του Γιώργου Λίλλη
Πρέπει να ομολογήσω πως κάθε νέο βιβλίο του Κυριάκου Συφιλτζόγλου με ξαφνιάζει. Μάλιστα αν δεν διαβάσεις προσεκτικά τα βιβλία του μπορείς να παροδηγηθείς και να βγεις σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το αναφέρω αυτό γιατί έπεσα στην παγίδα του προηγούμενου βιβλίου του Στο σπίτι του κρεμασμένου να το θεωρήσω ως μια λογοτεχνική φάρσα. Μετά όμως από πολλαπλές αναγνώσεις διαπίστωσα πως τα ποιήματά του δεν ήταν παίγνια αλλά ένα σοβαρό παιχνίδι με τις λέξεις όπου η δραματουργία και οι ανατροπές μετέτρεπαν το τετριμμένο και το φαινομενικά απλοϊκό σε ποιήματα μεγάλου βάθους και σημασίας. Δικό μου λοιπόν το λάθος. Δική μου η ανωριμότητα και όχι του ποιητή.
Κρατώντας στα χέρια μου το νέο του βιβλίο αυτό το ξάφνιασμα την πρώτης ανάγνωσης ήταν πάλι κι εδώ φανερό. Αυτή την φορά όμως μπήκα στον κόσμο του πιο υποψιασμένος. Τι είναι λοιπόν το Δραμάιλο; Είναι ένα ποιητικό έργο, ένα πεζογράφημα που χρησιμοποιεί την ποιητική αφαίρεση, ένα λεύκωμα φωτογραφιών του ποιητή που συμπληρώνουν το λόγο εκεί όπου ο λόγος αδυνατεί να εξηγήσει;
Κατ΄ αρχάς το Δραμάιλο είναι μια ελεγεία. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στην σύνθεση έχουν βιώσει τον ξεριζωμό στο πετσί τους, έχουν νιώσει την βία του απόκληρου. Τα βιογραφικά τους είναι βαμμένα με αίμα. Μου θυμίζει εδώ ο Συφιλτζόγλου τα αφηγηματικά δημοσιογραφικού τύπου βιβλία τηςΣβετλάνας Αλεξίεβιτς.
Η ιστορία παίζει σημαίνοντα ρόλο στην ποιητική του σύνθεση. Η ιστορία των ανθρώπων του τόπου του, της περιοχής της Δράμας όπου μεγάλωσε ο ποιητής καθιστώντας εφικτό το δύσκολο εγχείρημα να μιλήσει για το τοπικό, με τοπικό ιδίωμα αλλά να αφορά όμως κι εκείνους που δεν γνωρίζουν Ποντιακά, που δεν έχουν παρόμοιες μνήμες αλλά τελικά να τους αγγίζει.
Μεγάλο στοίχημα. Και οΣυφιλτζόγλου το πετυχαίνει. Παίρνει το ρίσκο και αφήνει τις ιστορίες των ανθρώπων να μιλήσουν κατευθείαν στην καρδιά μας. Γι΄ αυτό επικεντρώνεται στην ελλειπτικότητα με αποτέλεσμα να την διανθίζει με συναίσθημα έχοντας στόχο να μας αγγίξει. Και το καταφέρνει.
Η Δράμα εξάλλου είναι ένας τόπος που έζησε από κοντά τι σημαίνει η λέξη ξεριζωμός. Η Δράμα όπως γνωρίζουμε περιήλθε στους Βουλγάρους κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο από τον Οκτώβριο του 1912 τον Ιούνιο του 1913 (Α’ Βουλγαρική Κατοχή). Απελευθερώθηκε και ενώθηκε με το ελληνικό κράτος την 1η Ιουλίου 1913, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Από το 1913 και τα επόμενα έτη άρχισαν να εγκαθίστανται στη Δράμα πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από διάφορες περιοχές της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας καθώς υφίσταντο διώξεις και βιαιότητες. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το 1916) καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Βουλγάρους. Στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής (1916–1918) ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.
Πάνω σε αυτή την ιστορία της πόλης ο ποιητής επαναφέρει στην γραφή του εκείνους τους ανθρώπους που βίωσαν όλα τα παραπάνω για να μιλήσει τελικά για το σήμερα, για τους σύγχρονους καιρούς της βίας, των ξεριζωμένων, των ανθρώπων που έχασαν τα πάντα. Να με ποιο μαγικό τρόπο το τοπικό γίνεται παγκόσμιο. Να με ποιο τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται φανερώνοντας πως τελικά δύσκολα μαθαίνουμε από τα λάθη μας.
Σε αυτό το βιβλίο ο Συφιλτζόγλου ανασταίνει τους απλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής και με μια γλώσσα χοϊκή, ξάστερη, χωρίς ποτέ να πέσει στην παγίδα της ηθικολογίας και της ηθογραφίας ξεσκεπάζει τον πόνο της απώλειας, με μια γλώσσα άκρως ποιητική:
Εδώ ό,τι κρεμάται δεν ξεκρεμάται. Καπνά, σεντόνια, πιπεριές. Μα πιο πολύ τα σκόρδα. Να ζίχουν το σκιάδι, όταν γυρνά το νυφικό να πάρει. Επτά μοιράστηκαν την παρθενιά στα δεκαεπτά της χρόνια. Ανάποδα την κρέμασαν το τζάκι ν’ αναπνέει. Δε βλάστησε στην οροφή ούτε στ’ αγελασκέρι. Λαθέψανε στο όνομα κι αντί για τη Μερόπη, λερώσαν ξένη νυχτικιά, ξένη μοναχοκόρη.
ή αλλού:
Γεννήθηκα στη Γούζουλου το ’13, στα χαρτιά μ’ είχαν το ’15, μη ρωτάς γιατί. Το ’22 φτάσαμε μισοί στη Ραβίκα, δίπλα μια πόλη Δράμα τηνε λέγανε, δεν ρωτήσαμε πολλά. Δυο βόδια είχαμε χαράμι, τσαλαβουτούσαμε στην κοπριά. Παντρεύτηκα το ’31, κάναμε κει ένα παλιόσπιτο, βάλαμε και καλάμι, γεννοβολούσε η κυρά, δεν ρωτούσε κι αυτή. Τις κότες τις είχαμε στο δωμάτιο, κατάπιε το στερνοπαίδι πούπουλο, πνίγηκε, το θάψαμε στον κήπο.
Το στοίχημα που βάζει ο ποιητής στο Δραμάιλο είναι άκρως τολμηρό. Γι΄ αυτό και θεωρώ τον Συφιλτζόγλου έναν από τους πιο τολμηρούς σύγχρονους ποιητές. Δεν φοβάται να εκτεθεί, δεν επαναπαύεται και δοκιμάζεται σε κάθε του βιβλίο. Θα μπορούσε εύκολα σε αυτό το βιβλίο να κατηγορηθεί τοπικιστής, οπισθοδρομικός, αλλά δεν είναι έτσι.
Το Δραμάιλο, μαζί με τις εντυπωσιακές του φωτογραφίες των εγκαταλειμμένων σπιτιών, είναι ένα βιβλίο για τον άνθρωπο που παλεύει να εξουδετερώσει τα τέρατα που φώλιασαν μέσα του. Ένα μοιρολόι για την χαμένη μας αξιοπρέπεια.
info: Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Δραμάιλο, Αντίποδες