Συνέντευξη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη
Ο Δημήτρης Δημητριάδης, φωνή βοώντος στα πεδία της εγχώριας θεατρικής γραφής σε εποχές που ακόμα μεσουρανούσαν, αποκλειστικά, τα άστρα του Καμπανέλλη και του Διαλεγμένου , από το «περιθώριο» κατάφερε και έθεσε σε νέα τροχιά την ελληνική δραματουργία.
Το Παρίσι τον γνώρισε χάρη στον Πατρίς Σερό και η Αθήνα , μεταγενέστερα, χάρη στο Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ποτέ δεν έγινε όμως ο ευρέως δημοφιλής δραματουργός . Ούτε κι όταν ακόμα το χειμαρρώδες πεσιμιστικό σκηνικό δοκίμιό του «Πεθαίνω σαν χώρα», μετασχηματίστηκε, έξω πια από την Πειραιώς 260, σε ένα ζωντανό κοινωνικοπολιτικό γεγονός, ερχόμενο από το παρελθόν να σχολιάσει προφητικά και δυσοίωνα το παρόν μας.
Το έργο του δεν εμπεριείχε όμως τις ποιότητες για να καταστεί ο δημιουργός του ένας λαϊκός συγγραφέας. Εκλεκτικός, στυλίστας , «αποκλίνων», διακειμενικός, υπερβολικά διανοούμενος για τις συνήθειες του ελληνικού θεατρικού γίγνεσθαι , ο Δημητριάδης δεν προσφερόταν για να αποτελέσει τον διάδοχο- συνεχιστή του Καμπανέλλη ή του Σκούρτη .
Σήμερα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών επιχείρησε να καλύψει το χάσμα τριών δεκαετιών ημιαφάνειας με ένα μίνι αφιέρωμα στο έργο του. Το homage που ολοκληρώθηκε την Κυριακή απαρτιζόταν από μια παράσταση («Ο Κυκλισμός του Τετραγώνου» ) και τρία αναλόγια («Εκκένωση »,«Φαέθων» και « Το Άγγιγμα του βυθού») – θα περιμέναμε να ήταν 4 οι παραστάσεις, αλλά στη χώρα αυτή συμβιβάζεσαι και με αυτό που μέχρι πρότινος δεν ήταν διόλου προφανές.
Στην πρώτη συνέντευξή του, μετά την σκληρή επίθεση που δέχτηκε από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=392458), αποκαλύπτει ξανά πως ο δημόσιος λόγος του μπορεί και είναι ειλικρινής όπως η suis generisδραματουργία του .
-Στενοχωρηθήκατε , θυμώσατε με τη νέα επίθεση του Κ.Γεωργουσόπουλου;
«Και τα δυο. Ήταν σαν μια νεκροφάνεια. Δείχνει μια διανοητική πώρωση και συγχρόνως μια νοσηρή εμμονή προς ένα πρόσωπο που για τον Κ.Γ. εκπροσωπεί ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει για την Ελλάδα και το θέατρο το ελληνικό. Ήταν μια έκπληξη δυσάρεστη λόγω του γεγονότος ότι αυτός ο άνθρωπος παραμένει προσκολλημένος σε ό,τι υποστήριζε όλα αυτά τα χρόνια οδηγώντας στην έκπτωση και στον θάνατο του ελληνικού θεάτρου και του θεατρικού έργου, μέσω της τάσης να ταξινομηθεί και να μπει σε κανόνες το τι πρέπει να είναι ένα ελληνικό έργο» .
-Για ποιο ακριβώς λόγο επιμένουν κάποιοι άνθρωποι να μην σας αναγνωρίζουν;
«Γιατί το έργο μου από τη φύση και το χαρακτήρα του έχει μια άλλη κατεύθυνση από τη δραματουργία που κυριαρχούσε όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή, είναι ένα έργο που δεν αρμόζει με όλο αυτό τον ελληνοκεντρισμό που επιδιώκεται μέσα από τη δραματουργική γραφή . Αυτή η παρέκκλιση αφορά κι εμένα τον ίδιο ως άνθρωπο».
