Του Σπύρου Κακουριώτη
Πολλές φορές η τέχνη έχει λειτουργήσει προδρομικά σε σχέση με την ιστορική επιστήμη, προσεγγίζοντας θέματα ταμπού, που η εκάστοτε κοινωνία, συνεπώς και η ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν είναι ακόμη έτοιμη να αντικρίσει κατάματα. Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της ταινίας του Λουί Μαλ Lacombe Lucien (1974), που ανέδειξε τις γκρίζες ζώνες μεταξύ δωσιλογισμού και αντίστασης στην κατεχόμενη Γαλλία, προκαλώντας θυελλώδη πολεμική, καθώς με τον τρόπο αυτό ρηγμάτωνε την λίγο-πολύ ενιαία αφήγηση γκωλισμού και αριστεράς για την αντίσταση.
Στα καθ’ ημάς, είναι η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού, που με την Κάθοδο των εννιά ανέδειξε, σε δύσκολους καιρούς, την αντιηρωική και συνάμα τραγική μοίρα των ηττημένων του ΔΣΕ, ενώ πολλά χρόνια αργότερα, με την Ορθοκωστά, προκάλεσε την μήνιν της αριστερής κριτικής, δίνοντας «φωνή» στους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου και αναδεικνύοντας το (αποσιωπημένο μετά τη Μεταπολίτευση) ζήτημα της βίας του ΕΛΑΣ απέναντι στους τοπικούς πληθυσμούς. Μέσα από την πολυφωνική του αφήγηση, ο Βαλτινός κατόρθωσε να οδηγήσει τους αναγνώστες στην «πρωταρχική σκηνή» της εμφύλιας σύγκρουσης στο μικροεπίπεδο.
Αν το λογοτεχνικό έργο έχει κάποτε αυτόν τον προδρομικό χαρακτήρα, δεν συμβαίνει το ίδιο τις σπάνιες φορές που οι ίδιοι οι λογοτέχνες επιχειρούν μια αμιγώς ιστορική αφήγηση. Όσο κι αν ισχυριστούν ότι δεν υποβλέπουν τον ιστορικό και τον ρόλο του, επικαλούμενοι ως «τεκμήριο αθωωότητος» ότι δεν είναι ιστορικοί, δεν μπορεί, εντέλει, παρά να κριθούν ως τέτοιοι –αν όχι ως επαγγελματίες ιστορικοί, ασφαλώς ως «δημόσιοι ιστορικοί», γιατί ακριβώς σε αυτό το πεδίο εντάσσεται το έργο τους.
Μοιραία, η μελέτη της Αθηνάς Κακούρη Τα δύο βήτα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δημόσια ιστορία και με αυτά τα κριτήρια να εξεταστεί. Λογοτέχνιδα με μακρότατη θητεία, πρώτα στο αστυνομικό και στη συνέχεια στο ιστορικό μυθιστόρημα, επιχειρεί να εξετάσει, με μέσα εξωλογοτεχνικά, τον Εθνικό Διχασμό. Χρονικά, περιορίζεται στην περίοδο 1912-1915, δηλαδή μέχρι την οριστική παραίτηση του Βενιζέλου, ενώ στην αφήγησή της δεν περιλαμβάνει τις σημαντικές εξελίξεις που ακολούθησαν.
Όπως προδιαθέτει και ο τίτλος, την συγγραφέα απασχολούν οι προσωπικότητες, οι «μεγάλοι άνδρες» (γιατί, βέβαια, πάντα άνδρες είναι, ποτέ γυναίκες). Δύο είναι οι πρωταγωνιστές της, ο Βασιλιάς και ο Βενιζέλος, μόνο που οι ρόλοι τους είναι εξαιρετικά άνισοι: Ο Κωνσταντίνος είναι το κεφαλαίο βήτα, ο Βενιζέλος το μικρό. Δευτεραγωνιστές σε αυτήν την αφήγηση επίσης δύο: ο Γεώργιος Στρέιτ, υπουργός Εξωτερικών, και ο οιονεί αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ιωάννης Μεταξάς, αμφότεροι φιλομοναρχικοί και συστηματικοί ημερολογιογράφοι, απ’ όπου η συγγραφέας αντλεί εκτενώς.
Όμως ο Διχασμός υπήρξε μια διαιρετική τομή που διαπέρασε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, απ’ άκρου εις άκρον, και είχε τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής, κοινωνικής και εθνικής σύγκρουσης. Για την συγγραφέα είναι απλώς μια «διαμάχη» δύο ανδρών και τα ερωτήματά της γύρω από αυτόν περιορίζονται στο αν ο Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος ή όχι, αν ενήργησε συνταγματικά ή όχι. Από την απάντηση σε αυτά μπορούν να κριθούν και όλα όσα ακολούθησαν, μοιάζει να ισχυρίζεται, αναζητώντας το «πρώτο κινούν». Όμως η ιστορία δεν υπακούει σε κανένα «πρώτο κινούν», είναι πολυπαραγοντική και ενδεχομενική, χωρίς καμιά τελεολογία, κανένα σιδηρούν νόμο ή ντετερμινισμό.
