συνέντευξη στον Γιάννη Μπασκόζο.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Αγγλία το συλλογικό έργο που επιμεληθήκατε – και στο οποίο συμμετέχετε με κείμενα σας – με τίτλο «Greece in Crisis – The Cultural Politics of Austerity». Θα μπορούσατε επιγραμματικά να χαράξετε δυο – τρεις βασικούς άξονες που σας απασχόλησαν και που συνιστούν το καίριο πρόβλημα της σημερινής πολιτισμικής κρίσης στη χώρα;
Το βιβλίο συνιστά μια πρώτη καταγραφή και ανάλυση των πολιτισμικών επιπτώσεων της κρίσης, δεδομένου ότι έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τις οικονομικές ή πολιτικές πτυχές της κρίσης. Επιδίωξή του ήταν να δει τη σχέση πολιτισμού, ταυτότητας και κρίσης και σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, καλύπτοντας διάφορους τομείς από τα μουσεία, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία μέχρι τη διασπορά, τη γλώσσα και την τέχνη του δρόμου. Προετοιμάζοντας τον τόμο, που βασίστηκε σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα, μου έκανε εντύπωση ότι οι εκτός Ελλάδος τείνουν να βλέπουν τα ελληνικά πολιτισμικά δρώμενα μέσα από το πρίσμα της κρίσης, τάση που συναντά σθεναρή αντίσταση στην Ελλάδα και εκδηλώθηκε σε σχέση με την πρόσληψη της documenta 14 ή των αγγλόφωνων ποιητικών ανθολογιών που αναφέρονται στην κρίση. Αυτή η διάσταση προοπτικής και η αντιπαράθεση του μέσα και του έξω νομίζω έχει γενικότερο ενδιαφέρον και αξίζει να προβληματίσει και τις δύο πλευρές.
Υπάρχουν εκτιμήσεις οικονομολόγων που δηλώνουν ότι η κρίση μπορεί να κρατήσει δεκαετίες. Αντίθετα πολλοί στην Ελλάδα (μεταξύ των οποίων και πολιτικοί) θεωρούν ότι σε λίγα χρόνια η κατάσταση θα επανέλθει όπως στα “καλά” χρόνια. Ποια είναι η γνώμη σας; Και πόσο θα επηρεάσει την πολιτιστική κατάσταση μας;
Η κρίση έχει ανατρέψει πολλά δεδομένα και επιτάχυνε δραματικά αλλαγές που μπορεί να έπαιρνε καιρό για να συντελεστούν. Ο προγραμματισμός και ο ρυθμός της ζωής των Ελλήνων έχει ριζικά διαταραχθεί και θα πάρει αρκετά χρόνια για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Η κρίση συνιστά τεκτονική αλλαγή παραδείγματος και τρόπου ζωής. Οι ρυθμοί αλλαγής ή προόδου στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν βέβαια αλματώδεις. Μέσα σε λίγα χρόνια έγιναν πράγματα που σε άλλες χώρες χρειάστηκαν δεκαετίες για να γίνουν. Σε ένα πρόσφατο άρθρο μου ‘From Junta to Crisis: Modernization, Consumerism and Cultural Dualisms in Greece’, Byzantine and Modern Greek Studies, 41 (2), 2017, 112-133 συζητώ τα δύο «όνειρα» της μεταπολίτευσης (τον εκσυγχρονισμό και τον καταναλωτισμό) και τις επιπτώσεις τους στο χώρο του πολιτισμού. Η κρίση όμως αντέστρεψε αυτό το ακάθεκτο momentum και το απότομο πισωγύρισμα θα έχει αναπόφευκτα και έναν μακρόχρονο πολιτισμικό αντίκτυπο.
Στο βιβλίο σας «Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας» (από την ερμηνεία στην ηθική) διαπιστώνετε ότι από τη δεκαετία του ΄80 και μετά η ποίηση υποχωρεί σε αντίθεση με την πεζογραφία. Νομίζω ότι σήμερα οι νεότεροι ποιητές και πεζογράφοι μονοπωλούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών, των εκδοτών και των κριτικών. Συμφωνείτε; Έχει αλλάξει κάτι;
Η διαπίστωση ότι από τη δεκαετία του 80 η πεζογραφία εκτοπίζει την ποίηση δεν είναι μόνο δική μου αλλά και άλλων, ακόμη και των ίδιων των ποιητών. Το ζήτημα είναι αν αυτή η μετατόπιση σηματοδοτεί ευρύτερες πολιτισμικές, κοινωνικές και αναγνωστικές αλλαγές. Πόσο η αύξηση των μεταφράσεων ξένων μυθιστορημάτων έχει συμβάλει σε αυτή τη μετατόπιση; Έχουν διαμορφωθεί νέα κοινά (μια λέξη που μέχρι πρόσφατα τη συναντούσαμε μόνο στον ενικό); Πόσο έχουν αλλάξει οι εκδοτικές πρακτικές και πόσες εκδόσεις είναι αυτοχρηματοδοτούμενες; Έχει η ποίηση ένα μικρότερο αλλά πιο αφοσιωμένο κοινό, όπως συμβαίνει σε πολλές δυτικές χώρες; Νομίζω όμως ότι ο τρόπος που οι Έλληνες προσεγγίζουν τη λογοτεχνία εξακολουθεί να είναι ποιητικός και για αυτό εξακολουθούμε να μιλούμε ακόμη και για την ποιητικότητα πεζογράφων όπως ο Παπαδιαμάντης.
