Δ.Κολλιάκου, Χ. Χωμενίδης, Μ. Αλμπάτης, Β.Κοσμοπούλου (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
2931

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Δύο παλιοί και δύο νέοι πεζογράφοι, ο καθένας με την ιδιαιτερότητά του.

 

Δήμητρα Κολλιάκου, Αλφαβητάρι εντόμων, Πατάκης

Ένα ιδιαίτερο, ευφυές πολυσπόνδυλο αφήγημα. Εν είδει ενός λευκώματος κάποιου λεπιδοπτερολόγου /εντομολόγου η Δήμητρα Κολλιάκου στήνει ιστορίες ξεκινώντας από το όνομα ενός εντόμου, μιας πεταλούδας ή ενός μικρού ακόμα και «σιχαμένου» ζωυφίου (ψείρα, κατσαρίδα κ.ά). Τα 24 γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου τής δίνουν το έναυσμα να ανακαλύψει έντομα και πίσω από αυτά να στήσει μίκρο- ιστορίες.

Για παράδειγμα οι ψείρες που ταλανίζουν τους μικρούς μαθητές ακόμα και σήμερα στα σχολεία θα είναι η πρόφαση για να ξεδιπλωθεί μια οικογενειακή ιστορία. Άλλες φορές οι ιστορίες της περιστρέφονται γύρω από γνωστά πρόσωπα του ευρωπαϊκού πολιτισμού του συνθέτη Άλπμαν Μπέργκ , του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ κ.ά για να εισβάλλει στις προσωπικές τους ιστορίες και να αντλήσει από εκεί τυχαία, προσωπικά ή και αιώνια συμπεράσματα.

Η τεχνική της Δήμητρας Κολλιάκου είναι αξιοπρόσεκτη καθώς μέσα από ένα φαινομενικά «αδύναμο» θέμα όπως τα έντομα εισχωρεί  σε μια ευρύτερη κοινότητα θεμάτων, οικογενειακών, κοινωνικών ή αμιγώς πνευματικών. Παντού βεβαίως πρωταγωνιστούν άνθρωποι, διάσημοι και άσημοι, πνευματικοί ταγοί ή αδιάφοροι περιπατητές αυτής της ζωής. Σα μια σπείρα ξεδιπλώνεται κάθε ιστορία της, πότε ολόκληρη καθώς το θέμα της συστρέφεται και επανέρχεται στην αρχική κλωβό για να κάνει κάποια τινάγματα και να τελειώσει σε ένα σβήσιμο αφήνοντας πίσω του την αύρα μιας λογοτεχνικής μουσικής.

 

Χ.Α. Χωμενίδης, Ο Φοίνικας, Πατάκης

Ένα βιβλίο που σε παίρνει κατ΄ευθείαν από τα μούτρα για να βάλει σε μια Αθήνα που μόλις άρχισε να γίνεται πρωτεύουσα. Οι ήρωες του ένα σπάνιο ζευγάρι: το αρβανιτάκι Πάρις Κερκινός και η μεγαλύτερη του πλούσια αμερικανίδα Ήβη Σπρίνγκφιλντ που θα κλεφτούν για να ζήσουν έναν τρελό έρωτα διασχίζοντας Ευρώπη και Αμερική. Ο Χωμενίδης έχει εμπνευστεί από τον έρωτα του Άγγελου Σικελιανού με την Εύα Πάλμερ αλλά έχει ξεφύγει από τα ντοκυμενταρίστικα στοιχεία.  Πιο πολύ τον ενδιαφέρει να περιγράψει μια εποχή και κυρίως να εστιάσει σε ανθρώπους που δονούνται από εσωτερικά οράματα, παράτολμα σχέδια, νεφελώδεις ουτοπίες και κινούνται σε μια εποχή καινούργια που λίγοι θα μπορέσουν να προβλέψουν το μέλλον της.

