της Δήμητρας Ρουμπούλα.
Το εκδοτικό γεγονός του καλοκαιριού, ίσως και των τελευταίων ετών, είναι αναμφισβήτητα η κυκλοφορία στα ελληνικά της «Πετρούπολης», του μεγαλειώδους μοντερνιστικού έργου του Ρώσου ποιητή, πεζογράφου και δοκιμιογράφου Αντρέι Μπέλυ. Και μάλιστα σε δύο εκδόσεις από δύο νεαρούς και ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους, την «Κίχλη» και τους «Αντίποδες», και από δύο έμπειρες και καταξιωμένες μεταφράστριες, την Σταυρούλα Αργυροπούλου και την Ελένη Μπακοπούλου αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας αποδίδεται ως Αντρέι Μπέλυ, στη δεύτερη Αντρέι Μπιέλυ. Εξαιρετικά προσεγμένες εκδόσεις, όπως αρμόζει για ένα τέτοιο μνημειώδες μυθιστόρημα, με εμπεριστατωμένα επίμετρα και συμπληρωματικό διαφωτιστικό υλικό, που δανείζονται για τα εξώφυλλά τους τι άλλο παρά εικαστικές εικόνες από την ρωσική αβανγκάρντ: Μια αφίσα του Λισίνσκι, φιλοτεχνημένη για την πρώτη ρωσική φουτουριστική όπερα, για την «Κίχλη», και το έργο «Σουπρεματισμός» του Μάλεβιτς, για τους «Αντίποδες», όπου εντοπίζουμε στο δεξί αυτί κι ένα θαυμάσιο σχέδιο του ιδίου του Μπέλυ, με τίτλο «Ποιητές και πολιτικοί», φτιαγμένο το 1917, έτος της Ρωσικής Επανάστασης.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Βρισκόμαστε σε μια ιλιγγιώδη εποχή, κατά την οποία, όσον αφορά στην τέχνη, η δημιουργία βαδίζει από τον συμβολισμό (κορυφαίοι εκπρόσωποί της ο Μπέλυ και ο επιστήθιος φίλος του Αλεξάντρ Μπλοκ) προς την πρωτοπορία. Όταν γράφεται η «Πετρούπολη» (1913, πρώτη έκδοση), παρατηρείται, και κορυφώνεται αργότερα, μια άνευ προηγουμένου ορμητική διαδοχή καλλιτεχνικών γενιών, στιλ, τάσεων και ρευμάτων, μια εντατική αναζήτηση νέων κατευθύνσεων και μια πληθώρα ομάδων και ενώσεων. Οι ζωγράφοι ψάχνουν ένα νέου είδους φανταστικό, οι μουσικοί το ανήκουστο, οι λογοτέχνες προτείνουν λεκτικά το αδύνατο το οποίο ο αναγνώστης πρέπει να αποκωδικοποιήσει, όπως συμβαίνει και με την απαιτητική «Πετρούπολη». Ίσως ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόση αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα είδη της τέχνης και του λόγου. Για παράδειγμα, ο Μπέλυ φαίνεται σαν να ζωγραφίζει με την «Πετρούπολη» έναν τεράστιο πίνακα. Η πόλη μοιάζει με καμβά, ενώ τα χρώματα με τα οποία αποδίδει κτίρια, δρόμους, ενδυμασίες, ατμόσφαιρα και συναισθήματα, έχουν τη σημασία τους. «Μελετώντας τη σημειολογία κάθε χρώματος στην Πετρούπολη, εύκολα θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα πώς έχουμε να κάνουμε με συστηματική αξιοποίηση της ζωγραφικής παλέτας στο λογοτεχνικό πεδίο», όπως παρατηρεί η σλαβολόγος Αλεξάνδρα Ιωαννίδου στο επίμετρό της για την έκδοση της «Κίχλης». Λ.χ. το μαύρο συμβολίζει την τσαρική τάξη, το κίτρινο το μογγολικό στοιχείο της ρωσικής κληρονομιάς, το κόκκινο παραπέμπει στην επανάσταση, την αναστάτωση, το χάος.