Πώς βλέπετε την λογοτεχνική παραγωγή μετά το 2000 και κυρίως μετά το 2010 ; Η κρίση έπαιξε κάποιον ρόλο στην μορφοπλαστική, αισθητική, θεματική αναζήτηση ; O Βασίλης Λαμπρόπουλος μίλησε για την αριστερή μελαγχολία των νεαρών ποιητών ως μία χαρακτηριστική τάση σήμερα.
Αρκετοί νέοι ποιητές διαθέτουν εξαιρετική παιδεία, γνωρίζουν ξένες γλώσσες, μεταφράζουν και συμμετέχουν άνετα σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον. Κινούνται επίσης πιο ομαδικά από τους πεζογράφους και ίσως τούτο έδωσε την ευκαιρία σε μελετητές να προσπαθήσουν να τους κατηγοριοποιήσουν με όρους όπως «αριστερή μελαγχολία», που δεδομένης της εκτίμησης του Βασίλη Λαμπρόπουλου για τον Βύρωνα Λεοντάρη, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μακρινή απήχηση του όρου «ποίηση της ήττας». Και παλαιότερα είχαμε όρους όπως «γενιά του ιδιωτικού οράματος» για να περιγραφούν τάσεις της ποίησης της δεκαετίας του 1980 που πυροδότησαν συζητήσεις, γνώρισαν όμως και αντιδράσεις εκ μέρους των ποιητών. Οι ετικέτες μπορεί να προκαλούν γόνιμες συζητήσεις απαιτούν όμως και συγκεκριμένες αναφορές. Επίσης η έννοια της γενιάς είναι μάλλον παρωχημενη και δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα στην τρέχουσα συζήτηση των λογοτεχνικών εξελίξεων.
Οπωσδήποτε ξενίζει σε μια εποχή τόσο κυνική και ρεαλιστική η επαναφορά της ηθικής της ανάγνωσης, δηλαδή της ανταπόκρισης του έργου στον αναγνώστη. Είναι κοινωνική ανάγκη, αποτέλεσμα νεότερων θεωρητικών επεξεργασιών διαφορετικών από τις παλιότερες θεωρίες της πρόσληψης; κάτι άλλο;
Η ηθική της ανάγνωσης υπήρξε ένα πεδίο μάλλον αχαρτογράφητο για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Άλλωστε η ηθική στροφή στην κριτική θεωρία υπήρξε πρόσφατο φαινόμενο. Για τους θεωρητικούς της αποδόμησης, της ψυχανάλυσης, της σημειωτικής και του Μαρξισμού, η ηθική ταυτίστηκε με τον ουμανισμό. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν τα τελευταία χρόνια και τη φράση «(επι)στροφή στην ηθική» τη συναντούμε όχι μόνο στις λογοτεχνικές σπουδές αλλά και στη φιλοσοφία και την πολιτική. Δημιουργούνται έδρες για «συμπαντική ηθική» (global ethics), γράφονται βιβλία για την ηθική του πολέμου, δίνονται ηθικά βραβεία ή γίνεται λόγος για ηθική της αγοράς, των media, της ιατρικής, της ευθανασίας, ακόμη και της φωνής. Η κριτική προς τον οικουμενικό άνθρωπο και το αυτόνομο υποκείμενο, που είχε προκαλέσει την αντίσταση στην ηθική, παραχωρεί τη θέση της σε έναν νέο τρόπο ηθικής διερεύνησης, που προώθησαν ο Φουκώ με την ανάδειξη της μέριμνας για τον εαυτό ως ηθικού προτάγματος και ο Λεβινάς με τον ορισμό της ηθικής ως σεβασμό στην ετερότητα και αναγνώριση της ξενότητας του Άλλου. Η ηθική της ανάγνωσης συνδέεται και με την επαναφορά των συναισθημάτων στην αναγνωστική διαδικασία, τη λεγόμενη affective turn. Αυτή η βιοηθική στροφή παραπέμπει και στις διεπιστημονικές συναρτήσεις της αφήγησης με τη βιοτεχνολογία, τη νευροεπιστήμη, τις θεωρίες του νου, τη ρομποτική αλλά και τη σεξουαλικότητα.
