Του Χρήστου Τσιάμη.
Προφανώς, ο τίτλος του κειμένου χρωστάει πολλά στον Ζαν Λυκ Γκοντάρ (Jean Luc Godard). Κι ενώ ο τίτλος για το κινηματογραφικό του έργο «Δυο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω γι Αυτήν» (‘deux ou trois choses que je sais d’ elle’) υπαινίσσεται ότι το αντικείμενο της σπουδής του, μια γυναίκα, είναι ένα βαθύ μυστήριο και ότι μπορεί να σου βγει ένα ολόκληρο έργο αν είσαι τυχερός να έχεις ακόμα και μιαν ελάχιστη γνώση του, στην περίπτωση του διαδικτύου φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, είναι τόσο «ανοιχτή» η φύση του, που όλοι όσοι έχουμε αποκτήσει μιαν ευχέρεια συναναστροφής μαζί του έχουμε την εντύπωση ότι τίποτα δεν μπορεί να μας ξεφύγει. Ότι η σχέση του μαζί μας είναι ένα «ανοιχτό βιβλίο». Γι αυτό θεωρώ ότι δεν σας «κομίζω γλαύκα» με τις παρακάτω παρατηρήσεις. Δεχτείτε το κείμενο αυτό απλώς σαν μια υπενθύμιση.
Πρώτον, το διαδίκτυο υποσκάπτει, και πιθανόν υποβαθμίζει, τον ρόλο του συγγραφέα. Από παλιά, ο μυθοπλάστης συγγραφέας (μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός) δημιουργεί ένα απόσταγμα φωνών και χαρακτήρων μέσα στις ιστορίες του όπου καθρεφτίζεται η κοινωνία του (η σύγχρονη ή και η ιστορική). Και ο αναγνώστης πάει στο λογοτεχνικό δημιούργημα να βρει φωνές να ταυτισθεί μαζί τους, να μάθει κάτι, να προβληματισθεί. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει: όλοι γράφουν, κάθε μέρα, ανελλιπώς, ασταματητί, τους δικούς τους μονολόγους (γιατί ουσιαστικά αυτό είναι κι ας ποζάρουν υπό μορφή διαλόγου σε μηνυμάτων ανταλλαγή, σε αναρτήσεις στο facebook, σε blogs, σε tweets). Γράφουν και ακούνε τη δική τους φωνή. Και δημιουργείται μια κοινωνία αποδεκτών στο διαδίκτυο για του καθενός την ιστορία της στιγμής. Και αυτό τους αρκεί. Ποιος έχει ανάγκη από σύνθετους, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες σε μια επινοημένη ιστορία που αντικατροπτίζει τις πτυχές μιας κοινωνίας, σε χρόνο συγκεκριμένης ιστορικότητας; Ποιος έχει ανάγκη από ήρωες, από έναν Γιάννη Αγιάννη ή μιαν Άννα Καρένινα; Έχουμε πια μιλιούνια από χαρακτήρες-ήρωες: τον καθένα που καταθέτει δια ηλεκτρονικής γραφής κάθε στιγμή της ζωής του. Και ο χρόνος έχει μια φύση νευρικώς ελαστική: τεντώνεται και συρρικνώνεται συνεχώς –το υποχείριο, προφανώς, μυστικών αλγορίθμων.
Κάποιες μετρήσεις κοινωνιολόγων στην Αμερική ρίχνουν φως στις παραπάνω μετατοπίσεις. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των εφήβων στην Αμερική που θεωρούν τους εαυτούς τους «πολύ σπουδαίους» αυξήθηκε από 12% το 1950 σε 80% το 2005. Μια άλλη μέτρηση αφορά την δίψα για φήμη. Το 1967, σε μια λίστα από 16 στόχους που θα ήθελαν να επιτύχουν στη ζωή τους, οι νέοι άνθρωποι στην Αμερική είχαν κατατάξει τη «φήμη» πολύ χαμηλά (ως τον υπ’ αριθμόν 15 στόχο). Το 2007, το 51% των νέων είχαν δηλώσει ότι η απόκτηση φήμης ήταν μια από τις πιό βασικές φιλοδοξίες τους.