Παράλληλα, η κοινωνία προετοιμάζεται για την εφόρμηση στον ουρανό, αλλά προς το παρόν η Ρωσία έχει ηττηθεί στον πόλεμο με την Ιαπωνία, οι εργατικές εξεγέρσεις του εκρηκτικού έτους 1905 έχουν πνιγεί στο αίμα, αλλά προϊδεάζουν για την μεγάλη επανάσταση δώδεκα χρόνια μετά, ο τσάρος σκληραίνει τη στάση του, φυλακίζοντας και εξορίζοντας χιλιάδες ανθρώπους, ενώ αρχίζει μια νέα περίοδος τρομοκρατίας, διαδηλώσεων και απεργιών.
«Ναι, ναι, ναι, ζούμε γεγονότα ιστορικής σημασίας… Παντού ζωντάνια και νιότη… Ο ιστορικός του μέλλοντος θα γράψει… Δεν το πιστεύετε; Πηγαίνετε στις συγκεντρώσεις… Ακούστε τις φλογερές εκδηλώσεις αισθημάτων, κοιτάξτε: παντού ενθουσιασμός», διαβάζουμε (Αντίποδες, σελ. 457).
«Ναι, ναι, ναι, ζούμε γεγονότα ιστορικής σημασίας… Παντού ζωντάνια και νιάτα… Ο ιστορικός του μέλλοντος θα γράψει… Δεν τα πιστεύετε; Για πηγαίνετε στις συγκεντρώσεις… Ακούστε πόσο παράφορα εξωτερικεύονται τα αισθήματα, κοιτάξτε παντού: ενθουσιασμός» (Κίχλη, σελ. 436).
Γέννημα αυτής της πυρετώδους εποχής είναι ο Αντρέι Μπέλυ, κατά κόσμον Μπορίς Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ (1880-1934), όπως και η «Πετρούπολή» του, που έμελλε να κριθεί ως ένα από τα κορυφαία έργα του 20ού αιώνα – κατά τον αυστηρό Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ένα από τα τέσσερα μεγαλύτερα, μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζόις, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα.
Στον πυρήνα της πλοκής, που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια λίγων ημερών του Οκτωβρίου του 1905, βρίσκεται η ταραχώδης σχέση του πατέρα και υιού Αμπλεούχοφ και η απόπειρα πατροκτονίας. Ο κεντρικός ήρωας Νικολάι Απολλώνοβιτς Αμπλεούχοφ δίνει κάποτε μια απερίσκεπτη υπόσχεση στο «κόμμα», το οποίο δεν διευκρινίζεται περεταίρω, ότι αν του ζητηθεί μπορεί να δολοφονήσει τον ίδιο τον πατέρα του, τον γερουσιαστή Απολλών Απολλώνοβιτς, την «ψυχή των εγκυκλίων», τον φορέα των «αδαμάντινων διακριτικών» στο στέρνο, τον έμπιστο εκπρόσωπο της τσαρικής εξουσίας. Ο τελευταίος συμπεριφέρεται σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αλλά θεωρεί το γιό του «ένα τελειωμένο κάθαρμα», ο οποίος φέρνει στο σπίτι διαφόρους από τη σπουδάζουσα νεολαία, που διακρινόταν για το πλούσιο ξένο λεξιλόγιό της: «σοτσιάλναγια ρεβολούτσια». Τον έχει εγκαταλείψει και η γυναίκα του για έναν Ιταλό θεατρίνο. Η στιγμή της υλοποίησης της «υπόσχεσης» έρχεται: ένας τρομοκράτης, δήθεν πρώην συμφοιτητής, ονόματι Ντούντκιν, επισκέπτεται τον Νικολάι Απολλώνοβιτς και του ζητά, κατ΄ εντολήν του «κόμματος», να φυλάξει ένα δέμα, χωρίς να του αποκαλύπτει ότι αυτό περιλαμβάνει μια βόμβα με ωρολογιακό μηχανισμό μέσα σε ένα κονσερβοκούτι. Οι οδηγίες δίνονται αργότερα με μια επιστολή, η οποία όμως θα παραπέσει, θα αλλάξει χέρια και κάποτε θα φτάσει στα χέρια του αποδέκτη της, που θα προσπαθήσει να ξεφορτωθεί μάταια το κονσερβοκούτι με το φρικτό περιεχόμενό του, ενώ θα έχουν παρεισφρήσει στην πλοκή πολλά πρόσωπα και καταστάσεις.
