Tου Νίκου Βλαντή.
Ο χώρος του βιβλίου, βαλλόμενος σφοδρά από την κρίση, διακρίνεται για ορισμένες δυσάρεστες πρωτιές. Πριν εκπέσει το επίπεδο του δημόσιου πολιτικού διαλόγου σε εκφράσεις όπως “δεν υπάρχει σάλιο” ή “Χάιλ Χίτλερ”, είχε ξεκινήσει ήδη η αμφισβήτηση της λογοτεχνικής κριτικής. Πριν εισέλθουν στην βουλή άνθρωποι με ρεβανσιστική διάθεση και δίχως πολιτική εμπειρία, η λογοτεχνική κριτική ήδη εβάλλετο συστηματικά για μεροληψία απέναντι σε εκδότες ή συγγραφείς από ανώνυμους ή επώνυμους αυτόκλητους κριτικούς με καταγγελτική διάθεση και δογματικές θέσεις.
Η ιδεοληψία και ο φανατισμός που διακατέχει σήμερα τον δημόσιο πολιτικό λόγο (με το νέο κέντρο να θωρακίζεται οριακά σε μία ιστορικά καινοφανή συμμαχία αριστεράς και δεξιάς), παραλληλίζεται και με έναν νέο δογματισμό και φανατισμό στον διάλογο για το βιβλίο: είδαμε να ρίχνονται στην πυρά συγγραφείς και ποιητές για λόγους ιδεολογικούς, το έργο τους να ακυρώνεται εν μία νυκτί δίχως περιθώριο για διαφωνίες.
Πριν από την αιφνιδιαστική υπουργική απόφαση να σταματήσει να εκπέμπει η ΕΡΤ, που έφερε την Ελλάδα για άλλη μια φορά με τρόπο δυσάρεστο στα πρωτοσέλιδα ευρωπαϊκών εφημερίδων και προκάλεσε τριγμούς στο ήδη ταραγμένο πολιτικό σκηνικό, είχε ήδη γίνει κάτι αντίστοιχο και πρωτόγνωρο στο χώρο του βιβλίου. Αναπληρωτής υπουργός πολιτισμού είχε αποφασίσει ξαφνικά το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ.
Αυτές οι διαπιστώσεις ίσως έχουν και μία θετική χροιά: αν εξομαλυνθεί, μέσα από τις σελίδες του Αναγνώστη και αντίστοιχες πρωτοβουλίες ο διάλογος για το βιβλίο, αν μπορέσουμε να γυρίσουμε σελίδα από την εποχή της κρίσης (κάτι που προϋποθέτει να καταφέρουμε να εκτιμήσουμε κατ’ αρχήν τις αρνητικές επιπτώσεις που είχαν οι εκδοτικές παραμορφώσεις της δανειακής ευημερίας στην αποτίμηση και την χάραξη κατευθύνσεων της λογοτεχνικής παραγωγής), αν προδιαγράψουμε πειστικά νέους ορίζοντες βιβλιοφιλίας που θα χαίρουν συναίνεσης, τότε ίσως μπορούμε να ελπίζουμε και σε μία αντίστοιχη πολιτική ανάκαμψη.
Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, χρειάζεται και πολιτική βούληση, μια νέα πολιτική για το βιβλίο που θα το προστατεύσει, θα το θωρακίσει και θα λειτουργήσει ως πλοηγός για την έξοδο από την κρίση, σε μια περίοδο κατά γενική ομολογία οριακή για τον υπερχρεωμένο εκδοτικό χώρο.
Διαπιστώνεται μάλλον ομοφωνία σήμερα στο γεγονός πως η λειτουργία του ΕΚΕΒΙ ήταν προβληματική. Η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού πολιτισμού να το διαλύσει, ώς ένα βαθμό είχε ως αποτέλεσμα τα προβλήματα του θεσμού να συζητηθούν ανοιχτά για πρώτη φορά. Όταν όμως καταλάγιασαν οι πρώτες εντυπώσεις, έγινε σαφές πως η απόφαση αυτή δεν αποτελούσε ένα βήμα προς την εξυγίανση του θεσμού ή έστω την χάραξη νέας κρατικής πολιτικής για το βιβλίο μέσα από διευρυμένες αρμοδιότητες του υπουργείου. Μάλλον ήταν μια άσκοπη κίνηση προς το χάος.
Σήμερα, με την Ελληνική Δημόσια Τηλεόραση να επανεκκινεί, είναι λογικό να αναμένουμε από την νέα ηγεσία του υπουργείου πολιτισμού να ανακοινώσει τον προγραμματισμό μίας τελεσίδικης, οργανωμένης και μακρόπνοης πολιτικής βιβλίου, να δώσει μία ξεκάθαρη απάντηση για το μέλλον του ΕΚΕΒΙ ή έστω των αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων του.
Αν η νέα κυβέρνηση πράγματι σκοπεύει να άρει τα αδιέξοδα, αν ενδιαφέρεται να πείσει στο εσωτερικό της χώρας και τους Ευρωπαίους που μας παρακολουθούν πως έχει την βούληση και το σθένος η Ελλάδα να γυρίσει σελίδα, τότε θα πρέπει να στραφεί αυτήν την φορά με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στις πολύτιμες σελίδες των βιβλίων. Των βιβλίων που μένουν απούλητα στα ράφια των βιβλιοπωλείων λόγω της κρίσης, των βιβλίων στα οποία ενσκήπτουμε σήμερα για να ανακαλύψουμε επίκαιρα αινίγματα και να αναζητήσουμε πρόσκαιρες απαντήσεις, των βιβλίων που μεταφέρουν πολύτιμα διδάγματα για το πρόσφατο παρελθόν κι ίσως προϊδεάζουν κιόλας για τα νέα κεφάλαια της ιστορίας αυτού του ταλαίπωρου τόπου.
Αχ κύριε Βλαντή μου, αλήθεια ενσκήπτουμε στα βιβλία; Ως πληγές του Φαραώ; Μήπως θα ήταν καλύτερα να εγκύπταμε;