Της Κατερίνας Διακουμοπούλου.
Το εργαστήρι θεάτρου «Τσαρλατάνοι» του «C. for Circus» παρουσίασε την παράσταση «Είναι ένας τρελός, τρελός, τρελός κόσμος», μία δουλειά σε εξέλιξη πάνω σε κείμενα του Αντώνη Σαμαράκη, του Maurice Maeterlinck και του σκηνοθέτη Γιωργή Σφυρή.
Παρακινημένη από το δελτίο τύπου κατευθύνθηκα στον έβδομο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας (ευτυχώς όχι πάλι σε υπόγειο) στην Πτολεμαίων, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για να παρακολουθήσω την εν λόγω παράσταση. Στην αναμονή πριν την έναρξη άκουγα την ομάδα «Τσαρλατάνοι», πίσω από ένα παραπέτασμα, να ασκείται στις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Με άνεση οι ηθοποιοί άρθρωναν φωνητικές καμπύλες, οι οποίες σε συνδυασμό με την εξαντλητική σωματική δράση δημιουργούσαν ένα φυσικό λαχάνιασμα, κοντά στην έκσταση, χωρίς όμως να επηρεάζεται στο ελάχιστο η έκταση του φωνητικού τους έργου. Στην σχεδόν μονόωρη παράσταση που ακολούθησε, Βάκχες δεν είδα, ούτε τις δύο ιστορίες που αναφέρονται στο δελτίο τύπου. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι οι Βάκχες ήταν το «ζέσταμα» των ηθοποιών και πως το κείμενο προώθησης του εγχειρήματος έδινε δύο στοιχειώδη, εύληπτα παραδείγματα για την απατηλή θεώρηση του κόσμου και τον παραλογισμό της ύπαρξης.
Λοιπόν, τι παρακολούθησα; Ένα σπονδυλωτό έργο βασισμένο σε κείμενα του Αντώνη Σαμαράκη, του Βέλγου θεατρικού συγγραφέα Μώρις Μαίτερλιγκ, του Γάλλου ποιητή Ζακ Πρεβέρ και του σκηνοθέτη Γιωργή Σφυρή κ.α.. Αποσπάσματα, που μιλούν για τις κλονισμένες μας βεβαιότητές, τα εξαντλημένα αποθέματα, τον αυτόματο πιλότο της ηλιθιότητας, την απουσία εναλλακτικών και σχεδίου διαφυγής. Ενδεικτικά αναφέρω: η παραίτηση στο αξίωμα ότι ο Θεός είναι τιμωρός και εκδικητής «τα δάκρυά μας είναι που κάνουν το Θεό να διασκεδάζει», η ειρωνική σκηνή για τις «αμερικανιές» και το σερφινγκ ως σύμβολο απελευθέρωσης, η τειχοσκοπία από το «Γαλάζιο πουλί», όπου τα δύο υποσιτισμένα αδέλφια περιγράφουν το πλούσιο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι στο απέναντι σπίτι και η απαθής αποδοχή των κλειστών κοινωνικών συστημάτων «μην είσαι κουτή, αυτοί είναι πλούσιοι, τα δικαιούνται», το “golden boy” που αποπειράται να αυτοκτονήσει στη χωματερή, εκεί όπου οι άστεγοι αναζητούν τροφή, σχεδόν ως πρωτόγονοι, με ζωώδη κινησιολογία και πλήρη απάθεια για το ον που προσπαθεί να τερματίσει τη ζωή του. Ξεχώρισα την ευρηματική σκηνή (κείμενο του Γ. Σφυρή) των δύο παιδιών που παίζουν «πόλεμο» με παρατεταμένα τα δάκτυλα και όταν το μη ανταγωνιστικό αγόρι αρνείται τον παραλογισμό του πολέμου «Μα τι θέλω εγώ από εσένα;», το κορίτσι του εμφυσά το μικρόβιο της διεκδίκησης. Όταν η μάχη τους κορυφώνεται η πλέον ανταγωνιστική πλευρά θέτει εκ νέου τους κανόνες του παιχνιδιού: «Θα μου ζητήσεις συγνώμη για τα γυναικόπαιδα που έσφαξες και μετά θα γυρίσουμε στις θέσεις μας».
Η σκηνοθεσία
Το μέγιστο χρόνο σκηνικής δράσης έλαβε το δραματοποιημένο χρονογράφημα του Σαμαράκη «Ένα άλογο στη Σταδίου» (1964) εκ του οποίου αντλείται και ο τίτλος της παράστασης. Σε αυτήν την εκτεταμένη σκηνική αφήγηση αποκαλύφθηκαν τα προτερήματα του σκηνοθέτη Γιωργή Σφυρή: εξισορρόπηση σωματικών ενεργειών και λεκτικής εκφοράς, ικανότητα δημιουργίας σκηνών παράλληλης ψευδαίσθησης. Νομίζω πως θα δοκιμαστεί με επιτυχία και σε «συμβατικά» δραματουργικά έργα, πέρα από τις ασφαλείς λύσεις της δραματοποιημένης λογοτεχνίας και των συρραφών του επινοητικού θεάτρου.
Τα υπόλοιπα
Η σκηνογραφία (Ειρήνη Σφυρή, Μαριάννα Χραπανά): συσσωρευμένα αντικείμενα, χαρτόκουτα, ένα σπασμένο καροτσάκι του σούπερ μάρκετ, αμέτρητες μαύρες σακούλες απορριμμάτων, μία κορνίζα. Ένα κατεστραμμένο ψυγείο ξαπλωμένο επικλινώς ήταν η βασική σκηνή μέσα στην σκηνή, ένα έξυπνο πρατικάμπιλε. Κάποιο ορθογώνιο κόντρα πλακέ, έγραφε “No man’s land”, (η ψυχεδελική ροκ μπάντα; Οι αδιευκρίνιστες ουδέτερες γεωγραφικές περιοχές; Τα αμερικανικά κόμικς;). Ένας λόφος συμβόλων για τη φαινομενικότητα και την έλλειψη ουσία. Τεχνικά, τα ογκώδη σκουπίδια λειτούργησαν ως το παρασκήνιο των ηθοποιών, ο χώρος απ’ τον οποίον κάθε φορά τα σκηνικά πρόσωπα αναδύονταν με διαφορετικούς τρόπου για να ξεδιπλώσουν την επόμενη ιστορία τους.
Η πλήρης απουσία μουσικής αντισταθμίστηκε από την εξαιρετική μουσική διδασκαλία της Νατάσας Ρουστάνη, όχι μόνο σε επίπεδο φωνητικής τοποθέτησης αλλά και χάρη στην έξυπνη συμβολή αντικειμένων και φυσικών ήχων των ηθοποιών για την παραγωγή του ρυθμού (παλαμάκια, χτύπημα των ποδιών στο ξύλινο δάπεδο, σχάρα του ψυγείου, σακούλα κ.α.)
Οι ηθοποιοί Γιώργος Γκάλπας, Μαρία Θεοδοσιάδου, Χρύσα Κοτταράκου, Μαρία Μυρωτή, Αναστασία Σαμαρά-Χρυσοστομίδου, άριστα εκπαιδευμένοι, με ορθή εκφορά λόγου και ακρίβεια ενεργειών, υπηρέτησαν με πάθος το εγχείρημα. Εύχομαι καλή επιτυχία στους «Τσαρλατάνους».