του Λευτέρη Ξανθόπουλου
Η επιστολική νουβέλα των εκατό σελίδων Μουσείο λαογραφίας, το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα με τις παράλληλες ιστορίες που τέμνονται και διακλαδίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις, από πού να αρχίσεις και τι να πρωτοπείς. Εδώ ό Φύσσας τα σπάει, δεν αφήνει τίποτα όρθιο, τους πιάνει όλους και όλα και τα ξετινάζει. Για να βάλουμε όμως τα πράγματα στη θέση τους, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Ο τριανταπεντάχρονος, πρώην διάσημος ζωγράφος Λέων, έχοντας στην τσέπη του μια γερή προκαταβολή για τον υπερμεγέθη πίνακα Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού, παραγγελία κάποιου ανώνυμου μαικήνα, εγκαταλείπει μια μεγάλη ελληνική πόλη και μια γυναίκα ονόματι Μάρθα και αποσύρεται σ’ ένα άκρως πρωτόγονο χωριό της Πίνδου, όπου ετοιμάζει τις σπουδές για τα πρόσωπα που θα αποτελέσουν τον πίνακα της παραγγελίας. Από το χωριό αυτό στέλνει στη Μάρθα γράμματα που αναφέρονται στην κρίση της σχέσης τους, στις σπουδές που ζωγραφίζει, στο τζόγκινγκ και στην ειδυλλιακή ζωή του βουνίσιου χώρου – μέχρι που, αργά αργά συνειδητοποιεί πως κάτι δεν πάει καλά με τις γυναίκες στο χωριό”.
Η νουβέλα σχολιάζει υπαινικτικά πολλά θέματα ταυτόχρονα, μεταξύ των οποίων ο φεμινισμός, η αριστερή ουτοπία, η αγνή ελληνική επαρχία, η θρησκευτική νεύρωση και η αντρική ψυχολογία.
Το χωριό στο οποίο εγκαθίσταται ο ζωγράφος ονομάζεται Σδράλι, ένας παραμυθένιος τόπος, «ίσως το τελευταίο χωριό στη χώρα που δεν έχει ηλεκτρικό, τηλέφωνο και δίκτυο νερού. Πηγάδια έχει με το πιο όμορφο νερό του κόσμου», όπως θα γράψει ο Λέων σε επιστολή του προς την Μάρθα. Σύντομα θα ανακαλύψει ο αναγνώστης ότι αυτό το χωριό δεν υπάρχει πουθενά στον χάρτη και ότι η ονομασία του αποτελεί αναγραμματισμό και κωλοτούμπα της λέξης Έσδρας, από το όνομα ιερέα της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος, κατά κάποιον τρόπο θεωρείται ελέω θεού και ο πολιούχος άγιος αυτού του ευλογημένου τόπου, με τους κατοίκους του να αυτό-αποκαλούνται «εσδραϊστές»!
Καλά ως εδώ. Όμως πιο κάτω ο πανευτυχής ζωγράφος, που απολαμβάνει την ομορφιά του παρθένου τοπίου και ανακαλύπτει την αγνότητα των κατοίκων της ελληνικής υπαίθρου, «με καλούς και ατόφιους ανθρώπους που δεν φανταζόμουνα ότι υπάρχουν» θα ακούσει από το στόμα του παπά της μοναδικής εκκλησίας του χωριού ότι ο Έσδρας ήταν αυτός που εξεδίωξε στην έρημο, για να τις αφήσει να πεθάνουν όλες τις ξένες γυναίκες που είχαν παντρευτεί Ισραηλίτες, μαζί με τα παιδιά τους, και καλά τους έκανε γιατί έπρεπε να παραμείνει καθαρή η φυλή.
«Στο καφενείο, ο παπάς μαζί με τον σαμαρά και τον τζοπάνη συνέχισαν τη συζήτηση για τον Έσδρα και μου είπανε πως η γυναίκα είναι κατώτερη από τον άντρα επειδή ο Θεός την έπλασε όχι απευθείας αλλά από ένα παΐδι του Αδάμ. Πως η γυναίκα, από την Εύα και μετά είναι η πηγή κάθε αμαρτίας. Πως ο Θεός και ο Χριστός είναι αρσενικοί και πως η εκκλησία μας δεν δέχεται γυναίκες…».