Για να υπηρετηθεί η «μικρά αλλ’ έντιμος Ελλάς» που αναδύεται μέσα από τις σελίδες των Δύο βήτα δεν απαιτείται ούτε επικαιροποιημένη βιβλιογραφία (λίγες είναι οι παραπομπές σε μελέτες μετά τη δεκαετία του ’80, ενώ λείπουν έργα αναφοράς όπως, εντελώς ενδεικτικά, των Μαυρογορδάτου, Λεονταρίτη, Hering, Ενεπεκίδη κ.ά.) ούτε ιδιαίτερη σπουδή για την αποφυγή παραλείψεων, με κίνδυνο να θεωρηθούν εσκεμμένες (όπως, π.χ., η αποσιώπηση της κρίσιμης διαμάχης Κωνσταντίνου – Βενιζέλου κατά τον Α’ Βαλκανικό για την κατεύθυνση της επιθετικής προσπάθειας, προς Μοναστήρι ή Θεσσαλονίκη).
Ο κατάλογος των σχετικών μειονεκτημάτων θα αποδεικνυόταν μακρύς και, στην πραγματικότητα, δεν έχει νόημα η καταγραφή τους, γιατί το ερώτημα που θέτει το βιβλίο αυτό δεν αφορά τις ιστοριογραφικές αρετές του. Αυτό που θα ήταν γόνιμο να αναρωτηθεί κανείς είναι γιατί ένα τέτοιο βιβλίο εκδίδεται σήμερα και γιατί σημειώνει μια σχετική επιτυχία, φιγουράροντας κατά καιρούς στις λίστες με τα ευπώλητα.
Η ίδια η Αθηνά Κακούρη επιχειρεί μια απάντηση στο πρώτο ερώτημα, σημειώνοντας ότι αυτό που «μας συνέβη» το 1915 «εξελίχθηκε σε ένα δηλητηριώδες χάσμα, του οποίου οι αναθυμιάσεις μας πνίγουν ακόμη και σήμερα». Άραγε, ο Εθνικός Διχασμός λειτουργεί ως διαιρετική τομή σήμερα; Δύσκολα θα το ισχυριζόταν οποιοσδήποτε. Αντιθέτως, είναι ένας άχρονος και αϊστορικός διχασμός που υποβάλλεται σαν ιδέα, η «παντοτινή» εμφύλια διαίρεση των Ελλήνων, έτσι ώστε οι διαμάχες του σήμερα να αντιμετωπίζονται μέσα από το πρίσμα του Διχασμού του 1915. Κατασκευάζεται έτσι μια γενεαλογία του διχασμού και της κρίσης (όπως ανάλογες γενεαλογίες κατασκευάζουν κι άλλα ευπώλητα αφηγήματα, και μάλιστα συγγραφέων με επιστημονική σκευή), χαρακτηριστικά που ανάγονται σε σταθερές της ελληνικής ιστορίας, αδειάζοντας από το εκάστοτε περιεχόμενό τους.
Όμως η συγκρότηση παρατάξεων εκατέρωθεν μιας διαιρετικής τομής δεν γίνεται επειδή αυτή υπάρχει, αλλά επειδή αντικρουόμενα συμφέροντα, σχέδια, προσδοκίες δημιουργούν την τομή και συγκροτούν παρατάξεις.
Αντιθέτως, η συγγραφέας περιορίζεται στη σύγκρουση προσωπικοτήτων, η χαρακτηρολογική περιγραφή των οποίων είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική: στον κρυψίνου και ανερμάτιστο λαοπλάνο Βενιζέλο αντιπαρατίθεται ο στοχαστικός, ολιγόλογος αλλά προσηνής «κουμπάρος», ο λαοφιλής Κωνσταντίνος, σε ένα παιχνίδι ορθολογιστών εναντίον λαϊκιστών. Δεν είναι λοιπόν παρακινδυνευμένη η σκέψη ότι ο Βενιζέλος της Αθηνάς Κακούρη δεν είναι παρά μια μετωνυμία του Ανδρέα Παπανδρέου (ποιος ξέρει, ίσως και μεταγενέστερων ηγετών), ενώ ο Κωνσταντίνος το πρότυπο του ισχυρού ανδρός –ίσως στα μάτια κάποιων μια φιγούρα που παραπέμπει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή…
Ο ξεθυμασμένος παλαιοελλαδίτικος κωνσταντινισμός που αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου, αναπαράγοντας όλους τους κοινούς τόπους του αντιβενιζελισμού, δεν αποτελεί επιστροφή στην παλαιάς κοπής βασιλοφροσύνη. Αντιθέτως, είναι μία, στην ουσία της αντιδραστική, αναζήτηση του «ισχυρού ανδρός» ως υπέρβαση των διχασμών και των κρίσεων του έθνους σήμερα –κι αυτή είναι μια απάντηση πολλαπλώς επικίνδυνη…
info
Αθηνά Κακούρη, Τα δύο βήτα, Εκδόσεις Καπόν, 2016
Αγόρασα χθες το βιβλίο και, μετα απο ανάγνωση 60 σελίδων, προσπαθώ ακόμη να καταλάβω τι μ’επιασε και ξόδεψα 17,5 ευρώ γι’αυτη την αντιιστορική δήθεν ανάλυση, που προσιδιάζει σε κράμα κουτσομπολιού και συνομωσιολογίας.