-Γιατί επιλέξατε εξαρχής να εκφραστείτε κυρίως μέσα από τη θεατρική γραφή;
«Διότι στη θεατρική γραφή , στο θέατρο το υλικό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Εχεις τη δυνατότητα να γίνεις ο δημιουργός του ανθρώπου εκ νέου, να αναλάβεις όλη την ανθρώπινη φύση και να τη χειριστείς ανάλογα με τις ιδέες σου, την εποχή σου …».
-Τον άνθρωπο παρατηρείτε πρωτίστως ή κάνετε βουτιές εντός σας γράφοντας ;
« Η βουτιά εντός μου προηγείται και είναι μόνιμη η κατάστασή μου στο βυθό. Αλλά είμαι και σε συνεχή επαφή και επικοινωνία με το περιβάλλον μου».
-Θεωρείτε ότι υπάρχουν ποιότητες στη γραφή σας που σας διαφοροποιούν σαφώς από τους υπόλοιπους Ελληνες δραματουργούς ;
« Τα βασικά χαρακτηριστικά της δραματουργίας μου είναι τα προαιώνια .Ο έρωτας, ο θάνατος , η ταυτότητα, η γνησιότητα, η υπέρβαση των ορίων –η υπέρβαση του γνωστού-, η σύγκρουση με τα στερεότυπα –κοινωνικά, ηθικά ,σεξουαλικά, ερωτικά, αισθητικά. Η διάθεση να πάμε πέρα από κάτι, να φτάσουμε πέρα από αυτό. Και αυτό είναι ακριβώς το θέμα και του «Κυκλισμού του Τετραγώνου» και των υπόλοιπων έργων μου που παρουσιάστηκαν στη Στέγη .Η τάση να υπερβούμε το σημείο στο οποίο έχουμε φτάσει ».
-Γιατί τα συγκεκριμένα τέσσερα έργα δεν είχαν ανεβεί ποτέ στην Ελλάδα;
« Έχει δημιουργηθεί όπως ξέρετε μια παγιωμένη κατάσταση, η οποία έχει επιβληθεί από κάποια κέντρα εξουσίας, που επέβαλαν μια κατεύθυνση δογματικά, φανατικά . Απέρριπταν οτιδήποτε θα ανέβαζε ακόμα και το νήμα του προβληματισμού. Ήθελαν να παραμείνουν όλα σε μια εντοπιότητα οικεία, εύκολη, προσβάσιμη, αναγνωρίσιμη. Κάτι που θέλανε να αναπαράγεται με αντικείμενο αναφοράς το σημερινό Έλληνα. Λες και ο σημερινός Έλληνας αποτελεί την πεμπτουσία του σύμπαντος κι όχι ο άνθρωπος ο ίδιος, δηλαδή, η ανθρώπινη οντότητα σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή που προκαλεί και όλες τις εξάρσεις- είτε πρόκειται για κείμενα σαν του Γεωργουσόπουλου είτε πρόκειται κυρίως για το γεγονός ότι το αφιέρωμα αυτό συμπίπτει με μια ιστορική στιγμή, πράγμα που με κάνει να αξιολογώ και να δέχομαι τις τρεις δεκαετίες ηθελημένου παραγκωνισμού που προηγήθηκαν».
-Υπήρχαν κι ανεξάρτητες φωνές στο θέατρο . Γιατί δεν κάνανε κάτι με το έργο σας ;
«Γιατί ήταν ανίσχυροι. Ο Μαρμαρινός ανήκει στις περιπτώσεις καλλιτεχνών που έχουν κάτι ρηξικέλευθο και κάτι που παρεκκλίνει από την κεντρική οδό. Που επιλέγουν δρόμους και κατευθύνσεις που δεν συνάδουν με το γνώριμο κι αποδεκτό».
– Έχω όμως την αίσθηση, κύριε Δημητριάδη, ότι ζούμε πλέον σε εποχές που τα όρια μεταξύ αποδεκτού και μη έχουν χαθεί.
« Στην Ελλάδα, σε όλους του τομείς, τα ταμπού παραμένουν πανίσχυρα . Κι εγώ καθημερινά ανακαλύπτω ότι η επιφάνεια κρύβει κάτι που διατηρεί την ισχύ του. Και είναι δεν άλλο από το συντηρητικό και το απορριπτικό!».
