Του Θανάση Καράβατου.
Η θεματολογία του «διπλού» (double) βρίσκεται σε όλους τους πολιτισμούς.[1] Παράδειγμα η γέννηση διδύμων που πήρε μυθικές διαστάσεις[2] – Όσιρις και Σεθ (φως εναντίον σκότους), Ρώμος και Ρωμύλος (θεμελιωτές της Ρώμης, ο δεύτερος σκότωσε τον πρώτο), Κάστωρ και Πολυδεύκης (αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο). Στα βάθη του πολιτισμού χάνεται και η αρχέγονη μορφή της σκιάς,[3] που προμηνούσε την αθάνατη ψυχή. Από κοντά και η επινόηση των πνευμάτων που αντιστοιχούσαν στα επί μέρους στοιχεία του αισθητού κόσμου [κάθε αντικείμενο και μια θεότητα] από όπου θα προκύψουν ποικίλα άλλα ζεύγη, όπως ψυχή-σώμα, πολιτισμός-φύση κ.λπ. Κάποιοι ανάγουν την αρχή του «διπλού» στη μυθολογία, στη διπλή φύση των Κενταύρων, την υβριδική μορφή της Σκύλας, τη πιο σύνθετη Χίμαιρα και τον πλατωνισμό που διαίρεσε την ψυχή στα αντιμαχόμενα μέρη λογικό – θυμικό.[4] Από κοντά και η λογοτεχνία, ιδίως του 19ου αιώνα. Θυμίζω τους συγγραφείς Φλωμπέρ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Όσκαρ Ουάιλντ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντοστογιέφσκι κ.ά.Γνωστότερο βέβαια είναι το «δίδυμο» Δρ Τζέκυλλ και κ. Χάυντ στη νουβέλα του Robert Louis Stevenson (1850-893)The Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde (1886).
Στην εποχή μας, ιδιαίτερα ευφάνταστη όσο και ευτράπελη είναι η νουβέλα του Ίταλο Καλβίνο Ο διχοτομημένος υποκόμης (1952).[5] Ο Μεντάρντο τραυματίζεται βαριά, όσο και «περίεργα», στον πόλεμο με τους Τούρκους (17ος αιώνας). Είναι ζωντανός, αλλά χωρισμένος σε δύο «ανεξάρτητους» ανθρώπους, έναν «καλό» κι έναν «κακό» που θα επισκεφτούν διαδοχικά τον Πύργο του, δείχνοντας την ανάλογη συμπεριφορά. Μα όταν τραυματιστούν στη μονομαχία τους για την αγάπη της Πάμελα, ο παρευρισκόμενος γιατρός θα τους «συνενώσει». Στον πρόλογό του ο Καλβίνο δεν παραλείπει να αναφερθεί στον Stevenson και τον Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν του Bertolt Brecht.
*
Ø Ο «αξιοσέβαστος και σοβαρός» Δρ Τζέκυλλ νιώθει ντροπή για «την επιτακτική ροπή του προς τις διασκεδάσεις». Έχει «ήδη εμπλακεί σε μια εξαιρετικά διπρόσωπη ζωή» και, μη μπορώντας να ξεριζώσει τα «κατώτερα ένστικτά του», θα επιχειρήσει να τα «ελέγξει»:
Ø «Έτυχε η κατεύθυνση των επιστημονικών ερευνών μου, που οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο μυστικισμό και στο υπερβατικό, να αγγίξει αυτό το θέμα και να ρίξει ισχυρό φως στον αδιάκοπο πόλεμο ανάμεσα στις δύο φύσεις μου. Κάθε μέρα, και από τις δύο πλευρές του νου μου, την ηθική και την διανοητική, πλησίαζα σταθερά την αλήθεια, που η μερική ανακάλυψή της μ’ έχει οδηγήσει σ’ αυτό το φριχτό ναυάγιο: ο άνθρωπος δεν είναι στ’ αλήθεια ένας, αλλά δύο». Ο Τζέκυλλ θα επιχειρήσει τον διαχωρισμό τους.