Επισημαίνετε στο βιβλίο σας ότι η στροφή στην ηθική της ανάγνωσης θα βάλει σε πρώτο πλάνο τον ρεαλισμό κάτι που ίσως αποβεί σε βάρος των μορφικών, αισθητικών αναζητήσεων. Δεν συνιστά αυτό έναν υπαρκτό κίνδυνο;
Αυτό μπορεί να ισχύει για μια κατηγορία κειμένων. Τα τελευταία χρόνια με την έξαρση των αφηγηματικών κειμένων που αφορούν την εθνοτική και σεξουαλική ετερότητα, τη μετανάστευση, τη βία, την τρομοκρατία ή την κρίση, η ηθική της αναγνωστικής ευθύνης ήρθε περισσότερο στο προσκήνιο. Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ως τώρα η θεωρία της λογοτεχνίας αντιμετώπιζε την ανταπόκριση των αναγνωστών συνήθως σε σχέση με το νόημα των κειμένων, τώρα όλο και περισσότερο η συζήτηση γύρω από την αναγνωστική στάση περιλαμβάνει και ζητήματα ηθικών επιλογών. Η εμφάνιση της θεωρίας του τραύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καθώς και η μυθοπλασία του τραύματος έθεσαν ερωτήματα ηθικής υφής σχετικά με το πώς και το γιατί κάτι επανέρχεται στη μνήμη και όχι απλώς το τι επανέρχεται, καθιστώντας την ανάγνωση μια μορφή ηθικής πρακτικής.
Και ποια θα είναι η επίπτωσή του στην κριτική; Μήπως οι κριτικοί «κινδυνεύουν» να αξιολογούν πρώτα την επίδραση στον αναγνώστη και μετά το ίδιο το κείμενο;
Μια σειρά από μετατοπίσεις ή στροφές (turns) χαρακτηρίζουν την ιστορία της λογοτεχνικής θεωρίας. Από τον συγγραφέα περάσαμε στην αυτοτέλεια του κειμένου, και από τη δομή και την τεχνική της αφήγησης στην ανταπόκριση του αναγνώστη, τόσο τη νοηματοδοτική όσο και την ηθική. Πώς αυτές οι μετατοπίσεις επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο διαβάστηκε η νεοελληνική λογοτεχνία; Πώς περνούμε από τη μορφολογία και την αφηγηματική τεχνική του κειμένου στην ερμηνεία του ή από το τι σημαίνει το κείμενο στο πώς μας προ(σ)καλεί να απαντήσουμε στα ηθικά διλήμματα που θέτει; Μήπως η μετατόπιση της έμφασης και η αλλαγή προσέγγισης θέτουν νέα ερωτήματα και μας κάνουν να διαβάσουμε αλλιώς συγγραφείς και κείμενα; Η ηθική της ανάγνωσης μεταθέτει το ενδιαφέρον από τι είναι η λογοτεχνία στο πώς λειτουργεί η λογοτεχνία, από τη διερεύνηση της υφής ή των τεχνικών του κειμένου στρεφόμαστε στην ανταπόκριση των αναγνωστών απέναντί του. Η σχέση του αναγνώστη με το κείμενο αποτελεί το σημείο επαφής της λογοτεχνίας με την ηθική. Δεν ενδιαφέρει πια τι είναι τα κείμενα όσο το τι κάνουν. Η ηθική είναι πράξη και όχι ένα σύνολο κανονιστικών αρχών ενώ η καρδιά της εντοπίζεται στην επιθυμία της συλλογικότητας. Τα ηθικά διλήμματα που θέτει ή δεν θέτει ένα κείμενο μπορεί από μόνα τους να αποτελέσουν ένα αξιολογικό κριτήριο. Άλλωστε δύο σημαντικά μυθιστορήματα από κατόχους του βραβείου Νόμπελ τράβηξαν την προσοχή της ηθικής κριτικής: το Αγαπημένη [Beloved] (1987) της Toni Morrison και το Ατίμωση [Disgrace] (1999) J. M. Coetzee.