Η ιστορία διαθέτει έντονο σασπένς, που καταλήγει σε αποκλιμάκωση, καθώς όταν η βόμβα εκρήγνυται δεν τραυματίζεται κανείς και συγχρόνως ο γερουσιαστής Αμπλεούχοβ έχει αποσυρθεί από την υπηρεσία του, οπότε η ενδεχόμενη επιτυχία του αρχικού σχεδίου δεν θα είχε νόημα. Το αποτέλεσμα συνεπώς είναι «αυτοπαρωδιακό», όπως σημειώνει στο Επίμετρο για την έκδοση των «Αντιπόδων» ο Βρετανός μεταφραστής και μελετητής του Μπέλυ, Τζ. Ντ. Έλσγουορθ, κατά την εκτίμηση του οποίου «ενώ στη δομή της πλοκής της, η Πετρούπολη στηρίζεται στη γενική παράδοση του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα υπονομεύει συστηματικά την παράδοση αυτή».
Ο Έλσγουορθ παρατηρεί επίσης ένα «περίπλοκο σύστημα εναλλάξιμων πατρικών, υιικών και αδελφικών σχέσεων» κι έναν «μαγικό κύκλο» αντιθέσεων, συχνά συγκρουόμενων. Εκτός από τους Αμπλεούχοφ, είναι και ο τρομοκράτης Ντούντκιν ο οποίος θα εκτελέσει επιτυχώς μια άλλη πατροκτονία, εναντίον του δικού του πατρικού μέντορα, του αρχιτρομοκράτη και αρχηγού της συνομωσίας Λιπαντσένκο. Είναι και ο Μορκόβιν, διπλός πράκτορας της τσαρικής Οχράνα από τη μια και του «κόμματος» από την άλλη, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον Νικολάι Απολλώνοβιτς ότι είναι πνευματικά αδέλφια. Πίσω και πάνω από όλα όμως βρίσκεται η σχέση του Μεγάλου Πέτρου με το δημιούργημά του, την πόλη που εκείνος ίδρυσε, σύμφωνα με δυτικά πρότυπα. Το φάντασμα του Ιπτάμενου Ολλανδού αναδύεται από τις ομίχλες της μολυβένιας Βαλτικής για να θεμελιώσει μια αυτοκρατορική πόλη, πάνω στους βάλτους, με το Νέβα να χωρίζει το ηπειρωτικό μέρος, όπου κατοικούν η αριστοκρατία και η εξουσία, και τα νησιά απέναντι, με σημαντικότερο το Βασίλιεφσκι, με τα αμέτρητα φουγάρα και τη φτωχολογιά, τις δυνάμεις του χάους, της επανάστασης, άρα της απειλής – από εκεί ο Ντούντκιν φέρνει τη βόμβα και ο Νικολάι Απολλώνοβιτς, που αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη, στέκεται πάνω στη γέφυρα η οποία συνδέει το κέντρο με την περιφέρεια. Από την άλλη, ο αινιγματικός Χάλκινος Καβαλάρης (Μπρούντζινος, κατά την Στ. Αργυροπούλου), ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Πέτρου πάνω στον πελώριο βράχο του Κεραυνού, βάρους 1.500 τόνων (παραγγελία της Μεγάλης Αικατερίνης στο Γάλλο γλύπτη Φαλκονέ, 1782), να συναντάται μέσα στην ομίχλη συχνά πυκνά στις σελίδες της «Πετρούπολης» και να ταυτίζεται με τον Ιπτάμενο Ολλανδό. Σαφείς συνδέσεις με τον Πούσκιν και το δικό του «Χάλκινο Καβαλάρη», (με στίχους του ξεκινούν όλα τα κεφάλαια). Σύμφωνα με μελετητές, ο Χάλκινος Καβαλάρης, όπως ήταν για τον Πούσκιν «ένα σύμβολο του μεγαλείου του Ρωσικού κράτους που κατατροπώνει τους εχθρούς του και καταστρέφει τα παιδιά του», έχει συνδεθεί και με την επανάσταση και με την αντίδραση.