-Λέτε ότι χαίρεστε που ειδικά σήμερα, σε αυτή την ιστορική στιγμή, έγινε το αφιέρωμα στο έργο σας.
« Διότι ακριβώς τα έργα που παρουσιάζονται έχουν να κάνουν ως θεματολογία με αυτό το βαθύτερο ζητούμενο της στιγμής αυτής. Είμαστε ως χώρα, ως λαός σε ένα οριακό σημείο. Όσα προσπαθήσαμε να κάνουμε για να επιβιώσουμε και συγχρόνως να αποδείξουμε ποιοι είμαστε έχουν αποτύχει. Και τα τέσσερα αυτά έργα μιλούν για αυτή τη διάσταση. Όλα τα πρόσωπα των έργων αυτών ομολογούν μια αποτυχία και ταυτόχρονα την προσπάθεια να πάνε πέρα από αυτή, να συνεχίσουν. Το ανέφικτο είναι το άγνωστο ,αυτό στο οποίο δεν έχουμε πάει ακόμα. Είναι το πέραν του γνωστού και του εξαντλημένου. Έχουμε περιθώρια τεράστια μέσα μας για να προχωρήσουμε και προς άλλες κατευθύνσεις. Και τα 4 έργα αυτό δείχνουν μέσα από τη φόρμα και την έκφραση της ανάγκης των ανθρώπων να αποκτήσουν κρυμμένες διαστάσεις . Κάτι που αντιστοιχεί στην ανάγκη ολόκληρης της κοινωνίας , ως χώρας και ως συλλογικότητας».
-Μιλάμε για θέματα γραφής και δημιουργίας…
« Ναι, αλλά αυτά δεν είναι κλεισμένα στον εαυτό τους!».
-Εσείς είστε άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του;
«Ως συγγραφέας πρέπει να κλείνομαι για να γράψω. Αλλά το κλείσιμο αυτό είναι και το μεγαλύτερο άνοιγμα. Δηλαδή, είμαι πολύ πιο ανοικτός όταν είμαι μέσα στο δωμάτιό μου και δουλεύω».
-Γίνεστε όμως αποδέκτης όσων συμβαίνουν έξω από αυτό;
«Πιστεύω πως ναι».
-Η επικαιρότητα σας ταράσσει, σας «ενεργοποιεί» ;
«Δεν μπορώ να γράψω αν δεν είμαι υπό το βάρος της πραγματικότητας . Η πραγματικότητα με πιέζει και με ωθεί. Το βασικότερο κίνητρό μου είναι το βίωμα. Δεν ξεκινώ από ιδέες, ή κείμενα που συνεχίζουν να αποτελούν σημεία αναφοράς μέσα από τη γραφή μου».
-Η σχέση σας με την επίσημη πολιτική υφίσταται;
«Εκεί δεν έχω καμία σχέση, διότι κι αυτή ανήκει στα τετελεσμένα. Πρέπει να επινοηθεί μια νέα πολιτική και οι αφετηρίες του πολιτικού να αλλάξουν άρδην . Θεωρώ σημαίνουσα τη δύναμη και την αναγκαιότητα του ποιητικού λόγου μέσα στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι .Πρέπει το ποιητικό να βρει, δηλαδή, την πολιτική του μετουσίωση . Κι ένας χώρος που μπορεί αυτό να τελεστεί με ευφάνταστο τρόπο είναι το θέατρο. Αυτό πρέπει να είναι θέατρο σήμερα. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που περιμένουμε τη μετάβαση σε κάτι άλλο. Πρέπει να σκεφτούμε σήμερα πολύ σοβαρά τη μετουσιωτική δυνατότητα και λειτουργία του θεάτρου όσο αφορά το πραγματικό και καθημερινό βίωμα».