Ø «Κατόρθωσα να συνθέσω ένα φάρμακο, με το οποίο οι δυνάμεις αυτές [του πνεύματος] χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους και σχηματίζεται μια δεύτερη μορφή μ’ ένα δεύτερο περιεχόμενο, διόλου λιγότερο φυσικό από εμένα, διότι αποτελεί την έκφραση και φέρει τη σφραγίδα των κατώτερων δυνάμεων της ψυχής μου. Δίσταζα να βάλω την πρακτική αυτή σε εφαρμογή. Ήξερα ότι έπαιζα με το θάνατο. […] Όμως, ο πειρασμός μιας τόσο σπάνιας και πρωτάκουστης ανακάλυψης τελικά υπερνίκησε τις αναστολές μου. […] Το φάρμακο δεν ήταν ούτε διαβολικό ούτε θείο, γκρέμιζε απλώς τις πόρτες της φυλακής των κλίσεών μου και […] ό,τι ήταν έγκλειστο απελευθερωνόταν. […] Το πλάσμα που προβλήθηκε ήταν ο Έντουαρντ Χάυντ. Έτσι, παρ’ ότι διέθετα δύο χαρακτήρες, όπως και δύο πρόσωπα, ο ένας ήταν ολοκληρωτικά κακός και ο άλλος ο παλιός πάντα Χένρυ Τζέκυλλ, την ετερόκλητη σύνθεση του οποίου είχα χάσει κάθε ελπίδα ν’ αναμορφώσω και να βελτιώσω. Η αλλαγή ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη στο κακό».
Ø Η αρχική του πρόθεση ήταν άλλη: «Αν το κάθε τμήμα, έλεγα στον εαυτό μου, μπορούσε να στεγαστεί σε ξεχωριστή οντότητα, η ζωή θα μπορούσε ν’ απαλλαχτεί από ό,τι δυσβάστακτο. Το άδικο θα τραβούσε το δρόμο του, ελευθερωμένο από τις φιλοδοξίες και τις τύψεις του πιο αδέκαστου διδύμου του. Και το δίκαιο θα βάδιζε με το κεφάλι ψηλά […] δίχως να εκτίθεται πλέον στον εξευτελισμό και τη μετάνοια που του επέβαλε το κακό». Ο Χάυντ όμως θα φτάσει στο έγκλημα…
Ø «Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα στον καθρέφτη. Στο θέαμα που αντίκρυσα πάγωσε το αίμα μου. Ναι, είχα ξαπλώσει ως Χένρυ Τζέκυλλ και είχα ξυπνήσει ως Έντουαρντ Χάυντ». Τώρα πλέον γίνεται Χάυντ χωρίς «φάρμακο», που όμως το χρειάζεται για να ξαναγίνεται, ολοένα και δυσκολότερα, Τζέκυλλ. Το aller-retour μεταξύ των δύο «προσώπων» πήρε τέλος.
Ø «Δε με διακατείχε ο φόβος της αγχόνης αλλά η φρίκη του Χάυντ». Κατάληξη η αυτοκτονία του – Ο Τζέκυλλ αυτοκτονεί ως Χάυντ, μη μπορώντας να ξαναγίνει Τζέκυλλ.[6]
*
Κοντά σε όσα ένας στοιχειώδης φροϋδισμός έβλεπε από παλιά – το ορθολογικό εγώ στον Τζέκυλλ , το ενστικτώδες αυτό στον Χάυντ– αναφέρθηκαν σχετικά πρόσφατα και άλλες «αλληγορικές» αναγνώσεις, με την πιο λαϊκή ανάμεσά τους, να αφορά στον χώρο του έργου: Aν και διαδραματίζεται στο Σόχο, εντούτοις η ατμόσφαιρα παραπέμπει στο Εδιμβούργο, την πρωτεύουσα της Σκωτίας και πατρίδα του Stevenson. Αναφέρεται δηλαδή στα «αρνητικά» που επιβάλλουν η «διπλή» εθνικότητα και γλώσσα (σκωτσέζος και βρετανός) και η καταπίεση του «αυθορμητισμού» από τον πουριτανικό καλβινισμό. «Χωρισμένο στα δυο είναι και το ίδιο το Εδιμβούργο: στην ομιχλώδη παλιά πόλη, ψηλά στο λόφο, όπου φωλιάζει το έγκλημα, και στη θαυμάσια νέα πόλη, στα βόρεια […], ένας Jekyll-and-Hyde τόπος».[7]