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο ταραξίας νοημάτων Αντρέι Μπέλυ επιφυλάσσει κορυφαίο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδια την πόλη, που «δεν έχει τρεις διαστάσεις αλλά τέσσερις’ η τέταρτη υπόκειται στο άγνωστο». Παρότι πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την περιγράφει ως πόλη-φάντασμα, απατηλή, αφιλόξενη, επικίνδυνη, απειλητική. Άλλοτε πραγματική, με τον παραπόταμο του Νέβα, Μόικα, τα κανάλια και τις γέφυρες, τον γκριζόμαυρο καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ, το ψυχρό βέλος του Πετροπαύβλοφσκ (το φρούριο ήταν φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους), το χρυσό Ναυαρχείο, την κεντρική ευθεία λεωφόρο Νιέφσκι που θύμιζε τη ροή του χρόνου ανάμεσα σε δύο σημεία ζωής και κατακλυζόταν από ένα «ανθρώπινο μυριόποδο», κι άλλοτε φανταστική. Από τους γεωμετρικά χαραγμένους δρόμους της ξεπροβάλλουν ασύλληπτοι προβοκάτορες (Ασύλληπτος ήταν το κομματικό ψευδώνυμο του Ντούντκιν), σκοτεινοί συνωμότες, αστοί και προλετάριοι, μοιραίες γυναίκες, όπως η Σόφια Πετρόβνα, με την οποία ο γιός Αμπλεούχοφ είχε έναν άτυχο έρωτα, θαμώνες των καπηλειών. Κυρίως το κρυμμένο προσωπείο του αιματόχρωμου, θρασύ, κόκκινου ντόμινο που έτρεχε στους δρόμους και τις σάλες σκορπίζοντας φόβο και απειλώντας την κοινωνική τάξη. Έγραφαν οι εφημερίδες γι αυτό, οι εφημεριδοπώλες φώναζαν «Το μυστικό του Κόκκινου ντόμινο» και ο γερουσιαστής χρειάστηκε καιρό για να ανακαλύψει την ταυτότητά του.
Το φάντασμα από το μύθο του Ιπτάμενου Ολλανδού και εκείνο του Γιεβγκένι από το «Χάλκινο Καβαλάρη» του Πούσκιν στοιχειώνουν την πόλη. Πατώντας πάνω στην παράδοση του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι, ο Μπέλυ αποτυπώνει μια αλλόκοτη φύση στους δρόμους της Πετρούπολης, μετατρέποντας τους διαβάτες σε σκιές. «Οι δρόμοι της Πετρούπολης έχουν μια αναμφισβήτητη ιδιότητα: μετατρέπουν σε σκιές τους διαβάτες’ όσο για τις σκιές, οι δρόμοι της Πετρούπολης τις μετατρέπουν σε ανθρώπους» (Κίχλη, σελ. 58). Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής Νικολάι Αμπεούχοφ συμπυκνώνει σε λίγες γραμμές τούτη την ατμόσφαιρα της πόλης: «Πολιορκημένη από την ομίχλη, με καταδίωκες κι εμένα με ένα ανώφελo εγκεφαλικό παιχνίδι: είσαι ένας σκληρόκαρδος βασανιστής: αλλά είσαι ένα ανήσυχο φάντασμα: χρόνια ολόκληρα μου επιτιθόσουν’ έτρεχα κι εγώ στις φρικτές λεωφόρους σου, για να φτάσω σαν βολίδα σ΄ αυτή την αστραφτερή γέφυρα…» (Αντίποδες, σελ. 363).