Δεύτερον, το διαδίκτυο χειραγωγεί, βάσει σχεδίου, τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο του χρήστη με αποτέλεσμα να μειώνει την ενεργή συμμετοχή του στη διαμόρφωση του αισθητικού και πολιτικού του είναι. Η λογοτεχνία ζει σε σχέση με τον αναγνώστη, με την περιέργεια του, με την όρεξη του και με την ικανότητα του να αναζητά και να αποδέχεται την ανανέωση όπου την βρει και τον…τσιγκλίζει. Το διαδίκτυο, λοβοτομεί τον αναγνώστη και του στερεί όλες τις παραπάνω αρετές.
Είναι γνωστό πια ότι οι Άρχοντες του Διαδικτύου (μεταφράζουμε απ’ ευθείας αυτό που μας ήρθε στον νου αγγλιστί: Masters of the Internet – με προφανή αναφορά στο Masters of War του Μπόμπ Ντύλαν), αυτοί οι νεαροί δηλαδή που κυβερνούν το διαδίκτυο με δυο ή τρείς μεγάλες εταιρείες, δεν στρατολογούνε μόνο χιλιάδες μηχανικούς λογισμικού αλλά και έναν εξίσου μεγάλο αριθμό επιστημόνων που είναι ειδικοί σε ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς (behavioral scientists). Αυτοί μελετάνε τις κινήσεις σου στα πλήκτρα των τηλε/υπολογιστών, και τις αναζητήσεις σου στον κυβερνοχώρο, και έτσι εντοπίζουν το ψυχικό και πνευματικό σου γίγνεσθαι. Κατόπιν σου προσφέρουν εκείνα που ποθείς και αναζητάς (φορές φορές ακόμα και προκαταβολικά!) κι έτσι σε ακινητοποιούν σε έναν τροχό συνεχούς κίνησης όπου περιφέρεσαι με ταχύτητα μα…δεν πάς πουθενά.
Αυτό έγινε εμφανές στις πρόσφατες Αμερικανικές εκλογές. Τα κοινωνικά μέσα επικοινωνίας (social media), ειδικά το facebook, προσέφεραν πολιτικά νέα σε κάθε συνδρομητή ανάλογα με το πως τον είχε «σταμπάρει» η εταιρεία. Ανακύκλωναν δηλαδή τις προτιμήσεις τους. Λένε, ότι η έλλειψη αντίθετων απόψεων και μιας κριτικής συζήτησης είχε σαν αποτέλεσμα την πρωτοφανή πολιτική πόλωση που παρατηρείται στον Αμερικάνικο σώμα των ψηφοφόρων. Και αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές, περίπου οι δυο στους τρεις Αμερικάνοι πάνε γιά τις «ειδήσεις» τους στο διαδίκτυο.
Τρίτον, πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι όταν διαβάζουμε ένα κείμενο μέσω του διαδικτύου (ή απλώς στην οθόνη μιας ηλεκτρονικής συσκευής) η αναγνωστική εμπειρία είναι ελλιπής, σε σύγκριση με την ανάγνωση κειμένων σε έντυπη μορφή. Ο αναγνώστης, λένε, συγκρατεί λιγότερα, ειδικά όταν πρόκειται περί συσχετισμών και ιδεών. Κατά συνέπεια, για ένα λογοτεχνικό έργο, θα λέγαμε εμείς, μειώνεται η ικανότητα μιας βαθύτερης του ανάγνωσης που ανακαλεί, συγκρίνει, συλλογίζεται κι έτσι εντείνει την ευχαρίστηση.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτή την τελευταία παρατήρηση, όσοι δεν συμφωνείτε με τα παραπάνω μην ανησυχήσετε καθόλου για τυχόν ανωφελή χρήση της νοητικής σας αποθήκευσης (memory storage) . Το παρόν σημείωμα θα αποσβεστεί στο πι και φι με την επαναληπτική, σαν γομολάστιχα, κίνηση των δακτύλων στο γυαλί για την ανανέωση του περιεχομένου της οθόνης σας. Για όλους τους υπόλοιπους, προτείνω να στείλετε αμέσως τούτο κείμενο στον εκτυπωτή…