Πάει να πει πως η νουβέλα του Stevenson μπορεί να εμπεριέχει και ένα «κοινωνικό φαντασιακό». Είναι η άποψη της Christine Dupuit[8] που θεωρεί πως, στην «υπερχειλίζουσα ετερότητα» του Δρ Τζέκυλλ, ο διχασμός αποτελεί κοινωνική ταυτότητα, ενώ ο συνολικός μύθος μεταπλάθει τους κοινωνικούς καταναγκασμούς της βικτωριανής Αγγλίας. Η ψυχική και σωματική διχοτόμηση είναι και κοινωνική, αφού το απαιτεί η ανάγκη του γιατρού Τζέκυλλ να παραμείνει σεβαστό δημόσιο πρόσωπο εντός της βικτωριανής Αγγλίας, παρακούοντας όσα η αγγλική αστική τάξη είχε ορίσει για την οικογένεια, τις διασκεδάσεις και τη σεξουαλικότητα. Το πρόβλημα είναι ηθικό – η διπλή ηθική του ιδιωτικού χώρου των ευυπόληπτων ανθρώπων [αρετή και ικανοποίηση των ενστίκτων, είναι και φαίνεσθαι]. Μετωνυμία του διπλού είναι και η πόλη του Λονδίνου, όπου εκτυλίσσεται η μυθοπλασία. Με τα λόγια της Dupuit, «στην ταυτοτική διαίρεση του Τζέκυλλ αντιστοιχούν διαιρέσεις παράλληλες, ιστορική, κoινωνική, χωρική» – η «Ιστορία διπλή».
*
Το δίδυμο Τζέκυλλ και Χάυντ προέκυψε μια καλοκαιριάτικη αυγή του 1885. Καθηλωμένος στο κρεβάτι από μια πρόσφατη αιμόπτυση, ο Stevenson αρχίζει να γράφει κι όταν τελειώνει και διαβάζει το κείμενο στην οικογένειά του, ο γιος της γυναίκας του από άλλον γάμο ενθουσιάζεται, αντίθετα προς τη γυναίκα του που είναι όλο κριτική. Καίει τα χαρτιά του κι ύστερα, μέσα σε τρεις μέρες και με πυρετό, ξαναγράφει το νέο προσχέδιο μας «παράξενης περίπτωσης» Το βιβλίο ολοκληρώθηκε σε έξι βδομάδες και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1886.[9]
Μέσα σε έξι μήνες είχε πουλήσει 40.000 αντίτυπα, μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ το θέμα του παρουσιάστηκε, ως παρωδία, στο λαϊκό σατιρικό περιοδικό Punch[10] και προσαρμόστηκε πολλές φορές θεατρικά και κινηματογραφικά στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, μερικές φορές και πάλι ως παρωδία.[11]
Η νουβέλα του Stevenson ανήκει, μαζί με τον Φρανκενστάιν, τον Δράκουλα και το Σκυλί του Μπάσκερβιλ στις νουβέλες-τρόμου όπου κυριαρχεί ένα τέρας. Η διαφορά του Τζέκυλλ και Χάυντ βρίσκεται στο γεγονός ότι εδώ ο άγριος δαίμων δεν έρχεται απ’ έξω, αλλά υπάρχει στο εσωτερικό του ανθρώπου. Στο Φρανκενστάιν η καταστροφή έρχεται από το τέρας που «κατασκεύασε» ο ρηξικέλευθος γιατρός Φρανκενστάιν, στον Τζέκυλλ έρχεται από κάτι που υπήρχε μέσα του και «απελευθέρωσε» με τεχνητό τρόπο ο επιστήμων γιατρός.