Το ζεύγος Πάρις και Ήβη θα ενθουσιαστούν και θα ξοδέψουν τη ζωή τους σε σειρά  μεγάλων  προτζεκτ, θα ζήσουν έντονα και μέσα στα πράγματα. Θα αγνοήσουν τις μικροκακίες, τη ζήλεια, τον φθόνο και θα πορευτούν με μόνον σκοπό να φτάσουν σε εκείνο το μακρινό φως που τους δείχνει το δρόμο και κάθε φορά «θα αδειάζουν άσπρο πάτο το μερίδιο τους σε χαρά και σε καημό». Μετά από ένα άδοξο ταξίδι στην Αμερική θα επιστρέψουν στην Αθήνα, θα βρεθούν στη δίνη της διαμάχης βασιλικών – βενιζελικών, ο Πάρις θα γνωριστεί από την καλή και την ανάποδη με τον Κωστή Παλαμά αλλά και τον βασιλιά, θα επιστρέφει κατά καιρούς στα αρβανίτικα λημέρια που γεννήθηκε, θα ζήσει το τραγικό 1922, και την αμφίθυμη κοινωνία του μεσοπολέμου. Κάποιος ρώτησε σε μια σύναξη σε ταβέρνα τον Πάρι αν έχασε ποτέ τον κτηνώδη ενθουσιασμό  και τη  θηριώδη αυτοπεποίθησή του, δηλαδή το πώς μπορεί να είναι ποιητής χωρίς να νιώσει μοναξιά και απελπισία. Η απάντηση του δίνει το στίγμα του ποιητή : «εγώ τον σταυρό που κουβαλάω τον στολίζω με κορδέλες».

Ο Χωμενίδης γράφει με οίστρο που παρασέρνει τους ήρωες του και μαζί τους αναγνώστες σε ένα απολαυστικό αφήγημα εποχής.

 

 

Μιχάλης Αλμπάτης, Ο κώλος της Άννας, Απόπειρα

Μια νουβέλα  που την  αδικεί  ο τίτλος της, μιας και σε παραπέμπει σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που πραγματικά είναι: ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για το δικαίωμα στην ατομική ευτυχία. Ο ήρωας του Αλφόνσο Αλδεβαράν, στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, καταπιεσμένος από μια καθώς πρέπει οικογένεια, ζει μια άχαρη και μίζερη ζωή. Ο θάνατος των δικών του τον αφήνει μόνον με την υπηρέτρια του Άννα.  Ένα άγρυπνο βράδυ θα ανακαλύψει ότι τον θέλγουν τα οπίσθια της χοντρούλας Άννας σε βαθμό λατρείας. Γιατί ο έρωτας του αυτός (καθόλου σεξουαλικός αλλά μόνον λατρευτικός) με φετίχ τα οπίσθια της Άννας του προσδίδει μια εμμονή αλλά και μια ζωτική αφύπνιση από μια ζωή που τον βάρυνε. Κερδίζει την ηρεμία και την ευτυχία του λατρεύοντας αυτό το σημείο του σώματος.  Το σκάνδαλο θα ξεσπάσει όταν η Άννα στο πλαίσιο της εξομολόγησης της θα το αναφέρει στον παπά. Από εκεί θα περάσει στις εφημερίδες, στους γείτονες, στα κόμματα. Η απλή επιλογή ευτυχίας του Αλφόνσο θα θεωρηθεί θανάσιμο αμάρτημα. Θα απολυθεί από το υπουργείο, θα ανακριθεί και θα προφυλακιστεί. Οι ψυχίατροι θα τον εντάξουν σε ένα περίεργο είδος ψυχικά αρρώστου.  Η κοινωνία αναπτύσσει με γοργούς ρυθμούς άμυνες και οργανώνει επιθέσεις. Η ατομική ιδιαιτερότητα, η προσωπική κατάκτηση μιας ευτυχισμένης θέσης στη ζωή θα καταρριφτεί όταν αυτή δεν θα συμφωνήσει με τον μέσο όρο όπως έχει διαμορφωθεί από την παράδοση στον κοινωνικό χώρο. Με απόηχους Ντε Σαντ ο Μ. Αλμπάτης σε αυτό το πρώτο του πόνημα δείχνει αρετές μυθοπλαστικές και ευχέρεια στην χρήση του λογοτεχνικού λόγου.

