναι ξένου συγγραφέα, στα παραπάνω εκδοτικά κόστη πρέπει να συμπεριληφθούν, τα κάθε άλλο παρά φτηνά πνευματικά δικαιώματα που ο Έλληνας εκδότης πληρώνει στον ξένο εκδότη, και η αμοιβή του μεταφραστή, που δυστυχώς όχι λίγες φορές για να μειωθεί το τελικό κόστος, είναι χαμηλή σε σχέση με τον μόχθο και τον χρόνο που μια μετάφραση απαιτεί. Δικαιώματα επίσης απαιτούνται αν το βιβλίο περιέχει φωτογραφικό υλικό. Η τοποθέτηση – όπως ονομάζεται- του καινούργιου βιβλίου στα βιβλιοπωλεία συνεπάγεται αυτομάτως μια έκπτωση 35 με 45% της τιμής (στις καλύτερες περιπτώσεις) από την πλευρά του εκδότη προς όφελος των βιβλιοπωλείων. Στα εκδοτικά κόστη θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η αμοιβή των όσων στελεχώνουν τα τμήματα δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ που οι περισσότεροι ενεργοί εκδοτικοί οίκοι διαθέτουν καθώς και των λεγόμενων «αναγνωστών» δηλαδή εκείνων που διαβάζουν χειρόγραφα, επιλέγουν και προτείνουν την έκδοσή τους. Μπορεί λοιπόν κανείς να αντιληφθεί πόσο μεγάλος κύκλος αμειβόμενης εργασίας συγκεφαλαιούται στην τελική τιμή ενός βιβλίου. Από την μικρή έρευνά μου πληροφορήθηκα ότι το τελικό κέρδος για τον εκδότη είναι της τάξεως του 15% περίπου για κάθε βιβλίο. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και τα γενικότερα λειτουργικά έξοδα μιας εκδοτικής επιχείρησης, λογιστήρια, ενοίκια γραφείων και τα συναφή. Δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι ακριβό το βιβλίο στην Ελλάδα; Αν συνυπολογίσουμε τα σχετικά μικρά τιράζ των βιβλίων, λόγω του ότι είμαστε μια μικρή χώρα, σε σχέση με τα τιράζ στις αγγλόφωνες χώρες, στις γαλλόφωνες, στις ισπανόφωνες και στις ΗΠΑ με τις πολύ μεγάλες αγορές, τότε η απάντηση μπορεί να είναι πως όχι το βιβλίο στην Ελλάδα δεν είναι ακριβό. Αν μάλιστα συγκρίνουμε την τιμή του βιβλίου- με όσα αυτή συγκεφαλοποιεί- με τις αντίστοιχες τιμές άλλων πολιτιστικών προϊόντων, π.χ θεάτρων, συναυλιών, μουσικών χώρων, κέντρων πολιτισμού, τότε σαφώς το βιβλίο δεν είναι ακριβό. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι και θέμα κουλτούρας. Ο Έλληνας μπορεί ευκολότερα να δώσει 8 ευρώ για να πάει στον κινηματογράφο μία φορά την εβδομάδα, ευκολότερα θα πάει έστω και μία φορά τον μήνα στο θέατρο, πολύ ευκολότερα θα προτιμήσει μία έξοδο μετά φαγητού –ακόμη και σήμερα εν μέσω κρίσης- από το να αγοράσει ένα βιβλίο το μήνα –δεν τολμώ να πω περισσότερο- που θα κοστίζει 15 ή και 18 ευρώ και θα του κάνει συντροφιά για αρκετές ημέρες συν όλα τα άλλα που θα αποκομίσει από την ανάγνωσή του και που στη συνέχεια θα το διαβάσει και κάποιος άλλος στην οικογένεια ή θα το δανείσει σε κάποιον φίλο η φίλη. Έτσι ξεκινάει ο κύκλος της φιλαναγνωσίας. Τώρα θα μου πείτε γιατί στα περίφημα αυτά παζάρια βιβλίων – άκου « παζάρια», λες και το βιβλίο είναι πατάτες η ντομάτες!- βρίσκουμε βιβλία με 2 και 3 ευρώ; Σ αυτά λοιπόν τα…παζάρια οι εκδότες βγάζουν στο σφυρί ό,τι τους έχει απομείνει στις αποθήκες τους και δεν μπαίνει πλέον στα βιβλιοπωλεία. Αντί να τα πολτοποιήσουν τα πουλάνε μπιρ παρά. Μπορεί λοιπόν κανείς να βρει και κάποια καλά βιβλία αλλά και πολλές μπαγκατέλες. Όλη αυτή η ιστορία με τα παζάρια που υπονομεύει και τους συγγραφείς και τα βιβλιοπωλεία κυρίως τα μικρά, μου θύμισε ένα περιστατικό που μου διηγήθηκε πρόσφατα γνωστός εκδότης. Τον είχε καλέσει, πριν μερικά χρόνια, μεγαλοεπιχειρηματίας στον χώρο των ΜΜΕ για να συμφωνήσουν στην από κοινού έκδοση μιας εγκυκλοπαίδειας. Όταν ο εκδότης τον ρώτησε πώς κοστολογεί ένα βιβλίο εκείνος του έδειξε μια ζυγαριά και του απάντησε: «Βάζω το βιβλίο στη ζυγαριά και ανάλογα με το βάρος του δίνω την τιμή»! Να προσθέσω ότι το έντυπο που εκδίδει ο εν λόγω μεγαλοεπιχειρηματίας έχει ταχθεί με διάφορους τρόπους κατά της ενιαίας τιμής του βιβλίου.
