της Κλημεντίνης Βουνελάκη
Πώς είναι να χορογραφείς πλησιάζοντας την ηλικία της ωριμότητας; Είναι βέβαιο τεκμήριο ανθεκτικότητας στο πέρασμα του χρόνου – γεγονός διόλου αυτονόητο στα ελληνικά συμφραζόμενα της κακής θεσμικής θωράκισης και της ουσιαστικής απουσίας εθνικής πολιτικής για τον χορό. Δύο γυναίκες χορογράφοι, γεννημένες τη δεκαετία του 1970, με σπουδές σε σημαντικές σχολές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και διαρκή παρουσία στα ελληνικά χορευτικά πράγματα έτυχε να παρουσιάσουν πρόσφατα το νέο τους έργο. Με εξαίρεση το γεγονός ότι είναι του ίδιου φύλου και ότι ανήκουν στην ίδια γενιά, δεν μοιάζει να έχουν άλλα κοινά χαρακτηριστικά. Φυσικά, η ιστορική συγκυρία επιδρά καθοριστικά στην καλλιτεχνική πράξη, καθώς ο ιστορικός χρόνος τέμνεται με τον ατομικό. Μιλώντας με αισθητικούς όρους, πίσω από αυτή την πανσπερμία τάσεων αποκαλύπτεται η καταλυτική επιρροή του μεταμοντέρνου κινήματος, έστω και ετεροχρονισμένα και ταυτόχρονα η αγωνιώδης αναζήτηση ταυτότητας πίσω από τη φαινομενική ελευθεριότητα ή αυθαιρεσία που συχνά υπονομεύει την ουσιαστική ελευθερία έκφρασης.
Χορογραφώντας με πάθος ή αλλιώς μια οπερατική, α λα arte povera, εκδοχή για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου
«Γιατί ο Έρωτας που είναι τόσο γλυκός στην όψη, αποδεικνύεται στην πράξη τόσο τυραννικός και αποτρόπαιος;» Σαίξπηρ
Από τη μυστηριώδη όσο και καταπιεσμένη ήπειρο της γυναικείας σεξουαλικότητας μοιάζει να αρδεύει την έμπνευσή της η Μαρία Γοργία, ιδρύτρια της ομάδας χορού αμάλγαμα, εδώ και δυο δεκαετίες. Με αισθητικούς όρους «αμαλγάματος» και αντι-κομφορμιστική διάθεση, έρχεται σε ρήξη με την έως τώρα γνώριμη στο κοινό «θεατρική ψευδαίσθηση»: τοποθετεί τα δρώμενά της σε μη συμβατικούς θεατρικούς χώρους, φέρνει σταθερά στο προσκήνιο το νέο, καθημερινό σώμα με τις εμπειρίες του, ενώ τέλος αμφισβητεί τους αισθητικούς κανόνες γύρω από την έννοια του ωραίου. Ανάλογο και το θέμα της πρόσφατης δουλειάς της με τίτλο «Κι αν καταβροχθίζαμε ο ένας τον άλλον;» που μας εισάγει στην ανατομία της ανθρωποφαγικής περιπέτειας του έρωτα και της δυαδικής σχέσης. Εμφανώς επηρεασμένη από ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις αποπειράται να βάλει στο ντιβάνι την ερωτική επιθυμία, μακριά φυσικά από τον σεβασμό της ιδιωτικότητας, αλλά τουναντίον, βγάζοντας όλα τα άπλυτα στη φόρα «με την εκκωφαντική μπαναλιτέ και μια διάθεση σαρκαστικής ανατροπής» όπως εύστοχα επισημαίνει στο εισαγωγικό κείμενο του προγράμματος η Έφη Γιαννοπούλου . Η αλμοδοβαρική θέαση της χορογράφου είναι εξόφθαλμη, την εντοπίζουμε σε όλες τις παραγωγές των τελευταίων χρόνων, έχει γίνει κάτι σα μανιέρα ή σαν εμμονή. Τα ετερόκλητα υλικά που συμπλέκονται – κίνηση, λόγος ( “Κουαρτέτο” του Χάινερ Μύλλερ, “αποσπάσματα του ερωτικού λόγου” του Ρολάν Μπαρτ, ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, μουσική( από την όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη», οπερατική φωνή ( η εξαιρετική Νάνσυ Παπακωνσταντίνου), καθημερινά(μπανάλ) αντικείμενα, συνδιαμορφώνουν την αφήγηση με διαφορετικό ειδικό βάρος το καθένα. Το δρώμενο κινείται με βεβαιότητα στην επικράτεια των σημείων του λόγου του Μπαρτ. Είναι η κινητήρια δύναμη – εν αρχή ήν ο λόγος – και πώς άλλωστε να αντισταθεί κανείς στη σαγήνη των «αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου»;
Από την πυρετώδη ροή ετερογενών υλικών που κατακλύζεται ο θεατής, η συναρμολόγηση των θραυσμάτων γίνεται ανάλογα με τις εκλεκτικές συγγένειες : η σκηνή με το γυμνό, ερωτευμένο ζευγάρι αποτελεί αναμφίβολα την αιχμή του δόρατος, με τα επί μέρους κεφάλαια στο δικαστήριο ή στο πλοίο να μοιάζουν προσχηματικά. Το ίδιο και η ενεργή παρέμβαση της ίδιας της χορογράφου ως αφηγήτριας ή ως ερωτιδέα που αγγίζει μια διάσταση ποπ, ναρκισσιστικού κιτς. Αν ο έρωτας είναι σαρκικός και πνευματικός μαζί, εδώ η επικέντρωση βρίσκεται εξολοκλήρου στη σαρκική, ηδονιστική του πλευρά. «Ο ερωτευμένος θα μπορούσε να οριστεί ως ένα παιδί εν στύσει», είναι το μότο που την πυροδοτεί. Ο γνώριμος φαύλος κύκλος υποθηκεύει τη συνέχεια: επιθυμία, συνουσία, κορύφωση του ερωτικού πάθους, για να ακολουθήσει η παρακμή των αισθήσεων και η ψυχαναγκαστική επανάληψη. Στο όνειρο της απόλυτης ένωσης παραμονεύει η παθολογία της “συγχώνευσης” που αποδίδεται με ένα ευρηματικό συνθετόμορφο του ανυπόφορου «δύο σε ένα», ενώ μια άλλη εικόνα που μνημειώνει τον πόθο είναι ο παρατεταμένος γυμνός εναγκαλισμός. Το χορογραφημένο ισοδύναμο ενσαρκώνεται από το εξαιρετικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι – Μαρκέλλα Μανωλιάδη και Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου.(Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το απενοχοποιημένο γυναικείο γυμνό όπως το φέρει η Μ. Μ. έχει γράψει ιστορία στην ελληνική χορευτική σκηνή, ήδη από την πρώτη παρουσίαση του “Human Female Study”(2004) σε χορογραφία της Α. Παπαδαμάκη.)