Έναν «γοητευτικό δάσκαλο της πρόζας» είδε στον Stevenson ο Oscar Wildeˑ τον εύρισκε όμως «υπερβολικά ρεαλιστικό»: η μεταμόρφωση του Τζέκυλλ σε Χάυντ του φαινόταν «σαν πείραμα παρμένο από το [έως και σήμερα έγκυρο] ιατρικό περιοδικό Lancet».[12] Πράγματι, η λέξη «case» του τίτλου παραπέμπει σε ιατρικό «περιστατικό». Η νουβέλα Δρ Τζέκυλλ και Κος Χάυντ αρχίζει, όπως και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, με τις «πληροφορίες» που δίνει ένα τρίτο πρόσωπο [ο δικηγόρος Άττερσον], για να καταλήξει στη «συζήτηση» με την οποία κλείνει το «ιστορικό» ενός ιατρικού περιστατικού [οι επιστολές του γιατρού Λάνυον και του ίδιου του Τζέκυλλ]. Η Anne Stiles μάλιστα ανέτρεξε στα επιστημονικά περιοδικάMind [1876 -μέχρι σήμερα] και Brain [1878 – μέχρι σήμερα] για να το διαπιστώσει.[13] Η λέξη «case παραπέμπει ακόμα και στην «περίπτωση» του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως παρατηρεί ο J.-P. Naugrette: Όταν ο Δρ Τζέκυλλ εκθέτει στο τέλος της νουβέλας την «περίπτωσή» του, θυμίζει τον ντέντεκτιβ Πουαρώ στα έργα της Agatha Christie, όταν παρουσιάζει τα ευρήματά του στο τέλος του διηγήματος, μόνο που εδώ ο ντέντεκτιβ είναι ταυτόχρονα και θύτης (Χάυντ) και θύμα (Τζέκυλλ).[14]
*
Την ανισορροπία της ψυχής και του σώματος ανάμεσα σε Τζέκυλλ και Χάυντ αναφέρει ο Stevenson, σε εγκεφαλική ανισορροπία αναφέρεται η Anne Stiles παρακολουθώντας τις νευροεπιστήμες εκείνης της εποχής. Ήδη από τα μέσα του αιώνα είχε εντυπωσιάσει το απόφθεγμα του Arthur Ladbrok Wigan (1765-1847) που παρέθετε στο βιβλίο του The duality of Mind(1844): «Είναι οχληρόν να λέγωμεν, ο του ανθρώπου εγκέφαλος, ενώ οφείλομεν να λέγωμεν οι δύο του ανθρώπου εγκέφαλοι»ˑ το καθαρευουσιάνικο παράθεμα είναι του 1877 και ανήκει σε άρθρο του γιατρού Αργυρίου Διαμαντοπούλου στο Αττικόν Ημερολόγιον,[15] με το οποίο μεταφέρει στην Ελλάδα τον ευρωπαϊκό προβληματισμό «περί της πολλαπλότητας της ψυχής, του εγώ».
H Stiles παραπέμπει στη σύγχρονή μας Anne Harrington: Εκείνη την εποχή θεωρούσαν πως ο Τζέκυλλ προβάλλει την προσωπικότητά του με το «ορθολογικό και πολιτισμένο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο», ενώ ο Χάυντ την παραδίνει στα εγκληματικά του ένστικτα που αναβλύζουν μέσα από το «αμόρφωτο, εξελικτικά καθυστερημένο δεξιό του ημισφαίριο».[16]
Ο Stanley Finger προσθέτει πως ήδη από τα χρόνια του 1870, οι επιστήμονες έβλεπαν «απλουστευτικά διχοτομημένο» τον εγκέφαλο: «το αριστερό ημισφαίριο ήταν πολιτισμένο και λειτουργούσε ως φύλακας του δεξιού όταν ξέφευγε σε κτηνώδεις συμπεριφορές. Η βιαιότητα του Χάυντ δεν ήταν παρά εκδήλωση της «πρωτόγονης ψυχής που δεν μπόρεσε να υποταχθεί στην ιδέα ότι μερικές πράξεις, όπως η δολοφονία, δεν είναι αποδεκτές στην πολιτισμένη κοινωνία».[17]
