της Αγγελικής Γιαννικοπούλου(*)
Το βιβλίο των Στελλάκη και Ραζή Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια είναι το πρώτο ελληνικό εικονογραφημένο βιβλίο που κυκλοφορεί στην Ελλάδα και αναφέρεται σε ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα πριν από 44 χρόνια. Και είναι άξιο απορίας γιατί η προσφυγική κρίση του 1974, που έφερε κύματα προσφύγων και στην Ελλάδα, ποτέ δεν αναφέρθηκε σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο, εν αντιθέσει με τη σύγχρονη προσφυγική κρίση για την οποία το ελληνικό εικονογραφημένο βιβλίο έδειξε ισχυρότατα αντανακλαστικά, αφού συνεχώς προστίθενται και νέοι τίτλοι στα πολλά βιβλία που ήδη κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Οι πρόσφυγες της Κύπρου βρήκαν στο ελληνικό εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο αντίστοιχη υποδοχή με τους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφτασαν στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή, που παρά τα εκατό σχεδόν χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τότε, μόνο δύο εικονογραφημένα ελληνικά βιβλία αναφέρονται σε αυτήν (Το Άγαλμα που Κρύωνε, Υπόσχεση).
Ίσως ο λόγος της αμηχανίας με την οποία το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο αγωνίζεται να χειριστεί την προσφυγιά του λαού μας σε σχέση με την ευκολία με την οποία αντιμετωπίζει τα ‘πάθη’ των άλλων να είναι η δυσκολία του να μιλήσει για τα πραγματικά δικά μας τραύματα, αφού ιστορικές δυστυχίες, όπως η μικρασιατική καταστροφή και η τραγωδία της Κύπρου εξακολουθούν να αιμορραγούν και να πονούν. Εν αντιθέσει με τις περιπέτειες άλλων λαών, π.χ. Σύριων, οι οποίες τους αναγκάζουν να ζητήσουν προστασία και ελπίδα στη δική μας χώρα, μια ιδέα που πάντα υπαινίσσεται τη δική μας ασφάλεια, γενναιοδωρία, ηθική, αλλά και υλική ακόμη και σε καιρούς κρίσης, ανωτερότητα, η δική μας προσφυγική διαδρομή, είτε ξεκινά από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας είτε από την Κυρήνεια της Κύπρου, αναπόφευκτα μας τοποθετεί στη θέση των ‘αδυνάτων’, των κατατρεγμένων, των χρηζόντων βοηθείας, εικόνα που σίγουρα δεν είναι αυτή που θα θέλαμε να σχηματίσουν τα παιδιά μας για εμάς και την χώρα μας. Επιπλέον, πίσω από κάθε προσφυγική κρίση υπάρχει πάντα ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ, που γίνεται εντονότερο και εμφανέστερο όταν αφορά εμάς. Οι εθνικές τραγωδίες συνήθως πηγάζουν από εθνικά λάθη, για τα οποία τις περισσότερες φορές αποφεύγουμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, αφού είναι φανερό ότι συνήθως αρεσκόμαστε την εξιστόρηση γεγονότων, όπως νικηφόρες μάχες, που θα μας γέμιζαν εθνική υπερηφάνεια και θα συγκροτούσαν εθνικά ιδεολογήματα, τα οποία μια παιδαγωγούσα παιδική λογοτεχνία θα ενδιαφερόταν να μεταβιβάσει στη γενιά του μέλλοντος.
Το βιβλίο Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια διηγείται την ιστορία της μικρής Ιόλης που μια καλοκαιρινή μέρα του Ιουλίου αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Στριμωγμένοι επτά άνθρωποι σε ένα μικρό αυτοκίνητο το καλοκαίρι του 1974 εγκαταλείπουν την πόλη της Κυρήνειας με κατεύθυνση προς τη Λευκωσία. ‘Προσωρινά’, μέχρι να περάσει το κακό! Πίσω έμεινε μόνο ο πατέρας, να τελειώσει κάτι δουλειές, να προστατεύσει το σπίτι, να νοιαστεί την πατρίδα. Προσωρινά και αυτός, μέχρι να τους συναντήσει ξανά. Μόνο που αυτό το ‘προσωρινά’ τράβηξε πολύ! Ο πατέρας σκοτώθηκε στον τόπο τους και εκείνοι ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή σε άλλα μέρη. Πρόσφυγες από την Κερύνεια.