Υπαινιγμοί και συμβολισμοί, ιστορικές, μουσικές και λογοτεχνικές αναφορές, εγκεφαλικά παιχνίδια, διάσπαση συνειδητού και υποσυνείδητου, φιλοσοφικές επιρροές από το νεοκαντιανισμό και τον ανθρωποσοφισμό του Ρούντολφ Στάινερ που είχαν επηρεάσει τον συγγραφέα, πτυχές της πολιτισμικής κρίσης που επίσης τον απασχολούσαν, νύξεις για τον χριστιανισμό και το βουδισμό, συχνές παραθέσεις για την μογγολική καταγωγή του ρωσικού έθνους, σαφείς πολιτικές αιχμές και επαναστατικές ιδέες, αν και ακόμη θολές. Αυτά κι άλλα πολλά, δοσμένα με μια ειρωνεία, έναν μετεωρισμό ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό, δίνουν τον τόνο και κάνουν εξαιρετικά σύνθετο τούτο το επιβλητικό μυθιστόρημα με την βασικά στοιχειώδη πλοκή και που βέβαια έχουν απασχολήσει, αν δεν απασχολούν ακόμη, τους μελετητές του Μπέλυ. Και μέσα σ΄όλα αυτά, που καθιστούν την «Πετρούπολη» περίπλοκη και απαιτητική για τον αναγνώστη (φυσικά και τον μεταφραστή), είναι το ύφος, η γλώσσα και ο ρυθμός του, για τα οποία τόσα έχουν γραφεί: Επαναλήψεις μοτίβων, λέξεων, φράσεων και συχνά παραγράφων, ημιτελείς προτάσεις, λέξεις-ήχοι, ποιητικότητα και μουσικότητα στη γλώσσα, ρυθμική και ηχητική οργάνωση, λογοπαίγνια, που συνδράμουν στην υποβλητική ατμόσφαιρα και συνιστούν, ως τυπικά χαρακτηριστικά του συμβολισμού, ένα άκρως μοντερνιστικό έργο.
«Είναι τόσο ασυνήθιστη η σύνταξη του Μπέλυ όσο και η γλώσσα του Οδυσσέα, που δεν είναι αγγλικά, παρά η γλώσσα του Τζόυς», έγραψε ο Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, ο οποίος χαρακτήρισε τον Μπέλυ «Ρώσο Τζόυς», ενώ θεωρούσε ότι τα έργα αυτού του μαιτρ θα παραμείνουν αμετάφραστα «μια και ζουν μόνο στη ρωσική τους ενσάρκωση» (το κείμενο του Ζαμιάτιν περιλαμβάνεται στην έκδοση της Κίχλης). Ο Έλσγουορθ είχε δηλώσει σε ρωσικό μέσο ενημέρωσης ότι, ενώ όλη του τη ζωή ασχολείται με το έργο του Μπέλυ, όταν επιχείρησε για πρώτη φορά να μεταφράσει την «Πετρούπολη», δεν τα κατάφερε. «Ήταν πολύ δύσκολο να βρω το στιλ που ταιριάζει στην αγγλική, και κάπου εκεί παράτησα την προσπάθεια. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι πρέπει εγώ ο ίδιος να εφεύρω αυτό το στιλ, να το δημιουργήσω…» Έτσι κάθε μετάφραση της «Πετρούπολης» αποτελεί πραγματικό άθλο, κάτι που αφορά και τις δύο Ελληνίδες μεταφράστριες.