Δεν μεταφερόταν μόνο επιστήμη στη λογοτεχνία αλλά και το αντίστροφο. Αν μη τι άλλο, η νουβέλα φαίνεται να «μόλυνε» κάποιους κλινικούς, όπως τον Lewis Bruce που δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα δημοσίευσε το ακόλουθο περιστατικό: Ο ασθενής παρουσίαζε δύο διακριτές «συνειδήσεις», στη πρώτη έγραφε με το αριστερό χέρι [βλ. δεξιό ημισφαίριο], ήταν ασυνάρτητος ή μιλούσε με λίγα ουαλικά, χωρίς να καταλαβαίνει τα αγγλικά, στη δεύτερη μιλούσε αγγλικά και έγραφε με το δεξί χέρι [βλ. αριστερό ημισφαίριο]. Λίγο αργότερα θα προσθέσει την παρατήρηση ενός άλλου ασθενούς στον οποίο η επιληψία δρούσε ανασταλτικά στο αριστερό του ημισφαίριο οπότε κυριαρχούσε το «ανεκπαίδευτο» δεξιό, επιδεικνύοντας συμπεριφορά ανάλογη του Χάυντ.[18] Από τέτοιες «παρατηρήσεις» θα προκύψουν και οι φαντασιόπληκτες προτάσεις για «εκπαίδευση» του δεξιού ημισφαιρίου ώστε να αναλάβει έργο σε περίπτωση βλάβης του αριστερού.[19]
H Anne Stiles θα ανατρέξει και σε άλλες πηγές. Σε όσα η γυναίκα του Stevenson έγραψε στην «εισαγωγή» της έκδοσης των Απάντων του το 1905: Ο Stevenson εμπνεύστηκε την κεντρική ιδέα της νουβέλας όταν διάβασε σε γαλλικό περιοδικό ένα άρθρο περί «υποσυνειδήτου». Την ανέπτυξε μάλιστα για πρώτη φορά γράφοντας, μαζί με τον φίλο του WilliamErnest Henley, το διήγημα The double life (1880) – την εγκληματική νυκτερινή ζωή ενός σκωτσέζου «συμβούλου» του 18ουαιώνα.[20] Το γαλλικό περιοδικό είναι η Revue Scientifique του 1870, όπου δημοσιεύτηκαν τα άρθρα του Eugène Azam, για την περίφημη ασθενή του Felida X., μια περίπτωση διπλής προσωπικότητας. Ας σημειώσω εδώ ότι στη δεκαετία του ’80 «δημιουργήθηκε» στις ΗΠΑ εκτεταμένη «επιδημία πολλαπλών προσωπικοτήτων» [21] Η Stiles διευκρινίζει πως ο Stevenson πρέπει να την είχε διαβάσει στα αγγλικά, μαζί με την ανάλογη περίπτωση του «Λοχία F» [ενός Γάλλου με αριστερό εγκεφαλικό τραύμα] του γιατρού Mesnet, όταν o Richard Proctor δημοσίευσε στο Cornhill Magazine, με το οποίο ο Στίβενσον συνεργαζόταν, την εκλαϊκευμένη τους εκδοχή στα άρθρα του «Have we two brains?» (1875) και «Dual consciousness» (1877). Όπως η Felida, λόγω της υστερίας της, έτσι κι ο «Λοχίας F», εξαιτίας του τραύματός του στο αριστερό ημισφαίριο, εμφάνιζε κατά περιόδους, ζωώδεις, αυτόματες συμπεριφορές.
Ο Stevenson ήταν επαρκώς ενήμερος του λαμαρκισμού, του δαρβινικού εξελικτικισμού και της απορρέουσας ανθρωπολογίας.[22] Τόσο ο γιατρός Τζέκυλλ, όσο και ο δικηγόρος Άττερσον αναζητούν συμπτώματα όχι μόνο στη συμπεριφορά, αλλά και στην σωματική εμφάνιση. Τέτοιες αντιλήψεις είναι διαδεδομένες και στο ευρύτερο κοινό, όντας απόηχος της θεωρίας του εκφυλισμού· «εκφυλισμού» ως προς τον ιδεατό τύπο ανθρώπου που κατασκεύασε ο Θεός (Morel1857) ή σε σχέση προς τους γεννήτορες (Magnan 1874). Η θεωρία αυτή συνδύαζε τις τότε επικρατούσες σχετικά με την κληρονομικότητα ιδέες με τις γενικότερες κοινωνικο-πολιτισμικές αντιλήψεις, για να ερμηνεύσει την ψυχική νόσο, την οποία αναζητούσε και μέσω «εμφανών» ψυχικών και σωματικών στιγμάτων. Εισηγητής της στην Αγγλία ήταν, κυρίως, ο Henry Maudsley (1835-1918).