Το βιβλίο ανήκει στο είδος της μαρτυρίας, αφού διηγείται τα πραγματικά βιώματα της Ιόλης και την εκδοχή ενός παιδιού για το τι ακριβώς διαδραματίστηκε εκείνες τις μέρες. Η διήγησή της διαρκεί όσο και το ταξίδι τους από την Κερύνεια μέχρι τη Λευκωσία. Μαζί τους πήραν μόνο λίγα ρούχα. Ενδεικτικός ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου «Τι αφήνεις και τι παίρνεις», με τη σκληρότητα της στέρησης και της απουσίας που κουβαλά η λέξη ‘αφήνεις’ να επιβάλλεται πάνω σε ένα διαρκώς ελλειμματικό και ανεπαρκές ‘παίρνεις’. Άλλωστε, τώρα και πάντα αυτή η φράση, αυτός ο βασανιστικά άλυτος γρίφος χαρακτηρίζει τον πρόσφυγα. Τι να πάρει και κυρίως τι να αφήσει; Το μοτίβο της βαλίτσας είναι κοινό στα βιβλία που έχουν να κάνουν με το προσφυγικό και συναντάται σε πολλά από αυτά –δες Το αγόρι με τη βαλίτσα, Τι θα πάρω μαζί μου φεύγοντας.
Πολλές φορές το βιβλίο υιοθετεί μια θεατρική παραλληλία και διηγείται τα γεγονότα σα δομημένα σε θεατρικές πράξεις. Με την αποχώρησή τους από την Κερύνεια και το τράβηγμα της κουρτίνας στα παράθυρα του σπιτιού που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν, η αυλαία πέφτει και η πρώτη πράξη ‘Ευτυχισμένα Παιδικά χρόνια στην Κερύνεια’ έχει τελειώσει. Όταν η αυλαία ξανασηκωθεί θα τους βρει στη δεύτερη πράξη, ‘Καθ’ οδόν’, και σε μια δραματική κορύφωση που θα συμπεριλάβει τις αγωνίες των μανάδων για την επιβίωση των παιδιών τους (κεφ. ‘Λίγο χαλούμι για τα παιδιά;’), καθώς και την ευγνωμοσύνη τους για όσους τους συνέδραμαν (κεφ. ‘Ευλογημένη Κυθρέα’). Το βιβλίο θα τελειώσει με το κεφάλαιο ‘Προσδοκώντας δικαιοσύνη’ που σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας, αλλά όχι και το τέλος του δράματος, αφού το θέμα παραμένει ανοιχτό μέχρι και σήμερα. Η αυλαία δεν έχει ακόμη πέσει!
Η αφήγηση, παρόλο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτοπρόσωπης διήγησης, όπως προσωπικά βιώματα, μυστικές σκέψεις, εσωτερικότητα, δεν γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αλλά σε τρίτο. Διεκπεραιώνεται από κάποιον τρίτο, το συγγραφέα-φίλο, στον οποίο η ηρωίδα μίλησε πολλές φορές και εκτενώς.
Η ιστορία της μικρής Ιόλης είναι μια αληθινή ιστορία, κάτι που τονίζεται σε διάφορα περικειμενικά στοιχεία (π.χ. οπισθόφυλλο βιογραφικό συγγραφέα, υποσημειώσεις), έναν χώρο όπου η μυθοπλασία υποχωρεί για να δοθούν αληθινές πληροφορίες. Κυρίως όμως η αλήθεια της ιστορίας επιβεβαιώνεται πανηγυρικά με την προσθήκη στο τέλος του βιβλίου ενός δισέλιδου φωτογραφιών της περιόδου εκείνης, όπου σε ένα μέσον που ‘ποτέ δεν ψεύδεται’ αποτυπώνεται εμφανώς η φρίκη του πολέμου, το μαρτύριο των αγνοούμενων, τα βάσανα της προσφυγιάς. Για ένα βιβλίο που επιχειρεί να διηγηθεί ιστορίες από την Ιστορία, η ύπαρξη φωτογραφιών ενέχει θέση ντοκουμέντου που εγγυάται την αλήθειά της.
Συνεχείς ευχάριστες εκπλήξεις στο βιβλίο προσφέρει και η εικονογράφηση. Αν κάποιος αναρωτιόταν για την παλέτα του πολέμου, σίγουρα θα ανέφερε από τη μια το κόκκινο της φωτιάς, της έντασης και του αίματος, και από την άλλη το μαύρο, τόσο στην κυριολεκτική του εκδοχή ως το χρώμα βομβών και καπνών, όσο και στη συμβολική του ως το χρώμα της πίκρας, της απελπισίας και του πένθους. Ο Ραζής όμως φαίνεται να προτιμά σταθερά τα γήινα χρώματα, αποχρώσεις του καφέ και του πράσινου, που παραπέμπουν άμεσα στη γη και στο χώμα, βασικά στοιχεία στη συγκρότηση της έννοιας της πατρίδας.
Από την άλλη οι εικόνες του βιβλίου δείχνουν μια σαφέστατη προτίμηση στο κίτρινο. Από το εξώφυλλο ακόμη το κίτρινο, ένα χρώμα λυτρωτικά λαμπερό προσθέτει έναν τόνο αισιοδοξίας και χαράς στη φρίκη του πολέμου. Σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στον πόλεμο η κίτρινη αμφισβήτηση της ζοφερότητάς του παραπέμπει στον ήλιο και τους καρπισμένους αγρούς και ορίζει γεωγραφικά και χρονικά το σκηνικό της δράσης: πρόκειται για καλοκαίρι σε τόπο μεσογειακό. Με ένα ζεστό κίτρινο αποτυπώνεται η ανάμνηση της υπέροχης πατρίδας, αυτής που σαν ζωοδότης ήλιος, ζεσταίνει τις θύμισες όσων την γνώρισαν.