Και πού λέγονται όλα αυτά παρακαλώ; Στο μυθιστορηματικό χωριουδάκι Σδράλι της Πίνδου, με τον καθαρό και αμόλυντο αέρα, τους ροδαλούς και υγιείς κατοίκους και βεβαίως ένα «τοπίο μυστικό και ταυτόχρονα φανταστικό, ηρεμία, ησυχία – και παντού φυσικοί ήχοι. Κουδούνια από τα ζώα, πουλιά, σκυλιά, κότες τζιτζίκια. Νυχτοπούλια το βράδυ, τριζόνια, ακόμα και λύκοι. Βατράχια όλο το εικοσιτετράωρο. Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Και οι άνθρωποι ήσυχοι, φιλόξενοι.»
Στο μεταξύ ο ζωγράφος Λέων ασχολείται εντατικά με τις σπουδές του πάνω στα 23 πρόσωπα που θα σχηματίσουν τον Μυστικό Δείπνο, τον πίνακα που όταν ολοκληρωθεί θα εκτεθεί για την επέτειο των 100 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης ενώ συνεχίζει το καθημερινό τζόγκινγκ στα μονοπάτια γύρω από το χωριό, γράφει τις εντυπώσεις του προς την κοπέλα του, προσπαθώντας συγχρόνως να διασώσει μέσω της αλληλογραφίας την διαλυμένη σχέση τους. Και ενώ δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα στη ζωή του χωριού, ο ζωγράφος γίνεται όλο και περισσότερο παρατηρητικός στις καθημερινές εξόδους του. Διακρίνει διάφορα σημεία μιας δυσαρμονίας. Στην αρχή δεν δίνει και μεγάλη σημασία, η πλανεύτρα πρωτόγονη φύση τριγύρω του τον απορροφά και τον καταπίνει.
Και εδώ, σε αυτό το σημείο αναρωτιέται κανείς: πώς γίνεται να περιγράφεις με τα ζωηρότερα χρώματα το μεγαλείο, την μοναδικότητα και το εκθαμβωτικό φως ενός αγροτικού τοπίου και των ανθρώπων που το κατοικούν και όσο προχωράει η περιγραφή αντί να ηρεμείς, να σηκώνονται ρίγη ανατριχίλας στην ραχοκοκαλιά σου, να αισθάνεσαι ότι κάποιο κακό σε τριγυρίζει, κάποιος αόρατος δαίμονας σε παρακολουθεί και ότι κάτι σκοτεινό θα συμβεί; Μπορεί αυτός ο μικρός επίγειος παράδεισος με τους λιγοστούς ευσεβείς κατοίκους να κρύβει μέσα του την κόλαση; Μήπως είναι αδυσώπητη και αφόρητη η μεγάλη ομορφιά και δεν αντέχεται; Λένε ότι υπάρχουν σε τροπικές χώρες σαρκοβόρα φυτά, που αν δεν προσέξεις και πλησιάσεις κοντά για να θαυμάσεις την εξωτική ομορφιά τους, χάθηκες κακομοίρη μου, το άνθος του φυτού θα κλείσει κραπ καταπάνω σου και θα σε καταπιεί.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας, για τον οποίον η συγγραφή είναι ένα μακρύ μοναχικό παιχνίδι, εραστής του αστικού τοπίου και την μεγάλης πόλης, σπουδαίος και δόκιμος αθηναιογράφος και δεινός ποδηλάτης δοκιμάζεται να συνομιλήσει με την αγνή και παρθένα ελληνική φύση και ιδίως με όλα τα σημαινόμενα που εκπηγάζουν απο αυτήν. Τι ακριβώς πετυχαίνει; Ποιος μπορεί να πει; Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν θα γλυτώσει από τη συντέλεια που ευαγγελίζεται στο εσχατολογικό του κείμενο, ούτε καν ο ίδιος ο συγγραφέας.
Μήπως όμως, αναρωτιέμαι, μήπως μπλοφάρει κι εδώ για μια ακόμη φορά ο Φύσσας, που δεν μπορεί στην κυριολεξία να αντισταθεί στους αιφνιδιασμούς και ενώ ακυρώνει βεβαιότητες, αμφισβητεί νομοτέλειες, μετακινεί στερεότυπα, το Μουσείο Λαογραφίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα βιβλίο για τον ξένο;
info: Δημήτρης Φύσσας, Μουσείο Λαογραφίας, επιστολική νουβέλα, Εστία 2017.
Λευτέρη, βρέθηκες πιο μέσα στο μυαλό μου απ΄ό,τι εγώ ο ίδιος. Τι να πω-