Με τη γνώση της εποχής του, ο γιατρός Τζέκυλλ αναγνωρίζει στο alter-ego του τα αποκαλυπτικά συμπτώματα τουεκφυλισμού. Ας ανατρέξουμε στο κείμενο της νουβέλας. «Ο δυαδισμός του ανθρώπου» είναι «αρχέγονος». Η «μορφή» του Χάυντ ήταν «λιγότερο ρωμαλέα και αναπτυγμένη». Το κακό ήταν «ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του» και είχε αφήσει στο σώμα «ένα αποτύπωμα παραμόρφωσης και εκφυλισμού». Ο Χάυντ είναι ένα «πλάσμα έμφυτα πρόστυχο και κακοποιό. Κάθε πράξη και σκέψη του ήταν επικεντρωμένη γύρω από τον εαυτό του. Αντλούσε ηδονή με ενστικτώδη απληστία από κάθε βαθμού βασανισμό του άλλου και ήταν ανελέητος σαν άνθρωπος από πέτρα […] κανείς ηθικά υγιής άνθρωπος δεν θα διέπραττε τέτοιο έγκλημα για μια τόσο μηδαμινή αιτία […] δεν αποτελούσε απλό έγκλημα αλλά μια τραγική παραφροσύνη». «“Αυτός” –δεν τολμώ να πω “εγώ”– αυτό το τέκνο της κόλασης δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο».
*
Άτομο ψυχοπαθητικό και όχι σχιζοφρενής, όπως για χρόνια θεωρήθηκε, είναι ο Τζέκυλλ / Χάυντ, υποστηρίζει σήμερα ο KieranMcNally, διατρέχοντας την ιστορία μιας παρανόησης, την άτυπη χρήση των όρων σχιζοφρένεια, διχασμός της προσωπικότητας και της προσωπικότητας Τζέκυλλ & Χάυντ ως «συνώνυμων». Η παρανόηση φαίνεται να προέκυψε πρώτα εκ μέρους τουStanley Hall, προέδρου του Clark University, που φέρεται να είπε το 1916: «Σχιζοφρένεια είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να περιγράψουν ένα διχασμένο πνεύμα, πρότυπο του οποίου είναι η προσωπικότητα Τζέκυλλ-Χάυντ». Η παρανόηση θα επαναληφθεί: (α) το 1931 αναφέρεται στην Washington Post ότι ο Λίνκολν ήταν «διπλή προσωπικότητα», «σχιζοειδής ή Τζέκυλλ-Χάυντ προσωπικότητα», (β) το 1941 δημοσιεύτηκε στην New York Times ότι ο χιτλερικός Rudolf Hessέπασχε από «σχιζοφρένεια ή Τζέκυλλ-Χάυντ προσωπικότητα». Η κατάσταση άλλαξε το 1955, όταν οι βρετανοί ψυχίατροιCurran & Partrige διευκρίνισαν στην εισαγωγή του συγγράμματός τους Psychological Medicine: «η σχιζοφρένεια δεν δημιουργεί τις “Τζέκυλλ-Χάυντ προσωπικότητες” του λαϊκού τύπου που είναι, συνήθως, ψυχοπαθητικές προσωπικότητες και συνδυάζουν με εντυπωσιακό τρόπο καλές και κακές συμπεριφορές».[23]
*
Παρά τις ομοιότητες της νουβέλας του με τα δύο περιστατικά «διπλών προσωπικοτήτων» που, όπως είδαμε, ο Stevenson είχε διαβάσει το 1875 στο περιοδικό Cornhill Magazine με το οποίο συνεργαζόταν, δεν τα αντιγράφει επακριβώς. Εδώ, ασθενής είναι ο γιατρός που επιχειρεί να διασπάσει την υποκειμενικότητά του και καταλήγει να μην γνωρίζει αν είναι «αυτός» ή «εκείνος». Διότι, θα μας πει ο Gilbert Keith Chesterton (1874-1936), «όσο το κακό δεν μπορεί να νoιαστεί για το καλό, το καλό δεν μπορεί να νοιαστεί για το κακό», κι έτσι «ο άνθρωπος δεν μπορεί να χωριστεί στα δύο».[24] Ούτως ή άλλως, ο Στίβενσον είναι προάγγελος αποφασιστικών νεωτερισμών όταν εξομολογείται: «Ο άνθρωπος δεν είναι στ’ αλήθεια ένας, αλλά δύο. Λέω δύο, διότι οι γνώσεις μου δεν προχωράνε πέρα από αυτό το σημείο. Άλλοι θα συνεχίσουν τις έρευνές μου στην ίδια κατεύθυνση και θα με ξεπεράσουν».