H μετατόπιση της κριτικής σε νέα πεδία θα μας κάνει να επαναξιολογήσουμε τα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας;
Όπως σημειώνω και στο βιβλίο για χρόνια η ερμηνευτική ανάγνωση νεοελληνικών πεζογραφικών κειμένων ήταν υποτιμημένη υπέρ μιας γραμματολογικής, αισθητικής, συγκριτολογικής ή αφηγηματολογικής ανάλυσής τους. Η ερμηνεία όμως αναδεικνύει την τέχνη του κειμένου, την διαθεσιμότητά του να διαβαστεί πολλαπλά και διαφορετικά, συνδυάζοντας τις πολιτικές και πολιτισμικές συνιστώσες του με αυτές του εκάστοτε αναγνώστη. Δεν συνιστά ανασκαφή του κειμένου για κρυφά νοήματα μέσω μιας μικροσκοπικής ανάγνωσης αλλά διαδικασία που συναιρεί τους μηχανισμούς του κειμένου με το νόημα και την πρόσληψή του. Η ερμηνεία είναι αυτή που αναδεικνύει το πόσο το κείμενο αντέχει στο χρόνο, αν προσφέρεται για νέα νοηματοδότηση, για νέα σχέση με τα πολιτισμικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Ως εκ τούτου η ερμηνεία ενέχει και μια αξιολογική χροιά.
Η κριτική στην Ελλάδα σάς ικανοποιεί; ανταποκρίνεται στις νεότερες εξελίξεις και κατευθύνσεις που έχει πάρει σε άλλες χώρες; Έχει κάποιον ρόλο σήμερα και ποιον;
Στην Ελλάδα κυριαρχεί περισσότερο η βιβλιοπαρουσίαση παρά η κριτική. Γνωστοί γράφουν για γνωστούς, φίλοι παρουσιάζουν φίλους, μαθητές κολακεύουν δασκάλους, δημοσιογράφοι εξυπηρετούν εκδότες. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι ενώ έχουμε αξιόλογους νέους λογοτέχνες, η εμφάνιση νέων κριτικών (και δεν εννοώ τους μελετητές ή τους πανεπιστημιακούς) είναι περιορισμένη. Το να είσαι ή να γίνεις κριτικός δεν είναι ούτε ελκυστικό ούτε εύκολο στην Ελλάδα. Είναι πιο εύκολο να συστηθείς ως λογοτέχνης παρά ως κριτικός. Η κριτική απαιτεί παιδεία και κριτήρια. Η απουσία όμως ουσιαστικής κριτικής ούτε τη λογοτεχνία βοηθάει ούτε περιορίζει τον εκδοτικό πληθωρισμό.
Ο Ivan Jablonka στο βιβλίο του Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία» (κυκλοφόρησε πρόσφατα και σε ελληνική μετάφραση) αναρωτιέται αν η ιστορία είναι μια λογοτεχνία με περιορισμούς. Η γνώμη σας ποια είναι;
Τη σχέση λογοτεχνίας και ιστορίας ανέδειξε ιδιαίτερα ο Hayden White με κάποια σημαντικά κείμενα από τη δεκαετία του 1970. Όπως γράφω και στον πρόλογο του βιβλίου μου «H ιστορία δεν λειτουργεί ως το σκηνικό της λογοτεχνίας αλλά αντιμετωπίζεται ως αφηγηματική σύνθεση και ισότιμη κατηγορία με τη λογοτεχνία, ενώ ο Louis A. Montrose σε μια κλασική πλέον ανθολογία περί νέου ιστορισμού κάνει λόγο για την ιστορικότητα των κειμένων και την κειμενικότητα της ιστορίας». Νομίζω ότι η μνήμη και οι σπουδές μνήμης (memory studies) που κυριάρχησαν τα τελευταίαα χρόνια λειτούργησαν ως καταλύτης και συνέβαλαν στην υβριδοποίηση ιστορίας και λογοτεχνίας με τον λογοτέχνη να λειτουργεί ως ερευνητής του παρελθόντος και τον ιστορικό να αξιοποιεί λογοτεχνικούς τρόπους.
Τελικά οι νέες τάσεις εξέτασης του λογοτεχνικού κειμένου εμπλουτίζουν τη λογοτεχνία μετατοπίζοντας την από τον ιερό χώρο που καταλάμβανε μέχρι τώρα στα γράμματα;
Η ανανέωση των τρόπων ανάγνωσης των λογοτεχνικών κειμένων ανανεώνει και το ενδιαφέρον μας για την ίδια τη λογοτεχνία. Δεν διαβάζουμε όπως και δεν γράφουμε λογοτεχνία με τον ίδιο τρόπο που το κάναμε πριν από δεκαετίες. Η αλλαγή προσεγγίσεων θέτει νέα ερωτήματα και μας κάνει να διαβάσουμε αλλιώς συγγραφείς και κείμενα.
info :
a. Δημήτρης Τζιόβας, Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας, μτφρ: Αθανάσιος Κατσικερός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
b. Dimitris Tziovas: Greece in Crisis – The Cultural Politics of Austerity, I.B.Tauris