χρυση
χρυση
Συμφωνω απολυτα μαζι σας.
Λυπούμαι αλλά η κριτική Σας είναι μεροληπτική και αδικεί κατάφορα ένα εξαιρετικό βιβλίο. Πρώτιστο μέλημα του ιστορικού είναι να τεκμηριώνει και να θέτει ερωτήματα. Η κα Κακούρη πράττει και δύο επιτυχώς, δίχως να είναι καν ιστορικός. Το σχόλιο Σας ως προς το κεφαλαίο «β» του Βας. Κων/νου υποδηλώνει άγνοια της περιόδου διότι η συγγραφεύς απλώς χρησιμοποιεί την γραφή που συνηθιζόταν παγκκοσμίως για ηγεμόνες και με την οποία υπέγραφε ο Κωνσταντίνος («Κωνσταντίνος Β.»). Επίσης, την ίδια γραφή θα βρείτε και σε εφημερίδες της εποχής, ενώ ακόμη και σήμερα ο Ανώτατος Άρχοντας (π.χ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας» γράφεται με κεφαλαίο «Π»). Εγκαλείτε την συγγραφέα για την μη αξιοποίηση του τελευταίου βιβλίου του κ. Μαυρογορδάτου. Μα, ο εν λόγω καθηγητής δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν αποδέχεται και δεν μελετάει πηγές των αντιβενιζελικών (εμείς άλλα μάθαμε στην Φιλοσοφική Σχολή ότι οφείλει να κάνει ο σωστός ιστορικός), ενώ εκτέθηκε ανεπανόρθωτα σε συζήτηση ανοικτής τραπέζης (που ο ίδιος προκάλεσε) με τον καθηγητή κ. Ιωαν. Μουρέλο στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, τον Δεκέμβριο του 2016. Επιπλέον, σημειώνετε ότι η βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών κα Κακούρη δεν χρησιμοποιεί τον Λεονταρίτη (προφανώς αναφέρεστε στον φιλοβενιζελικό Γ.Β. Λεονταρίτη, γνωστό ως Georges Leon). Mόνον που το βιβλίο του τιτλοφορείται «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918», ενώ η κα Κακούρη αναφέρεται κυρίως στην περίοδο 1912-1917! Τέλος, ως προς το μύθευμα του τηλεγραφήματος της Θεσσαλονίκης, αυτό έχει καταπέσει από δεύτερα έκδοση της ΓΕΣ/ΔΙΣ του 1939 και από άλλους συγγραφείς, όπως οι αείμνηστοι Κόκκινος, Παναγάκος, Σερεπίσος κ.α.. Τέλος, το έχει καταρρίψει τεκμηριωμένα ο επί μία δεκαετία μελετητής των στρατιωτικών αρχείων και βραβευθείς από την Ακαδημία Αθηνών Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος στο προσφάτως (το 2014) εκδοθέν δίτομο έργο του υπό τον τίτλο «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833-1949». Είμαι στην διάθεσή Σας για την παροχή οιασδήποτε διευκρινήσεως.
Πολυ σωστα του τα γραφεις, εχεις υποπεσει ομως σε ενα λαθος! Υπαρχει και το πρωτο βιβλιο του Λεονταριτη, το οποιο αφορα την περιοδο 1914-1917, αλλα δεν μεταφραστηκε ποτε στα ελληνικα. Ειχε κυκλοφορησει το 1974 απο το Ινστιτουτο Μελετων Χερσονησου του Αιμου.
Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον κ. Κακουριώτη: τα περισσότερα ερωτήματα που θέτει η κ. Κακούρη είναι ρητορικά και προεξοφλημένα εις βάρος του Βενιζέλου. Αιχμές ειρωνικές και υποτιμητικές για τον ένα, εκθειάσεις για τον άλλον. Η απροκάλυπτη αντιβενιζελική τοποθέτησή της εμποδίζει τον αναγνώστη να καταλάβει υγιειώς τον πολιτικό αντιπερισπασμό ανάμεσα στους δύο ηγέτες οδήγησε εν τέλει στο ασυγχώρητο δράμα του 22. Αποκόμισα την εντύπωση πως η συγγραφέας, αξιοθαύμαστη για τις πληροφορίες που συνέλεξε και την ενέργεια που ανάλωσε για τη συγγραφή, “βγάζει το άχτι της”, επιδιώκοντας να αθωώσει με δάφνες τον Κωνσταντίνο και να καταδικάσει σε ισόβια τον Βενιζέλο. Ενώ η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Όπως πάντα…