Και για να έρθω και στην ενιαία τιμή του βιβλίου. Τι ακριβώς θα συμβεί αν καταργηθεί; Σύμφωνα με τα σημερινά ισχύοντα οι εκπτώσεις που επιτρέπεται να κάνουν τα βιβλιοπωλεία είναι όπως είπα ήδη της τάξεως του 35 με 45%. Αν καταργηθεί η ενιαία τιμή η ψαλίδα των εκπτώσεων μπορεί να φτάσει έως και 70% και φαινομενικά να πέσει η τιμή του βιβλίου. Ωστόσο τέτοια τεράστια έκπτωση είναι αδύνατον να την αντέξει ένα μικρό βιβλιοπωλείο παρά μόνον μεγάλες αλυσίδες στυλ Public, Fnak όταν υπήρχε, αλλά και μεγάλα σούπερ μάρκετ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το μικρό εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο με τους βιβλιοπώλες που αγαπούν, γνωρίζουν, μπορούν να προτείνουν και να προωθήσουν στους φιλαναγνώστες το καλό βιβλίο –λειτουργώντας και ως μια όαση ιδεών και συζητήσεων και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας ουσιαστικά- δεν θα αντέξει τον ανταγωνισμό και θα κλείσει. Από την άλλη ο εκδότης για να μπορέσει να κάνει τόσο μεγάλη έκπτωση στις αλυσίδες που είπαμε θα πρέπει για να έχει κέρδος, να εκδίδει κερδοφόρα βιβλία δηλαδή εμπορικά βιβλία. Μ’ άλλα λόγια το βιβλίο θα αντιμετωπίζεται σαν ένα οποιοδήποτε προιόν και όχι ως φορέας παιδείας, γνώσεων, πολιτισμού, πνευματικής ευφορίας κ.λπ. Με ακόμα περισσότερα λόγια, το τι σκουπίδι θα πέσει στην αγορά δεν λέγεται. Φοβάμαι ότι η λογοτεχνία αξιώσεων θα μοιάζει κάπως σαν εκείνα τα σαμιζντάτ που τύπωναν μόνοι τους οι σοβιετικοί αντιφρονούντες. Την ποίηση ας την ξεχάσουμε καλύτερα. Ωστόσο οι τιμές θα…πέσουν και έτσι η «φιλαναγνωσία» θα αυξηθεί, έτσι τουλάχιστον διατείνονται όσοι θέλουν να νοιώθουν ελεύθεροι άνθρωποι και τους καταπιέζει η ενιαία τιμή του βιβλίου. Φοβάμαι ότι οι ελεύθεροι αυτοί άνθρωποι έχουν μπερδέψει τη φιλαναγνωσία με την κατανάλωση . Η φιλαναγνωσία όμως δημιουργείται μέσα από μια παράδοση κουλτούρας και παιδείας που δυστυχώς δεν έχουμε, αποτελεί συνισταμένη πολλών παραγόντων και δράσεων σε μια μακρά διάρκεια και δεν εξαρτάται μόνον από την τιμή του βιβλίου και την ιδεοληψία της απορύθμισης της βιβλιοαγοράς.
παρόμοια άποψη συν μερικά ερωτήματα… http://www.tasakos.com