Η έννοια της μνήμης που αγωνίζεται να ανασυγκροτήσει το παρελθόν, τον τόπο, τις στιγμές, τους ανθρώπους, και άλλοτε τα καταφέρνει καλύτερα και άλλοτε πάλι όχι, φαίνεται να αποτυπώνεται στη θαμπάδα με την οποία περιβάλλονται τα αλλοτινά τοπία και οι παλιές σκηνές. Μερικές εικόνες σκεπάζονται από την αχλή του χρόνου και προβάλλουν θαμπές και ακαθόριστες, όπως η ανάμνηση της γενέθλιας γης που έχεις χρόνια να τη δεις.
Μη αναμενόμενη αποδεικνύεται και η εικονογράφηση στην επιλογή σκηνών στο θεματικό δίπολο κίνηση-ακινησία. Σε ένα βιβλίο για πρόσφυγες, μια λέξη που παράγεται από το ρήμα φεύγω, αναμένεται οι εικόνες να εμπεριέχουν κίνηση. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το εξώφυλλο, όπου η κίνηση αποτυπώνεται με δυο κατευθύνσεις: οριζοντίως με τη θλιβερή αυτοκινητοπομπή των προσφύγων και καθέτως ακολουθώντας την πτώση των αλεξιπτωτιστών καθώς σχίζουν τον καλοκαιρινό ουρανό και προσγειώνονται πάνω στο χώμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε καμία εικόνα ο εχθρός δεν έρχεται από τη θάλασσα ή σε πεζοπόρους σχηματισμούς. Παντού πέφτει με αλεξίπτωτα από τον ουρανό, σε μια οπτική απόδοση της έννοιας του εισβολέα, που έρχεται από το πουθενά και αιφνιδιαστικά για να εγείρει εδαφικές αξιώσεις σε έναν τόπο που δεν έχει δικαίωμα να διεκδικεί.
Στο βιβλίο, υπάρχουν και αρκετές εικόνες, όπως τα κλειστά παραθυρόφυλλα, ένα τενεκεδάκι με βασιλικό, ένα δέντρο, ή ένα γεμάτο ψυγείο, που διακρίνονται για την ακινησία τους. Είναι γιατί ο χρόνος σταμάτησε σε μια ορισμένη στιγμή, σε μια συγκεκριμένη εικόνα και τη μετέτρεψε σε μνήμη πολύτιμη, σπαράγματα ενός ακινητοποιημένου χρόνου, αναπόσπαστη περιουσία αυτού που έφυγε. Μικρές λεπτομέρειες και σκόρπιες μνήμες σηματοδοτούν ως ακίνητα ορόσημα τα κομμάτια του παζλ μιας χαμένης πατρίδας.
Συχνότατα τα θέματα των εικόνων είναι παρμένα από τον κόσμο των φυτών. Δέντρα, και λογής λογής φυτά τοποθετούν την έμφαση στις ρίζες, ενώ διαρκώς λανθάνει μια αντίθεση ανάμεσα στα φυτά που έχουν την τύχη να μένουν ριζωμένα σε έναν τόπο και στους ανθρώπους που τελικώς ξεριζώνονται τόσο εύκολα!
Όμως το κυρίαρχο μοτίβο των εικόνων είναι σίγουρα τα λεμόνια, σήμα κατατεθέν της περιοχής της Κυρήνειας και ιδιαίτερα της Λαπήθου. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μέχρι τα λεμόνια και τη σπιτική λεμονάδα της τελευταίας εικόνας, το λαμπερό εσπεριδοειδές με το χαρακτηριστικό άρωμα και την εκρηκτική γεύση δεσπόζει στην εικονογράφηση. Αγαπημένο φρούτο των ζωγράφων ειδικά στις συνθέσεις νεκρής φύσης (π.χ. Βαν Γκογκ, Μονέ, Ματίς, Μπρακ), το λεμόνι ανέκαθεν λειτούργησε ως σύμβολο κάθαρσης και εξυγίανσης, σωματικής αλλά και ψυχικής, κυρίως εξαιτίας των απολυμαντικών και αντισηπτικών ιδιοτήτων του. Το λεμόνι, με το λαμπερό του χρώμα και την έντονη γεύση και μυρωδιά του, τελικώς αναδείχθηκε στο σύμβολο μιας υπέροχης πατρίδας, μιας γενέθλιας γης που κυριαρχεί στην καρδιά, το μυαλό και τις αισθήσεις, και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο να λησμονηθεί!
(*) Η Αγγελική Γιαννικοπούλου είναι καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ
info: Νεκτάριος Στελλάκης, Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια, Εικ. Αχιλλέας Ραζής, Εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2017