Ο Μπέλυ ήταν μια πολυσχιδής πνευματική προσωπικότητα που αποδέχονταν ακόμη κι εκείνοι που είχαν χωρίσει τους πνευματικούς δρόμους τους. Εξέπεμπε ένα είδος «πνευματικού ηλεκτρισμού», όπως λέει η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, σύζυγος του ακμεϊστή ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ. «Μου έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε σώμα, ότι ήταν ένα ηλεκτρικό φορτίο, η υλοποίηση της θύελλας, του θαύματος», γράφει στις συγκλονιστικές αναμνήσεις της από τη ζωή της με τον Όσιπ («Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας», Μεταίχμιο 2011, μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου). Σε αντίθεση με τον Παστερνάκ, συνεχίζει, εκείνος «περιτύλιγε τον συνομιλητή του, τον κατακτούσε αργά, πείθοντάς τον και γοητεύοντάς τον (…) Ο Μπιέλυ απαιτούσε υλικό για την αφύπνιση των ιδεών, ανθρώπους που στην απουσία του θ΄ άρχιζαν να σκέφτονται και να ερευνούν». Κι όταν ρώτησε τον σύζυγό της ποιόν τρόπο επέλεγε, του Παστερνάκ, που «με βεβαιότητα θεωρούσε τον καθένα έτοιμο εκ των προτέρων ν΄ αποδεχτεί τις απόψεις του», ή του Μπέλυ, ο Μαντλεστάμ απάντησε απερίφραστα «ο τρόπος του Μπιέλυ φυσικά».
Παρότι σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Μόσχας όπου δίδασκε ο επιφανής πατέρας του, τον συνεπήρε η φιλοσοφία και τον γοήτευσαν οι ήχοι και οι στίχοι. Όταν δοκίμασε να μεταφέρει τις τεχνικές του συμβολισμού από την ποίηση στον μυθιστορηματικό λόγο προέκυψε μεταξύ άλλων η «Πετρούπολη», με την ολοκλήρωση της οποίας περιπλανήθηκε σε Ευρώπη και Αφρική. Η σχέση του με την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ξέφυγε εντελώς από τη μοίρα πολλών άλλων διανοουμένων. Συνεργάστηκε με τους καλλιτεχνικούς φορείς της κυβέρνησης των μπολσεβίκων. Όταν ο 1931, έχοντας βιώσει τις εκκαθαρίσεις και στους κύκλους των θεοσοφιστών, συνελήφθη η δεύτερη γυναίκα του, απηύθυνε επιστολή στο Στάλιν (περιλαμβάνεται στην πολυτονική έκδοση της Κίχλης), αποδίδοντας την αιτία για την δίωξη και την παραμερισμό του έργου του από το λογοτεχνικό στερέωμα, στην αρνητική κριτική που του είχε ασκήσει το Τρότσκι, ενώ, όπως έγραφε, «όλοι γνώριζαν πως είχα υποδεχτεί την Οκτωβριανή Επανάσταση με συμπάθεια και πως συνεργαζόμουν με τη σοβιετική κυβέρνηση ακόμα και τον καιρό που άλλοι την υπονόμευσαν». Τελικά με την παρέμβαση του Γκόρκι, η σύζυγός του ελευθερώθηκε.
Πάντως πολλοί αποδίδουν την διαφορά ανάμεσα σε δύο βασικές εκδόσεις της «Πετρούπολης», της πρώτης του 1913 από τον ρωσόφωνο εκδοτικό οίκο «Σιρίν» του Βερολίνου και εκείνης του 1922 πάλι στο Βερολίνο, περικομμένης όμως κατά εκατό περίπου σελίδες, που αφορούσαν κυρίως μυστικιστικά στοιχεία, αποδυναμώνοντας την ιδιαιτερότητες του κειμένου, στην ιδεολογική μεταστροφή του Μπέλυ απέναντι στη μπολσεβίκικη επανάσταση. «…από μια ουδέτερη έως και αρνητική προς μια θετική άποψη για τους μπολσεβίκους και τα τεκταινόμενα στην πατρίδα του» (Αλεξάνδρα Ιωαννίδου). Και οι δύο ελληνικές εκδόσεις στηρίζονται στην αντιπροσωπευτικότερη έκδοση του «Σιρίν» και στις σημειώσεις του Λ. Ντολγκοπόλοφ της ρωσικής έκδοσης του 1981 (οι σοβιετικές εκδόσεις, 1928 και 1935, βασίστηκαν στην περικομμένη εκδοχή).
Πετρούπολη» Αντρέι Μπιέλυ, εκδ. «Αντίποδες», μτφ. Ελένη Μπακοπούλου, σελ. 784
«Πετρούπολη» Αντρέι Μπέλυ, εκδ. «Κίχλη», μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, σελ. 747