 

Βίκη Κοσμοπούλου, το Τσόφλι, Κέδρος

Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. -Άγιος Αυγουστίνος

        Η Βίκη Κοσμοπούλου  στο Τσόφλι δείχνει να ενδιαφέρεται για τον χρόνο. Το πρόβλημα της το εκμυστηρεύεται  από την πρώτη σελίδα με τέσσερις στίχους του Σαραντάρη το ακριβώς αντίθετο: « Δεν ονειρεύτηκα ποτέ το χρόνο/Και τη συντροφιά του/Μήτε την απουσία του οσφράνθηκα ποτέ/Σε κάποιο ελάχιστο ηδονικό μου ύπνο»

Η συγγραφέας θα ήθελε να εξοβελίσει τον χρόνο, να τον θέσει εκτός , να μη ρυθμίζει τι ζωές μας, να μην δεσμεύεται από την τροτέζα του, την Ανάγκη.

Όμως σε όλες τις ιστορίες (όπως και σε αυτές των άλλων ανθρώπων) και στα άλλα μυθιστορήματα χωρίς τον χρόνο δεν θα υπήρχαμε. Αλλά όπως αναφέρει και ο Αυγουστίνος στο παραπάνω απόσπασμα με τον χρόνο οδηγούμαστε τελικά στη μη ύπαρξη.

Το Τσόφλι χωρίζεται σε διάφορα πεδία: Καθοριστική είναι η  σχέση με το παρελθόν, οι παιδικές αναμνήσεις. Στα περισσότερα διηγήματα οι αναμνήσεις στοιχειώνουν τους ήρωες (π.χ. στο «Είναι κάτι καλοκαίρια») – είναι η πατρίδα τους,  η παιδική ηλικία, όταν όλα είναι άδολα)

Ένα δεύτερο πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται η αφήγηση είναι η μοναξιά και κυρίως αυτή των μοναχικών ηττημένων ηρώων.  (π.χ. «Στο ντιβάνι» η σισύφεια ζωή ή στο «Τιμής Ένεκεν» τα κλέη του παρελθόντος δεν εξασφαλίζουν το παρόν ούτε και το μέλλον ή στο «Περί βρόχινων σταγόνων»). Ακόμα τους ήρωες της συντρέχει ο φόβος μπροστά στον χρόνο που περνάει χωρίς να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία (π.χ. στο «Πίσω στη Βενετία» και στο «insight»)

Οι ήρωες της Β.Κ. διάκεινται από την αίσθηση της αδυναμίας να αντιστρέψουν τα πράγματα, να νικήσουν τον χρόνο, να τον βγάλουν εκτός (όπως στο «Χωρίς επιστροφή»). Ειδικά σε αυτό το τελευταίο παρουσιάζεται ένας κόσμος όπως αυτός των ταινιών της επιστημονικής φαντασίας (θυμίζουν το ύφος στα εργοστάσια στο «Μετρόπολις» του Φρ.Λανγκ), μαζική εργασία, μαζικά οράματα, μαζική απελπισία.

Πίσω από όλα αυτά ο αναγνώστης διακρίνει τις ανησυχίες ενός νέου ανθρώπου μπροστά σε ένα κόσμο δύσκολο, όπου οι ανάγκες μοιάζουν να νικούν τα οράματα, την καλοσύνη, την ελπίδα.

Προηγούμενο άρθροΑπό την εσώτερη καθημερινότητα σε έναν εξωστρεφή και επίβουλο κόσμο, η πεζογραφία του Τάσου Καλούτσα (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροAd limina – για τον Βάλτερ Πούχνερ (της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