Αντώνης Καρτσάκης (*)
Στην πόρτα μου κρεμασμένο το ποίημα, δώρο ευγενικής ψυχής, αγνάντευε την ομορφιά. Ήταν το ίδιο ομορφιά κι από τον πρώτο στίχο κήρυσσε την επιστροφή στην αρχέγονη ουσία μας, μεταπλάθοντας το «γενοι’ οίος εί» στο «γενοίμεθα οίοι εσμέν».
Το ποίημα αναζητούσε την ομορφιά. Το ωραίο στην Ώρα του. Το Ωραίο και το Υψηλό έξω απ’ το χρόνο. Έπαιρνε άλλοτε σχήμα αγκαλιάς, σώμα που κρατούσε κατιτίς στην αγκαλιά του:
Από το πρόσωπό του
Σηκώθηκε ένα περιστέρι ίδια χαμόγελο
Και η πρόθεση για το κακό
Ανέβαλε ευθύς τα σχέδιά της (σ. 18).
Μας διαβάζει καλά το ποίημα. Διαβάζει τη βαθιά επιθυμία μας «να μείνουμε πίσω», όταν «οι πολλοί ξεγελασμένοι πως αλλάξαν οι καιροί / μπάρκαραν όπως όπως / με σημαία ευκαιρίας», όταν «εξαργύρωναν όσο όσο ανεπίδοτη αγάπη / έναντι πινακίου ηδονής», όταν
Οι πολλοί είχαν μεγάλη ανάγκη να ξοδέψουν
Καθώς φοβόντουσαν πολύ να ξοδευτούν
Πληρώναν όσο όσο
Να λησμονήσουνε το θάνατο
Να εξαγοράσουνε την ομορφιά
Να βεβαιώσουν την αγάπη (σ. 23).
Το ποίημα λοιπόν, που έβλεπε τη ζωή απ’ το μέλλον, μας οδηγούσε σε πικρό αναστοχασμό και μας ενθάρρυνε να πιάσουμε μολύβι και χαρτί για να μην ξεχάσουμε τα σπάνια είδη που είχαμε λάβει εντολή να επιβιβάσουμε ένα ένα και να διασώσουμε στην κιβωτό του μέλλοντος:
Ένα η αντίσταση
Ένα η αλήθεια
Ένα η αγάπη
Ένα η αξιοπρέπεια
Ένα η αλληλεγγύη
Όλα η ομορφιά (σ. 24).
Κι έπιανε το ποίημα τη διάχυτη ανθρωπιά που πλανιόταν στον αέρα και μας έδειχνε πώς να κρατιόμαστε και με τα δυο μας χέρια απ’ τον εαυτό μας για να μη φοβόμαστε την πτώση. Γενναίο το ποίημα αψηφούσε τη ρητή εντολή των φθονερών αρχόντων της ζωής που πρόσταζαν:
Στο σκοτάδι βυθίστε τη νύχτα
Μην ανάψει ουτέ καν ένα όνειρο
Μην ξυπνήσει ούτε καν μια ελπίδα (σ. 27)
Το ποίημα, αντίθετα, ένωνε τη φωνή του με την ανυπότακτη γλώσσα των παιδιών, «που τα λένε αλήτες», και πυρπολούσε το σκοτάδι της νύχτας:
Ανάψτε όλα τα όνειρα
Ξυπνήστε οι ελπίδες
Σάρκα είμαι
Εκείνης που κρατά
Του ήλιου τις λεπίδες (σ. 27).
Κι έκανε το ποίημα να δακρύζουν οι ιδέες με αξιοπρέπεια κι εσμίλευε αδιάκοπα την ομορφιά πάνω στην ευταξία του χάους κι έπιανε στον αέρα της λουίζας το ναρκισσισμό, του θυμαριού την προσευχή, τον έρωτα του πρωϊνού, τον πόθο του μεσημεριού, τον ίμερο του δειλινού, κι άναβε ταπεινά το κεράκι του στην ηδονή, καθώς διψούσε πολύ το ποίημα, κι αντλούσε πάντα απ’ του δικού του κόσμου τα κοιτάσματα για να ’ναι στέρεο, κι αποστρεφόταν τη βαρυστομαχιά της γνώσης, την ξιπασιά της τεχνικής, κι έκλεινε το ποίημα με τον Έρωτα του Ωραίου και χαιρόταν την αναλαμπή της ζωής μες στο σκοτάδι κι έκανε ποίημα τη ζωή:
Ένα ποίημα είναι η ζωή
Όσο ο λόγος γίνεται φωνή
Μοιάζει τόσο τόσο τραγική
Μήπως να ’ναι ο θάνατος αυτή
Και ο θάνατος να είναι η ζωή (σ. 70).
Δώρο ασημένιο ποίημα. Δώρο χρυσό ποίημα στο έβγα του χρόνου που με μαθαίνει να διαβάζω τη ζωή. Γιατί «των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον». Και με οδηγεί στην ομορφιά και στην ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Με ψηλαφητή ευγένεια, αφτιασίδωτη, με πρώτη την αρχοντιά της γλώσσας. Μιας γλώσσας τιθασευμένης που εκπορεύεται από βαθιούς υποστασιακούς πυρήνες και μεταγγίζει την αμεσότητα, όπως η αφή την αίσθηση. Ευλογημένο το ποίημα και ο ποιητής.
info: Αντώνης Κούτης, Απέναντι στην ομορφιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2009
(*) Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι φιλόλογος.