Ούτως ή άλλως, ο Stevenson είναι προάγγελος αποφασιστικών νεωτερισμών όταν εξομολογείται: «Ο άνθρωπος δεν είναι στ’ αλήθεια ένας, αλλά δύο. Λέω δύο, διότι οι γνώσεις μου δεν προχωράνε πέρα από αυτό το σημείο. Άλλοι θα συνεχίσουν τις έρευνές μου στην ίδια κατεύθυνση και θα με ξεπεράσουν».
Ο φροϋδισμός, πράγματι, δεν θα αργήσει, μα οι νευροεπιστήμες θα έχουν ακόμα πολύ δρόμο να κάνουν για να απαλλαγούν στη σύγχρονη εποχή από τους «νευρομύθους» που συνόδευσαν τον Stevenson στο έργο του.
[1] Ulrich Ch-P. Le double, étude psychopathologique. Confrontation Psychiatriques 1977, 15, 49-67.
[2] Paloma M.-T, Leyne P. L’autoportrait et le double. Champ Psychosomatique 1996, 7, 85-99.
[3] Otto Rank, Don Juan et Le Double. Payot, Paris 1973, [Don Juan und Der Doppelgänger, 1932].
[4] Rogers R. A psychoanalytic study of the double in literature. Wayne State University Press, Detroit 1970.
[5] Καλβίνο Ι. Ο διχοτομημένος Υποκόμης. Μτφ. Θ. Ιωαννίδης, Καστανιώτης 2002.
[6] Δρ Τζέκυλλλ και Κος Χάυντ. Μτφ Ανδρέα Αποστολίδη, εκδ. Πατάκη, 1992.
[7] Campbell J. The beast within. The Guardian, Saturday 13 December 2008.
[8] Christine Dupuit. Un fantastique social. Europe [revue littéraire]. Αφιέρωμα στον R. L. Stevenson, 1994, 779, 109, 116.
[9] Lacassin F. Postface : Robert Louis Stevenson ou le fantastique de l’expiation. Στο Stevenson. Le cas étrange du Dr Jekyll et de Mr Hyde. Ed. U.G.E. 10/18, Paris 1976, 409-436.
[10] Μurray I. Strange case of Dr Jekyll and Oscar Wilde. Durham University Journal 1987, 79, 2, 311-319.
[11] Elliott K. Gothic – Film – Parody. Adaptation.2008, 1, 1, 24-43.
[12] Murray I. Strange Case of Dr. Jekyll and Oscar Wilde, Durcham University Journal, 1987, 79, 2, 311-319.
[13] Stiles A. Robert Louis Stevenson Jekyll and Hyde and the double Brain. Studies of English Literature 2006, 46, 4, 879-900.
[14] Naugrette J.-P. Robert Louis Stevenson. L’aventure et son double. Presses de l’École Normale Supérieur, Paris 1987.
[15] Αττικόν Ημερολόγιον του δισέκτου έτους 1888, Έτος ΚΒ, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Γ. Σ. Σταυριανού , 1877, σ. 242-264.
[16] Harrington A. Medicine, mind and the double brain: a study in nineteenth-century thought. Princeton University Press 1987, 136.
[17] Finger S. Minds behind the brain. A history of the pioneers and their discoveries. Oxford University Press, New York 2000, 151.