Χορογραφώντας εκ των ένδον
Ανασκαφές στο τοπίο της μνήμης, ήρεμα και αργά, αποπειράται η Παναγιώτα Καλλιμάνη με το “Allez viens” στο φουαγιέ του Εθνικού Θεάτρου. Με σπουδές και πλούσια εμπειρία η ίδια ως περφόρμερ σε σημαντικές ομάδες σύγχρονου χορού στη Γαλλία – ανάμεσά τους οι Μπουβιέ – Ομπαντιά και ο Ζοζέφ Νατζ – χορογραφεί εκλεκτικά τα τελευταία χρόνια υιοθετώντας με σπάνια προσήλωση μια ποιητική του ελαχίστου. Για την καινούργια της δουλειά επιλέγει μια μη παραδοσιακή θεατρική σκηνή και ως ερμηνευτές, ηθοποιούς κάποιας ηλικίας και όχι χορευτές. Στην ψηλοτάβανη αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού με τις περίτεχνες γύψινες διακοσμήσεις της οροφής και τους κρυστάλλινους πολυελαίους, περιμένει τον θεατή μια ζωντανή installation με τέσσερα ηλικιωμένα ζευγάρια, καθισμένα λίγο πριν αρχίσει μια χοροεσπερίδα. Πρόκειται για μια παράδοξη γιορτή – πρόσκληση σε χορό με καλεσμένους νοητά όλους εμάς, δηλαδή το κοινό της παράστασης. Αν ο χορός είναι συνυφασμένος με τη νεότητα και τη θορυβώδη διασκέδαση, εδώ είναι όλα σιωπηλά και χαμηλά φωτισμένα. Ακινητούν εκτός χρόνου. Κι εμείς, καθισμένοι σε απόσταση αναπνοής από το δρώμενο αφουγκραζόμαστε ότι διαδραματίζεται δίπλα μας ανεπαισθήτως: μούτες, συσπάσεις, ματιές που ανταλλάσσουν ανά ζεύγη, τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες. Η επιλογή της γλώσσας της σιωπής από τη χορογράφο για οκτώ ηθοποιούς με τόσο σημαντική σκηνική εμπειρία αποδεικνύεται απολύτως εύστοχη. Αν βασικό τους όχημα και εκφραστική ευκολία είναι ο λόγος, η μετατόπιση προς τη σωματικότητα βοηθά να αναδυθεί πρωτογενές υλικό του ασυνειδήτου αβίαστα. Η φυσική φθορά από το πέρασμα του χρόνου μας ακουμπά ψυχή τε και σώματι και οι εξερευνήσεις στο παρελθόν φέρνουν στην επιφάνεια υλικά που μας στοιχειώνουν. Η γλώσσα του σώματος γίνεται παραπάνω από εύγλωττη : κάποιος διαλέγει τη στάση εμβρύου σαν ασύνειδη συσπείρωση στη δική του ύπαρξη ίσως γιατί δεν βρίσκει ανταπόκριση, άλλος σέρνει τα βήματά του γονατιστός, κάποιοι καταφέρνουν και συνομιλούν, αγγίζονται και αγκαλιάζονται, κάποια άλλη ανασηκώνεται πάντα μαζί με την καρέκλα σαν να είναι συνέχειά της. Ιστορίες μοναξιάς, ανέφικτης επικοινωνίας, πλήξης, χειριστικής αγάπης αλλά και πιο σπάνια, πραγματικής αγάπης. Εικόνες τρυφερές και μελαγχολικές μαζί, με τον μετρονόμο να δίνει τον τόνο καθώς ο χρόνος βηματίζει. Oh Life!! Τι χρώμα έχει το γήρας; Ίσως, πράσινο βαθύ, σκοτεινό και ελώδες. Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί, Αλίκη Αλεξανδράκη, Κώστας Γαλανάκης, Γιάννης Δεγαϊτης, Αντώνης Ιορδάνου, Βασίλης Καραμπούλας, Υβόννη Μαλτέζου, Ράνια Οικονομίδου, Αννέζα Παπαδοπούλου ερμηνεύουν εκφραστικά και ουσιαστικά τις εγγραφές του χρόνου, της εμπειρίας και της ζωής τους. Χωρίς περιττά επιχρίσματα της υποκριτικής και της τέλειας γραμμής, υποδύονται με απλότητα ίσως τον εαυτό τους και αυτό είναι αφοπλιστικό για την αμεσότητα που διαθέτει καθώς μεταφέρει αυτούσια συγκίνηση. Απόψε χορεύουμε! ( Κατά το, «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»)