-Ψηφίζετε;
« Ψηφίζω ως πολίτης αλλά δεν ψηφίζω ως άνθρωπος. Δεν συμμετέχω εσωτερικά. Κάποτε ταυτιζόμουνα, έβρισκα σε κάποια πολιτική έκφραση και μια δική μου ανάγκη να εκπροσωπείται. Σήμερα με απογοητεύει, με απελπίζει, με οδηγεί σε θυμό η πολιτική. Βιώνουμε αυτή την επανάληψη του ίδιου από την οποία θέλουν να βγουν και τα πρόσωπα του έργου μου ,μια επανάληψη που στην πολιτική βλέπουμε στην πιο αχρεία και προσβλητική διάσταση. Άνθρωποι που είναι στα πράγματα τόσα χρόνια δεν θέλουν να ξεκολλήσουν και μας αναγκάζουν να βιώνουμε την επανάληψη του ίδιου ».
-Η ατιμωρησία των πολιτικών δεν είναι εξίσου προσβλητική ;
«Έχω γράψει ένα κεφάλαιο στην «Ανθρωπωδία» ,τον Τιμωριώνα. Σε μια φανταστική βουλή οι ομιλούντες είναι καταδικασμένοι να μην μπορούν να αρθρώσουν ούτε μία λέξη. Η αφωνία πιστεύω είναι η μεγαλύτερη τιμωρία τους. Να χάσουν οι πολιτικοί τις λέξεις. Να μην μπορούμε πια να τους ακούμε .Αυτό θέλω. Να τιμωρηθούν με την αφωνία και να εξαφανιστούν».
-Τη σχέση σας με τους συνανθρώπους σας πώς θα την περιγράφατε;
«Ατελή και δύσκολη».
– Αγαπάτε τον άλλο;
« Τον έχω ανάγκη».
-Θα θέλατε να έχετε αποκτήσει παιδί;
«Θεωρώ ύψιστο γεγονός τη δημιουργία ενός ανθρώπου. Παρόλα αυτά, αυτό στην περίπτωσή μου ισοφαρίζεται, αναπληρώνεται από το γεγονός ότι δημιουργώ ανθρώπους παρέχοντάς τους ό,τι χρειάζονται για να γίνουν πραγματικά πρόσωπα. Μιλώ για μια εσωτερική, πνευματική, συναισθηματική δημιουργία-κυοφορία κατά την οποία έχω την παλέτα όλης της ανθρώπινης φύσης στα χέρια μου. Αλλωστε τα πρόσωπα του «Κυκλισμού» έχουν τα ονόματα των χρωμάτων. Αυτό ίσως με οδηγήσει σε μια τοιχογραφία ή σε προσωπογραφίες. Στο να φτιάξω μια αναπαράσταση της ίδιας της ζωής».
-Η συγγραφή ενός έργου είναι μια εύκολη κυοφορία;
« Στη αρχή ήταν μια πιο μακροχρόνια κυοφορία. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο που μπορώ να γράφω ένα έργο ξεκινώντας από μια λέξη ,από ένα τίτλο. Και υπάρχει πλέον μια ταχύτητα που ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να την εξηγήσω ».
-Γράφετε κάτι νέο;
« Πολλά».
-Ταυτόχρονα;
«Μόνο έτσι μπορώ πλέον ».
– Ο έρωτας τι ρόλο παίζει σε όσα συζητάμε;
« Κεντρικό. Καταλυτικό. Απόλυτο . Ο έρωτας συμπυκνώνει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Ακόμα και την πολιτική. Πιστεύω ότι μια αναθεώρηση ή μια άλλη αξιολόγηση της ερωτικής διάστασης μπορεί να παράγει και νέες μορφές πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Από εκεί εξαρτώνται όλα ».
-Δεν πιστεύετε στον Θεό…
«Πιστεύω ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει ο θεός»
-Η υστεροφημία σας έχει απασχολήσει;
«Είμαστε καταδικασμένοι να ξεχαστούμε. Οχι μόνο γιατί είμαστε θνητοί. Αλλά και γιατί αυτοί που έρχονται μετά από εμάς είναι θνητοί επίσης. Πολλά έργα επιβιώνουν κι αυτά είναι τα κορυφαία. Αλλά δεν μπορώ να εντάξω τον εαυτό μου σε αυτή την κατηγορία».