[18] Finger S. Origins of neuroscience. A history of explorations into brain function. Oxford University Press 1995, 396-397.
[19] Βλ. Θανάσης Καράβατος. «Γέφυρες πάνω από ταραγμένα νερά»: Χρήση και κατάχρηση των νευροεπιστημών στην εκπαίδευση. Σύναψις, 2014, 35, 24-32.
[20] Stiles A. Ό.π.
[21] Βλ. Πετρίκης Π, Μαρτινίδης Γ. Η «επιδημία» των πολλαπλών προσωπικοτήτων. Σύναψις 2009, 13, 52-59.
[22] Βλ. (α) Reed J. Robert Louis Stevenson and the “romance of anthropology”. Journal of Victorian Culture 2005, 10, 1, 46-67, (β) Reed J. Robert Louis Stevenson, Science and the “Fin de siècle”. Palgrave MacMillan, 2006.
[23] Curran D, Partridge M. Psychological Medicine: a short introduction to psychiatry (4th edition), London, E & S Livingston 1955. Αναφέρεται στοMcNally K. ό.π..
[24] Chesterton GK. Le siècle de Victoria en littérature. Bibliothèque L’âge d’homme. Paris, 1994, 136.
Πολύ γοητευτική παρουσίαση της λογοτεχνίας του «διπλού» αγαπητέ Θανάση. Αναρωτιέται κανείς γιατί μόνο δύο και όχι πολλοί (εαυτοί); Πώς συνδέεται άραγε, ο τραγικός διπλός εαυτός με τον κατακερματισμένο εαυτό και την ανάδυση από τον εγκέφαλο μιας συνθετικής/ενωτικής αφήγησης που εάν δεν υπήρχε «θα ήμασταν ένας εγκέφαλος γεμάτος χαρακτήρες που μάταια αναζητά ένα συγγραφέα»; (Τζόνα Λέρερ «Ο Προυστ ήταν Νευροεπιστήμονας» σελ. 257.
Ίσως η μοντέρνα θρυμματισμένη αφήγηση στη λογοτεχνία απηχεί αυτόν ακριβώς τον κατακερματισμένο εαυτό;
Έτσι είναι φίλε μου.
Θα βρούμε τον κερματισμένο εαυτό στη ψυχοπαθολογία [βλ. υστερία, ψυχώσεις…] και φυσικά στη λογοτεχνία [βλ. τον κ. Γκολιάντκιν στον Σωσία του Ντοστογιέφκι].
Ευτυχώς όμως, όπως κι εσύ αναφέρεις, ο εγκέφαλος τα καταφέρνει και μας δίνει τη σύνθεση. Για δύο κυρίως λόγους:
• Επειδή η σύγχρονη νευροψυχολογία συγκαταλέγει σήμερα στις «νευρομυθολογίες τη «διχοτομανία» του παρελθόντος, την απλουστευτική δηλαδή και απλοϊκή εντοπιστική αντίληψη που θεωρούσε απόλυτη τη λειτουργική εξειδίκευση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και προσεγγίζει τη λειτουργία του εγκεφάλου λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υπαρκτή λειτουργική εξειδίκευση των ημισφαιρίων, αλλά και τη μεταξύ τους συνεργασία, τη διαντίδραση ακόμα και την αναστολή.
• Επειδή υπάρχει κι εκείνο το στάδιο του καθρέπτη. Όταν δηλαδή το νευροβιολογικά αδύναμο νήπιο, που δεν έχει κατακτήσει ακόμα τον κινητικό του συντονισμό και δεν έχει ακόμα ενταχθεί στη συμβολική τάξη του λόγου, δέχεται το κατοπτρικό του ομοίωμα στον καθρέφτη για να κατασκευάσει κατόπιν την εικόνα του σώματός του απέναντι σε έναν άλλον, ξεπερνώντας έτσι την αρχικά αδιαφοροποίητη σχέση με τη μητέρα του όπου το σώμα του είναι ως «τεμαχισμένο» και με ασαφή όρια – «το Εγώ είναι πριν απ’ όλα σωματικό» (Φρόυντ).
Θανάσης Καράβατος